Οι Σαρακατσιαναίοι, ιδίως τα παλιά τα χρόνια, ήταν κοσμογυρισμένοι άνθρωποι και με πολλές γνωριμίες. Αλώνιζαν όχι τη σημερινή Ελλάδα, αλλά όλη τη Βαλκανική, ιδίως επί τουρκοκρατίας. Το καλοκαίρι στα βουνά, το χειμώνα στα χειμαδιά. Φέτος σε τούτη τη στράτα, του χρόνου στην άλλη. Πέρσι κατά κείνο το βουνό, φέτο κατά τ' άλλο. Δυο βολές το χρόνο άλλαζαν κατοικιό. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου γεννήθηκε (νομίζω το 1882) στη Ρετσιώνα. Δεν είναι χωριό, τσιφλίκι πρέπει νάταν τότε και τούχε ένας Ρετσιώνης, που ή πήρε τ' όνομα απ’ το τσιφλίκι ή έδωκε τ' όνομα στο τσιφλίκι. Υπάγεται στο χωριό Βαθύ (τώρα Αυλίδα), είναι εκεί πούναι το βουνό Ρετσιώνα, που πάμε απ’ την Αθήνα στη Χαλκίδα. Εκεί ξεχείμαζαν.
Είπα παραπάνω ότι νομίζω γεννήθηκε το 1882, γιατί ο ίδιος δε θυμόνταν, απ’ τα χαρτιά του –πιστοποιητικά- το βγάνω, αλλά τα χαρτιά για τους Σαρακατσιαναίους δεν είναι σιγουριά, γεννιόνταν κάπου και ποιος ξέρει αν θα τους έγραφαν καθόλου, πότε και πού. Για τον πατέρα μου μόνο το πότε δεν είναι σίγουρο, γιατί θα τον έγραφαν στα Βραγγιανά οπωσδήποτε αφού ήταν δημότες εκεί, αλλά καμιά φορά τους έγραφαν μικρότερους ν' αργούν να πααίνουν στρατιώτες.
Απ’ όσο μώλεγε, θυμόταν που ξεχείμασαν και σε τούτα τα τόπια: στο Καραξίνι κοντά στον Ορχομενό της Λειβαδιάς, μετά στο Καρατζιάταλη του Αρμυρού, μετά στα Μπεκρελέρια το τσιφλίκι του Μαραθέα (υπάγεται νομίζω στο Δομοκό), μετά στη Γούβα του χωριού Κρύα Βρύση της Καρδίτσας (ακριβώς το 1900, που γεννήθηκε ο ξάδερφός μου ο Γιάννης του μπάρμπα Κολιού), μετά στο Περσουφλί του Βελεστίνου με τους Πολυζαίους σμίχτες, μετά στο Παλιούρι του Βελεστίνου, μετά στη Νταϊά του Αρμυρού (έξω απ’ τη σημερινή Ευξεινούπολη), μετά στο Καραμάνι του Αρμυρού (το 1909, ήταν στρατιώτης ο πατέρας μου), μετά στη Νταουτζιά, μετά στο Τσιαγκλί (1912-1913) και μετά πάλι στη Νταουτζιά. Αυτά τα ξεχειμαδιά θυμόταν ο πατέρας μου, αλλά ή οικογένεια του είχε ξεχειμάσει και σ' άλλα. Έχω μια απόδειξη, γραμμένη μάλιστα σε σφραγιστό χαρτόσημο έκδοσης 1882, που λέει: «ο υποφαινόμενος έλαβον από τον κ. Ιωάννην Χ. Σουλιναραίον κάτοικον Σουλιναρίου δραχμάς είκοσι δύο και λεπτά τεσσαράκοντα αριθ. 22 και 40/00 προερχομένας εκ της αναλογίας ενοικιασθέντων αγρών μου ομού με τους αγρούς της κοινότητος Σουλιναρίου προς τον Δημ. Μαλαμούλην και Ιω. Μπούταν βλαχοποιμένας από του Αγίου Δημητρίου 1882 μέχρι τέλη Απριλίου 1883 και δια τούτο δεν έχω άλλην απαίτησιν. Λειβαδιά 15 Μαρτίου 1883. Ο λαβών ιδιοκτήτης, υπογραφή δυσανάγνωστη».
Η απόδειξη αυτή δείχνει ότι ο παππούλης μου, την επόμενη χρονιά που γεννήθηκε ο πατέρας μου ξεχείμαζε αντάμα με το Μήτρο Μαλαμούλη στο Σουλινάρι, χωριό ανάμεσα Μούλκι (Αλίαρτο) και Λειβαδιά.
Επίσης έχω απόσπασμα, με σφραγίδες και υπογραφές, της υπ' αριθ. 142/3-8-1899 απόφαση του Πταισματοδικείου Βάλτου, που «...Δικάζον ερήμην του κατηγορουμένου Νικολάου Μποτού, κατοίκου Παλιαυλής. Κηρύσσει αυτόν ένοχον του ότι την 15 Απριλίου 1898 διά της βοσκής των ζώων του επροξένησε ζημίαν εις τον εις την θέσιν «Καμίνια» αγρόν του... Και καταδικάζει αυτόν εις πρόστιμον δραχμών πεντήκοντα (50)...... Έν Καρβασαρά...» Η απόφαση αυτή δείχνει ότι ο παππούλης μου ξεχείμασε το 1897-1898 στην Παλιαυλή του Βάλτου, γι' αυτό καταδικάστηκε για αγροζημία ο γιός του Νικόλαος (αδερφός του πατέρα μου, πούταν κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του). Η απόφαση αυτή, όπως γράφει σχετική σημείωση του κλητήρα, κοινοποιήθηκε στο μπάρμπα Κολιό στις 23 Ιουλίου 1900, στα Βραγγιανά. Έκαμαν ένα χρόνο να τον βρουν, κι αν δεν ήταν μόνιμα το καλοκαίρι στα Βραγγιανά, ούτε και θα τον εύρισκαν το πιθανότερο, όπως πολλούς Σαρακατσιαναίους δεν τους εύρισκαν σε τέτοιες περιπτώσεις. Μάλιστα το απόσπασμα έχει στο πίσω μέρος βεβαίωση άλλου κλητήρα ότι «καθ' ά επληροφορήθη παρά πολλών κατοίκων Καρβασαρα (η Αμφιλοχία) και Παλιαυλής ο Νικόλαος Μποτός δεν υπάρχει εν Παλιαυλή αλλ' εις Βραγγιανά...» Γι' αυτό είπα ότι η ζωή των Σαρακατσιαναίων ήταν τότε κατά κάποιο τρόπο παράνομη.
Ξεκαλοκαιριό μαναχά δεν πήγε ο πατέρας μου αλλού πουθενά εξόν απ’ τα Βραγγιανά, γιατί είχαν γίνει δημότες εκεί, προτού γεννηθεί αυτός. Αλλά και δημότες που ήταν στα Βραγγιανά, ο παππούλης μου ο γέρο Γιαννάκης είχε ξεκαλοκαιριάσει τα πρότα του, όχι το κονάκι του, και στο Γκαβέλου και σ' άλλα περτουιλιώτικα λειβάδια. Μώλεγε όμως ο πατέρας μου, ότι η βαβά τ' η Μόρφω, η Κορκομόρφω, μολόγαγε, ότι πριν πιάσουν τα Βραγγιανά, έφταναν το καλοκαίρι κι ως τα μέρη της Κορυτσάς. Άλλοι, οι περσότεροι, άλλαζαν συχνά και βουνά για ξεκαλοκαιριό, και ιδίως γύρναγαν από β'νό σε β'νό κι από χειμαδιό σε χειμαδιό όσοι δε νοίκιαζαν οι ίδιοι το λιβάδι, δεν ήταν τσελιγκάδες, αλλά πιάνονταν σε άλλον τσέλιγκα σα σμίχτες ή ροϊάζονταν σαν τζιομπαναραίοι. Μ’ έναν λόγο οι Σαρακατσιαναίοι ήταν άνθρωποι, που ενώ απ’ τη μια μεριά ήταν ξεκομμένοι απ’ τον άλλον κόσμο, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο μια ξεχωριστή δική τους κλειστή κοινωνία, απ’ την άλλη πάλι γύρναγαν σ' όλες τις περιοχές κι έρχονταν σ' επαφή με πολλά μιλέτια κόσμο. Κι όπως βρίσκονταν ολοένα λίγο-πολύ στην ανάγκη, με το κράτος να μην τους έχει καν στα δεφτέρια του, μα αντίθετα όλα τα όργανα του να τους βλέπουν καχύποπτα και μ' εχθρικό μάτι, είχαν την ανάγκη ολονών. Γι' αυτό ο Σαρακατσιάνος στη στράτα που πέρναγε, Άνοιξη-Χινόπωρο, ολούθε και σε κάθε χωριό, προσπάθαγε με κάποιον να σχετιστεί, κατά προτίμηση με τον Πρόεδρο ή κάναν νοικοκύρη, νάχει έναν φίλο, ένα γνωστόν, έναν κουμπάρο, να τον έχει αποκούμπι για να του δώκει λίγη βοήθεια, να τον συντράμει να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με τους αγροφύλακες, τις αγροζημιές, αν γένει κανιά φασαρία, με την αστυνομία και τις άλλες αρχές. Τήραγε κι αυτός απ’ τη μεριά του με κάτι να υποχρεώσει το φίλο, το γνωστόν, τον κουμπάρο. το κατά δύναμη, αλλά και την αξία και τη δύναμη του γνωστού του, περνώντας την Άνοιξη ή το Χινόπωρο, θα του πάαινε γάλα, κανιά τσαντίλα, τυρί, κανιά σακούλα γιαούρτι, ακόμα και κάνα αρνί, ανάλογα και με την εποχή. Μπορεί και να τον κάλεγε (προσκαλούσε) και στα κονάκια, να τον φιλέψει εκεί στις τσιατούρες, να κάμουν κάνα γλέντι.
Να μια τέτοια κουμπαριά που είχαμε: Στο Καζνέσι της Καρδίτσας (Άμπελος Σοφάδων Καρδίτσας, σήμερα), απ' όπου περνάγαμε Άνοιξη-Χινόπωρο, είχαμε και μείς κι ο μπάρμπα Κολιός κουμπάρους. Εμάς μας βάφτισε ένας Καραζάχος τον αδερφό μου το Νώντα κι ο μπάρμπα Κολιός είχε βαφτίσει παιδί ενός Κουτσόπουλου, αν θυμώμαι καλά. Και κάθε Άνοιξη που έφταναμε στο Καζνέσι και ξεφορτώναμε εκεί δίπλα στο ποτάμι, στα πλατάνια, ή καβαλίκευε ο πατέρας μου τον Κοκκίνη και με το Νώντα πισωκάπουλα και πάαινε, και με κάνα δώρο, στον κουμπάρο, ή καμιά φορά έρχονταν εκείνοι φαμελικώς στα κονάκια κι έψεναμε αρνί και γένονταν τρικούβερτο γλέντι με τραγούδια, χορούς, κρασί, μεθύσια και κουμπουριές.
Κι άλλο ένα: Κατά το 1935 γνώρισα στο Μούλκι (Αλίαρτο) έναν γέρο Κοκοράκη, αρκετά ηλικιωμένον από τότε, που ήταν βαφτιστικός του παππούλη μου του γέρο Γιαννάκη. Ποιος ξέρει πότε ξεχείμαζε εκεί γυροβολιά ο παππούλης μου και είχε σχετιστεί με την οικογένεια του και τον βάφτισε.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποοτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"