Ο τόπος την Άνοιξη είναι κλειστός, γιατί ολούθε είναι σπαρτά. Και πολλές βολές τα κοπάδια είναι αναγκασμένα να περπατούν τη νύχτα κατάστρατα, ανάμεσα απ’ τα σπαρτά, χωρίς ν' αναμεράν για βοσκή. Κι όσο νάναι, κοπάδια ολόκληρα είναι, και θα πατήσουν στο σπαρτό και κάτι θ' αρπάξουν να φαν περπατώντας. Κι αυτό θα γένει όσο και να θελήσουν οι τσιοπαναραίοι να τ' αμποδίσουν, άσε που οι Σαρακατσιαναίοι όλο και θα τ' αφήκουν κάτι ν' αρπάξουν, κάτι να φαν.
Οι δραγάτες όμως είναι πανταχού παρόντες και καρτερούν σαν τα κοράκια, κάτι ν' αρπάξουν κι αυτοί. Ξέρουν τις διάβες και τα περάσματα και κάθονται και φυλάν εκεί. Αλλά κι οι Σαρακατσιαναίοι βάνουν όλη τους την πονηριά ν' αποφύγουν το χαράτσωμα και τους τζερεμέδες. Κι έτσι άμα βγει μπροστά τους αγροφύλακας και τους ρωτήσει τίνος είναι τα πρόβατα, πολλές βολές οι τσοπαναραίοι δε θα πουν τ' όνομα του τσέλιγκα, πολύ περσότερο βέβαια το δικό τους, αλλά άλλο, αληθινό ή ψεύτικο. Ταυτότητες φυσικά τότε δεν υπήρχαν. Κείνα τα χρόνια πολλές βολές έδωναν τ' όνομα του Μαλαμούλη, του τρανού Σαρακατσιάνου πρωτοτσέλιγκα. Ήξεραν ότι αυτός έχει δόντι γερό και δεν τον κόλλαγαν εύκολα ούτε οι αγροφύλακες ούτε οι αρχές. Κανιά βολά έδωναν τόσοι πολλοί τ' όνομα του και μέρες συνέχεια, που οι δραγάτες καταλάβαιναν το κόλπο. «Μα τι διάβολο, φέτος όλο πρόβατα και κονάκια του Μαλαμούλη περνάν»; έλεγαν.
Πολλές βολές έδωναν στον αγροφύλακα λίγο χαρτζιλίκι και σταμάταγε εκεί το πράμα. Τύχαιναν όμως βολές, είτε γιατί είχαν κάμει τρανή ζημιά, είτε γιατί ο αγροφύλακας ήταν ανάποδος, ήθελε να πάρει πρότο ντε και καλά, να το πάει στο χωριό να πάρει πεδοκόπι και να πλερωθεί και η ζημιά, και τότε έφταναν και μέχρι το ξύλο. Κι οι Σαρακατσιαναίοι δεν αστειεύονταν, άμα έπιαναν τις κλίτσες. Μ' αυτές ξυλοδέρνονταν αλλά τα πράματα έφταναν κανιά βολά και σε χειρότερα. Οι αγροφύλακες άμα τάβρισκαν ζόρια απ’ τους Σαρακατσιαναίους, σιούραγαν και χάλευαν βοήθεια κι απ’ τους χωριανούς τους, τους ζευγίτες που όργωναν ή έκαναν άλλες δουλειές εκεί γύρω. Και τότες γένονταν μεγάλες φασαρίες.
Νιά τέτοια φασαρία έγινε με τα κονάκια μας, μετά το τριάντα. Δεν την έζησα, αλλά τη μολόγαγαν.
Ήταν Άνοιξη και πέρναγαν τα κονάκια εκεί στα χωριά τα Καραλάρια, στο ποτάμι την Κακάρα.
Φαίνεται έκαμαν πολλές ζημιές και πετάχτηκαν από γύρω όλοι οι χωριάτες, πρόσφυγες ήταν που δε χάριζαν κάστανα και δεν τόβαναν εύκολα κάτω. Στην αρχή οι δικοί μας δεν λογάριαζαν τίποτα και τάβγαναν πέρα στον καυγά. Μα σα μαζώχτηκε όλο το χωριό, στριμώχτηκαν για τα καλά. Ο αδερφός μου ο Γιώργος, πούταν τότε μικρό τσιοπανάκι στα γίδια, μώλεγε ότι ο Τσάντζαλος (Αλέξανδρος Κόρκος) που τον στρίμωξαν οι πρόσφυγες και θα τον έδερναν άσκημα, για να γλυτώσει το ξύλο και την προσβολή, αναγκάστηκε και τ' αποφάσισε, να πετάξει την κάπα του, να μάσει φούσμα (φόρα) και να πηδήσει στεγνός την Κακάρα το ποτάμι. Και δεν ήταν κάνα μικρό στενό ποταμάκι η Κακάρα. Ο αδερφός μου μη μπορώντας να πηδήσει, έμεινε και τον κ(ου)λούρωσαν οι πρόσφυγες με κακό σκοπό, αλλά σαν τον είδαν λιανόν (μικρόν), αρκέστηκαν να του πάρουν την κλίτσα και να του δώκουν και κάνα δυο μπάτσες. Εκείνος όμως που τα πλέρωσε ήταν ο πατέρας μου. Τον κύκλωσαν πολλοί πρόσφυγες και στον κίντυνο να τον βαρέσουν, έβγαλε το κουμπούρι να τους κρατήσει. δεν ύπαρχε τότε Σαρακατσιάνος ξαρμάτωτος. Και προσπάθαγε με το κουμπούρι να τους κρατήσει σ' απόσταση. Όμως ήταν πολλοί και δεν τόβαναν κάτω και μη όντας κι αυτός αποφασισμένος να ρίξει, γιατί σκέφτονταν τα υστερνά, τελικά παραδόθηκε, αλλά με συμφωνία να μην τον βαρέσουν. Απ’ αυτήν τη φασαρία πήγαν και στα Δικαστήρια. Το αποτέλεσμα όμως τελικά ήταν να πιάσουν και φιλίες. Και κάθε Χινόπωρο, όταν κατέβαιναν απ’ τα β'νά, ο πατέρας μου πάαινε στο χωριό αυτό στους αντίδικους του κι αγόραζε καπνό.
Έχω και μια προσωπική εμπειρία σχετικά. Την Άνοιξη του 1943, οι Ιταλοί έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην επαρχία Αλμυρού καίοντας και σκοτώνοντας. Έφυγαμε και μείς άρον-άρον απ’ τη Νταουτζιά για τα Βραγγιανά, πέντε-έξη οικογένειες, όλο Μποταίοι σκεδόν, γιατί δε υπήρχε πιά τσελιγκάτο. Έκαμαμε ένα κονάκι πιο δω απ’ τα Βρυσιά των Φαρσάλων, όχι στο κανονικό δρομολόγιο αλλά ανάμερα, και το βραδάκι, μέρα ακόμα, φορτώσαμε και σουρούπωμα κατεβήκαμε στα Βρυσιά, σε συνέχεια περάσαμε τη σιδηροδρομική γραμμή και τη δημοσιά και περπατώντας όλη τη νύχτα, κονάκια και βιό, ξημερώσαμε στο Παζαράκι. Για ευκολία, το βιό τούχαμε σμίξει όλο σε δυο-τρία κοπάδια. Για να βοηθήσω, πήγα και γω το βράδυ κοντά στα γίδια, τάχαν ένα κοπάδι, πάνω από πεντακόσια. Το τι ζημιά έκαμαμε, δε λέγεται. Όπως ήταν τρανά τα κοπάδια, η στράτα στενή κι από δω κι από κει σπαρτά, τα καταπατήσαμε, τα στρώσαμε καταή σα να πέρασε οδοστρωτήρας. Έβγαιναν οι αγροφυλάκοι, φώναζαν, τσίριζαν, ρώταγαν τίνος είναι τα κοπάδια και θυμάμαι που απάνταγαν οι τσιοπαναραίοι «τ' Αρκούδα, ωρέ» ή «τ' Πουρνάρα»! Έκαμαμε σωστή καταστροφή. Αλλά ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Ξημερώσαμε πολύ αλάργα, που να μας βρουν! Έτσι την πέρναγαν τότε όλη τη στράτα. Πότε με το καλό και πότε με το ζόρι, πότε με την πονηριά και πότε με το πεσκέσι, τήραγαν να τα βγάλουν πέρα με τη λιγότερη ζημιά και με την καλύτερη βοσκή για τα πράματα.
Για την πονηριά των Σαρακατσιαναίων, πούναι ιδίωμα του κάθε αδύναμου, χαρακτηριστικά είναι και τούτα, ας πούμε, γνωμικά τους πώλεγαν: « Ωρέ τι τα θέλ'ς, όσου φ'λάει η πατ'λιά, δε φ'λάει η Παναϊά», ή « Ωρέ τι τα θέλ'ς, οι τρεις δέλτις σώνουν τουν άνθρουπου: δεν ξέρου, δεν είϊδα, δεν έχου», ή « Ωρέ αναμέρα καλύτερα, ούτι του διάουλου να ιδείς, ούτι του σταυρό σ’ να κάμ'ς».
Στον Αλμυρό, ένας δικηγόρος, Τσέτας ονόματι, όταν είχε αντίδικο Σαρακατσιάνο κι ήταν γεμάτες οι δικαστικές αίθουσες, ιδίως του Πταισματοδικείου, από Σαρακατσιαναίους κατηγορούμενους για αγροζημιές, αλλά και για πλημμελήματα (φασαρίες και τέτοια), τότε, λεν, ότι έλεγε αποτεινόμενος στο δικαστή: «Μην πιστεύετε, κ. Πρόεδρε, την πονηράν φυλήν των Σαρακατσαναίων»! Αλλά και τούτο μούλεγαν για άλλον δικηγόρο στον Αλμυρό, Σαρακατσιάνο όμως αυτόν, τον Καλόγερο. Κάπου, στο Τουρκουμουσλί νομίζω, είχαν προσωρινά μέτρα Σαρακατσιαναίοι με χωριάτες κι οι Σαρακατσιαναίοι βέβαια είχαν δικηγόρο τον Καλόγερο. Εκεί στη συζήτηση της υπόθεσης, στο επίδικο μέρος απάνω, πιάστηκαν οι Σαρακατσιαναίοι με τους άλλους στο ξύλο, κι ο Καλόγερος ξεχνώντας ότι είναι δικηγόρος ενθάρυνε κατά κάποιο τρόπο τους Σαρακατσιαναίους στον καυγά. Ο τσέλιγκας όμως το είδε το πράμα και καταλαβαίνοντας ότι θα τον ζημιώσει στη δίκη, του τώπε του Καλόγερου. Και κείνος γύρισε και τι τούπε, λέτε; «Ωχ καημένε, τι μου λες κι 'εσύ τώρα. Εμένα φχαριστήθηκε η ψυχή μου που βλέπω τους δικούς μας να δέρνουν τους άλλους!»
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"