Έβγα Απρίλη, αρχές Μάη δεν τον κρατάει το Σαρακατσιάνο ο κάμπος. Δεν τον χωράει ο τόπος.
Καψώνει κι ο νους του είναι στα βουνά. Έπειτα, το κυριότερο, αρχινάει και ξεραίνεται κι ο τόπος και τα πράματα δεν έχουν να βοσκήσουν. Όλα καλούν το Βλάχο για τα β'νά. Του φαίνεται, πως άμα κάτσει στον κάμπο, πάει χάθηκε, θα σκάσει απ’ τη ζέστα, θα πεθάνει. Στο μυαλό του δε μπορεί να ξεχωρίσει το καλοκαίρι απ’ τα βουνά και τα κρύα τα νερά.
Ο πόνος κι η λαχτάρα των Σαρακατσιαναίων για τα βουνά έχει και μια άλλη εξήγηση. Παλιά οι Σαρακατσιαναίοι πατρίδα τους λογάριαζαν τα βουνά που ξεκαλοκαίριαζαν. Ποτέ τον κάμπο που ξεχείμαζαν. Και δύσκολα και για κάποιον σοβαρό λόγο, -κατατρεγμό και τέτοια- αλλάζαν ξεκαλοκαιριό-βουνό. Ενώ το ξεχειμαδιό τ' αλλάζαν πολύ ευκολότερα και συχνώτερα. Όπου εύρισκαν κάθε φορά καλύτερα. Γι' αυτό, αν ρώταγες έναν Σαρακατσιάνο από πούθε είναι, θα σ' απάνταγε απ' τ’ Άγραφα (αν ξεκαλοκαίριαζε στ' Άγραφα), απ’ τον Έλυμπο, απ’ τον Άσπροπόταμο κλπ. Ποτέ απ’ τον τόπο που ξεχείμαζε,τη Θήβα π.χ., ή τον Αρμυρό, ή τα Φέρσαλα κλπ. Μόνο μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας κι ιδίως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο πολλοί Σαρακατσιαναίοι απαράτησαν τ’ Άγραφα, Ασπροπόταμο κλπ. και πάαιναν και ξεκαλοκαίριαζαν στα βουνά της Μακεδονίας, πούχαν πιό απλόχωρα λιβάδια. Με τις πρώτες ζέστες ο νους του Σαρακατσιάνου, όπως είπαμε, είναι στα βουνά κι όλα τον καλούν για κει, στη δροσερή αγκαλιά τους.
Θυμώμαι δυό χαραχτηριστικά επεισόδια: οι Καρβασαριώτες, που θα τους συναντήσουμε και πάρα κάτω (Ψαρογιωργαίοι, Αργυραίοι, Σταφυλαίοι, Μπανακαίοι κι άλλοι), έχουν αγοράσει ένα κτήμα στα Φέρσαλα, το Κουτσελί (Άγιος Αντώνιος τώρα). Τ' αγόρασαν κατά το 1925, εκεί μέσα. Κι αρχίνησαν ύστερα από καμπόσα χρόνια να σπέρνουν κι αυτοί και κάνα χωράφι. Και μόλις έβγαιναν την Άνοιξη στον Καρβασαρά, το ξεκαλοκαιριό τους, ύστερα από λίγο, τέλη Μάη έμπα Θεριστή, κατέβαιναν ένας-δυο από κάθε κονάκι και με κανιά γυναίκα, να μάσουν τα σπαρτά. Θέριζαν με τα δρεπάνια, αλώνιζαν με τ' άλογα, άχερα, ζέστα, ίδρωτας, σκουτιά μαλλίσια, σκασμός και βάσανο. Κι όπως ήταν κι άμαθοι από τέτοιες δουλειές, στέγνωναν οι άνθρωποι, τους περιλάβαιναν κι οι θέρμες, έλειωναν. Ένας, ο Αντώνης Ψαρογιώργος, πούταν και νοικοκύρης με τρείς-τέσσερες κλήρους (το είχαν αγοράσει μερίδια-κλήρους το κτήμα κι ο καθένας είχε πάρει ανάλογα με τη δύναμη του), απ’ την πολλή δουλειά και τις θέρμες είχε κατάρθει. Τέλος νιά χρονιά, κατά το 1936 θα νάταν, αφού κακόμασαν τα σπαρτά, φόρτωσαν στ' άλογα και κάμποσο γέννημα για τα β'νά και τράβηξαν για τον Καρβασαρά. Ο γέρο Αντώνης (δεν ήταν και πολύ γέρος), εξαντλημένος όπως ήταν, έρχονταν καβάλα. Φτάνοντας στη Νεβρόπολη και μόλις πήραν τον ανήφορο για την Καραμανώλη, να γείρουν κατά τον Καρβασαρά, σιγά-σιγά μπήκαν στα έλατα. Περνώντας λοιπόν ο άνθρωπος κάτω από έναν έλατο, κοντοκράτησε τ' άλογο του και πιάνοντας νιά μπάτσα με το χέρι του και κουνώντας την, είπε αναστενάζοντας από καρδιά: «Άειντι, ωρέ μπατσούλα μ', σώσιμι αυτήν τ' βουλά κι δε ματά σι αφίνοο», εννοώντας ότι δεν ξαναφίνει τα βουνά το καλοκαίρι για δουλειά στον κάμπο. Όμως πέθανε ο καημένος. Θυμώμαι που το συζήταγαν και τόλεγαν στα κονάκια.
Άλλο:
Την Άνοιξη του σαρανταένα, οι δικοί μου με την ανωμαλία που υπήρχε, την κατοχή των Ιταλών κι επειδή είχαν και χωράφια σπαρμένα και για να μην είναι μοιρασμένοι μισοί στον κάμπο και μισοί στα βουνά, αποφάσισαν για πρώτη βολά να μην πάν στα βουνά, να κάτσουν στον κάμπο. Κι έτσι όταν γύρισα απ’ την Αλβανία, τους βρήκα στο χωριό, στη Νταουτζιά. Ο πατέρας μου πάντα στον κάμπο το πέρναγε λίγο πολύ το Καλοκαίρι με τα σπαρτά κι άλλες δουλειές που είχε. Το ίδιο και τ' αδέρφια μου δεν παραννοιάζονταν, όπως κι οι αδερφάδες μου. Η μάνα μου όμως, που απ’ τα γέννητά της, άμα έρχονταν η Άνοιξη, δεν είχε μείνει ούτε νιά μέρα στον κάμπο, δεν την χώραγε ο τόπος. Δεν μπόρεγε να πιστέψει ότι μπορεί να μείνει στον κάμπο το καλοκαίρι και να μην πάθει τίποτα! Γυρόφερνε από δω, γυρόφερνε από κει, και μη έχοντας σ' άλλον εμπιστοσύνη να πει το φόβο της, έρχονταν σε μένα και μώλεγε: "Τι λες Γιάννη μ' θα ζήσουμι;" Γιατί να μη ζήσουμε, μάνα, της έλεγα. Πως ετούτος ο κόσμος που μένει εδώ, ζει; "Αυτοίν είνι μαθ'μέν' πιδάκι μ'", μώλεγε. Και παρόλο που την κατασύχαζα, ο φόβος δεν της έφευγε. Κι όσο έμπαινε το καλοκαίρι, τόσο και περίμενε νάρθει κανιά λάβα, να μας κάψει! Και βλέποντας με τον καιρό, ότι δεν είναι και του θανατά το πράμα, άρχισε ν' απορεί και να με ρωτάει: "Δε θα νάρθ(ει) άλλ(η) ζέστα τρανύτερ(η);".
Θυμάμαι θερίζαμε στα χωράφια και μας έφερνε ξυνόγαλο για δροσιστικό καβάλα σ' ένα γαϊδούρι. Κράταγε το μαντήλι της απλωμένο ίσκιο στο κεφάλι και μόλις έφτανε και ξεπέζευε, έτρεχε αμέσως να πιάσει ίσκιο σε κανιά γκορτσιά. Τόσος ήταν ο φόβος της. Τρόμαξε να της περάσει. Άμα πέρασε όμως το καλοκαίρι κι ήρθε ο Χινόπωρος και πείστηκε πιά οριστικά, ότι δεν είναι τίποτα, ε τότε πιά, ποιος την κράταγε. «Δε ματαπααίνουμι πιδιά μ' στα βουλιάσμένα τα β'νά. Δεν είνι ζουή αυτήν, δυο βουλές του χρόνου, να βρίσκισι στ' στράτα σαν τ'ς γύφτ(οι)». Καημένη μανούλα μου, βασανισμένη!
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"