Η Νεβρόπολη έχει μεγάλο υψόμετρο. Γύρω στα οκτακόσια μέτρα πρέπει νάναι. Κι είναι βουνό πια. Όμως για μας τα βουνά ήταν από εκεί και πάνω που αρχινάν τα έλατα και τα σπανά. Και πρώτο κονάκι στα έλατα και τελευταίο στη στράτα μας, πριν φτάσουμε στην Καρυά, ήταν τότε το κονάκι στου Καραμανώλη. Είναι το τρανό βουνό πάνω απ’ την Καρύτσα. Μετά τη Νεβρόπολη εκεί ξεφορτώναμε. Όχι κατάκορφα στο σπανό, λίγο χαμηλότερα, πρός τη μεριά του Καρβασαρά, μέσα στα έλατα. Έκανε ακόμα κρύο τσουχτερό.
Γυροβολιά σε κορφές και σε κανάλες είχε ακόμα χιόνι. Η χαρά μας πώφταναμε στα έλατα ήταν απερίγραφτη. Ένοιωθαμε σαν το ψάρι που τούχαν βγάλει στη στεριά και το ματάρριξαν στη θάλασσα. Έστηναμε τις τέντες πρόχειρα κάτω απ’ τα έλατα, ανάφταμε φωτιές και καρτέρεγαμε με λαχταρα την άλλη μέρα, που θα ροβόλαγαμε για την Καρυά, στα κονάκια μας. Στου Καραμανώλη έτρωγαμε και μέλι. Όχι από μελίσσια, μα απ’ τα έλατα. Μόλις ξεφορτώναμε και βολευόμασταν λιγάκι, έτρεχαν όλες οι γυναίκες και τα πιανούμενα λιανοπαίδια για μέλι. Έβγαναμε φλούδες απ’ τα έλατα, κι όπως ήταν Άνοιξη και το κορμί τους γιομάτο χυμούς, μόλις ξεκόλλαγαμε με τσεκούρια και κλαδευτήρες τις φλούδες,, εκεί επί τόπου ή αφού τις έφερναμε ο καθένας στο κονάκι του, τις απιθώναμε καταή, ανάποδα και τις έξυναμε με το κουτάλι κι έβγαναν και γιόμοναν το κουτάλι δροσερό, γλυκύτατον χυμό, αληθινό νέκταρ, που το ρουφάγαμε σά μέλι και κάτι παραπάνω. Ήταν πολύ-πολύ γλυκό και καλό. Αυτό ήταν το μέλι απ’ τα έλατα, που τα κακόμοιρα πάθαιναν γι' αυτό αληθινή συμφορά.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"