Απ' του Καραμανώλη, κάνοντας ξεχωριστό κονάκι, πάαιναμε μόνο παλιά, ως το τριάντα περίπου. Από τότε και πέρα πάαιναμε κατ' ευθείαν απ’ τη Νεβρόπολη στην Καρυά, περνώντας απ’ το Νεχώρι, και μόνο τα κοπάδια πάαιναν απ' του Καραμανώλη. Και τελευταία πάαιναν και τα κοπάδια από κάτω, δηλαδή κατ' ευθείαν τη στράτα Νεβρόπολη-Νεχώρι και τους συνοικισμούς Πλακωτό-Μίσσα-Χώλιανο-Καΐπη-Καρυά. Μ' αυτό το δρομολόγιο κανιά βολά τα κονάκια ξεφόρτωναν και στον Καΐπη, από κάτω απ’ την Καρυά, εκεί που ξεχωρίζει η στράτα για την Καρυά απ’ τη στράτα που συνεχίζει και πααίνει στον Καρβασαρά.
Αυτό γένονταν, όταν γένονταν, γιατί τύχαινε μέρα Τρίτη και μή θέλοντας να φτάσουν στην Καρυά τέτοια μέρα, προτίμαγαν να ξενυχτήσουν στον Καΐπη. Αυτό το κάτω δρομολόγιο δεν το πρόλαβα, είχα πάει σχολείο στην Καρδίτσα.
Το δρομολόγιο απ’ το Νεχώρι είχε και τούτο το ξεχωριστό, ότι περνάγαμε από τόπο κατοικημένον και με κόσμο γνωστόν μας. Στο Νεχώρι σταμάταγε λίγο στο ποδάρι το καραβάνι για τίποτα μικροψώνια, πετρέλιο, κάνα πανί, κουμπιά, καρούλια, κλωστές και τέτοια. Είχαν τότε μαγαζιά εκεί ο Λάζαρος Αντωνίου, ο Μητσηγιάννης, ο Κώστας Κρομύδας πούταν και βλαχογαμπρός, είχε παντρεφτεί βλάχα. Βγαίνοντας απ’ το Νεχώρι, από πάνω, είναι νιά βρύση με ξακουστό νερό, η Έγγουρη, που απαραίτητα τη χαιρέταγε όλο το καραβάνι, περνώντας και πίνοντας το κρύο νερό της. Όπως το ίδιο γένονταν και με τη βρύση στο Τσιαρδάκι, από πάνω απ’ το Βλάσδο, πώχεις αφίκει πια τον κάμπο και τον αγναντεύεις ν' απλώνεται από κάτω άσωτος και μέσα στην καταχνιά.
Απ’ το Νεχώρι κι απάνω η στράτα πέρναγε από συνοικισμούς με γνωστούς ντόπιους χωριάτες, που έβγαιναν απ’ τα σπίτια τους και μας καλωσόριζαν κι αλλάζαμε ευκές για καλό καλοκαίρι.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"