Πότε έφευγαν οι Σαρακατσιαναίοι απ’ τα χειμαδιά για τα βουνά;
Ανάλογα με το χειμαδιό, αν ήταν τόπος ζεστός ή ψήλωμα κι αν ξεραίνονταν γλήγορα ή άργειε, τη στράτα πούχαν να κάμουν, το αν ήταν δικό τους το χειμαδιό, γιατί αν δεν ήταν δικό τους (πούταν ο κανόνας τα χρόνια τα παλιά) έπρεπε να τ' αδειάσουν τ' άη-Γιωργιού με το παλιό. Όσο για τη στράτα πούχαν να κάμουν, πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν στάνες που ξεκίναγαν απ’ την Παλιά Ελλάδα (Κωπαϊδα, Ωρωπό κι Αλλά μέρη) κι έφταναν στη Μακεδονία κι έκαναν μέχρι και σαράντα και πενήντα μέρες στη στράτα. Πάντως το ξεκίνημα γένονταν εκεί, πίσω μπροστά απ’ τον Αη-Γιώργη, με το παλιό, όπως είπαμε.
Και προσπάθαγαν, να μην τους πάρει ο Μάης. Εμείς απ’ τη Νταουτζιά ξεκινάγαμε 5-10 Μάη με το νέο, γιατί και λίγο ψήλωμα ήταν και η στράτα μας ως τ’ Άγραφα δεν ήταν αλαργινή. Και με τα χρόνια όλο και περσότερο άργηγαμε να ξεκινήσουμε. Ξεκίνημα μέρα Τρίτη δε γένονταν. Τούχαν για γουρσουζιά. Και τ' απόφευγναν σαν το διάολο το θυμίαμα.
Θυμώμαι νιά βολά, πάαινα στο σχολειό πια στην Καρδίτσα, οι δικοί μας είχαν ξεκινήσει Τρίτη, έτυχε να πάθουν κάτι ζημιές στη στράτα, όλα τ' απόδωκαν στην Τρίτη. Κι είχαν να το λένε χρόνια...
Έφτανε, λοιπόν, η ορισμένη μέρα να φορτώσουμε, να ξεκινήσουμε. Έφερνε ο βαλμάς τ' άλογα μπροστά στα κονάκια. Έπιαναν και καλίγωναν κάνα ξεκαλίγωτο. Τα φορτώματα τάχαν οι γ’ναίκες έτοιμα, αλλά και όλο τοιμάζονταν και καλιάζονταν ως την τελευταία ώρα. Τα κονάκια ήταν στο ποδάρι. Στρατόπεδο σε συναγερμό! Τα λιανοπαίδια γυρόφερναν σα διαολάκια, καταχαρούμενα που θα ξεκίναγαμε για τα «β'νά μας». Με το ξεκίνημα τ' ανοιξιάτικο πιάνονταν και σαμαρώνονταν και τ' άπιαστα φορτιάρικα, άλογα και μουλάρια, πούχαν γένει δηλαδή δυο χρονών. Πολλά απ’ αυτά τα νιά αλογομούλαρα είχαν λάγανο και τους τόκοβαν τότε, εκείνη τη μέρα. Το λάγανο ήταν κάτι σα φούσκωμα στο πάνω μέρος στο στόμα, στον ουρανίσκο, πώφτανε ως τα δόντια και τα μπόδαγε να κόψουν, να βοσκήσουν το χορτάρι. Τάπιαναν, τάριχναν κάτω ανάσκελα, τους άνοιγαν το στόμα, τόκοβαν το λάγανο, νιά φλουδούλα, αίμα ήταν μέσα, τάρμεγαν κι έβγαινε το αίμα, τόρριχναν αλατάκι κι αυτό ήταν, πάαινε στη στράτα τ'.
Πολύ χαντά, φασαρία κι άργητα είχε το πρώτο κονάκι.
Όταν ξεκινάγαμε την πρώτη μέρα και πριν φορτώσουμε, οι νοικοκυρές πούξεραν ότι θα ματάρχονταν το Χινόπωρο, όχι δηλαδή οι σμίχτες κι οι τσιοπαναραίοι, όσοι δε θα ματάρχονταν, σάρωναν και πάστρευαν το κονάκι τους, έκλειναν τη λεσιά (την πλεχτή με βέργες και σκεπαστή με σάλωμα πόρτα) και το συμμάζωναν. Και με τα πολλά κάποτε φορτώνονταν τ' άλογα και ξεκινώντας σταυροκοπιόνταν όλοι τους κι ευκιόνταν ένας τον άλλον: «Άειντι, ώρα καλή μας, καλή στράτα νάχουμι κι καλό Καλουκαίρι». Το ξεκίνημα οι Σαρακατσιαναίοι τόλεγαν «φόρτωμα». Κι όταν ήθελαν να πουν, ξεκινήσαμε απ’ τα χειμαδιά την τάδε μέρα, έλεγαν, «φόρτωσαμε» την τάδε μέρα.
Κάθε φορά που έφευγαν οι Βλάχοι απ’ τα χειμαδιά, και τύχαινε κείνες τις μέρες να ρίξει καμιά βροχή, οι χωριάτες έλεγαν: «Έβρεξε, να ξεπλυθεί ο τόπος απ’ τούς Βλάχους». Και σκατόβλαχους ακόμα τους έλεγαν.
Εμείς το πρώτο κονάκι τόκαναμε στη Γκουτζιαλάκα, έναν καμπάκο, κάμποσο τρανόν, σαν οροπέδιο, εκεί κοντά στη Νταουτζιά, που τότε ήταν μπαϊρι, ακαλλιέργητη πέρα-πέρα. Την πρώτη αυτή μέρα φορτώναμε ή την αυγή ή και τ' απόγιομα, γιατί ήταν σιμά. Κι ανάλογα ξεκίναγαν και τα πρότα ή αποβραδίς ή τ' απόγιομα νωρίς. Ήταν πολύ σιμά, ούτε μια ώρα σκεδόν. Θυμώμαι ακόμα πως είμασταν ξεφορτωμένοι στη Γκουτζιαλάκα η στάνη μας κι ολούθε κι άλλα κονάκια κι άλλες στάνες. Ολούθε γυροβολιά κάμπος ισιάδι, που τόκλειναν από γυροβολιά μικρά βουναλάκια. Και καταπράσινο στριβάδι, κι ο τόπος ζωντανεμένος απ’ τα κοπάδια, τ' άλογα, τα πουλιά, τα χουϊατά των τσιοπαναραίων, τις γυναικείες φωνές... Το θυμώμαι, ήταν θεού χαρά, τουλάχιστον για μένα και τ' άλλα λιανοπαίδια. Έτρεχαμε, πηδάγαμε, έπαιζαμε, ξεφωνίζαμε. Κι επειδή εκεί δεν είχε νερό, οι γυναίκες φόρτωναν τις βαρέλες σε γαϊδούρια και πάαιναν στο Τσιαγκλί κι έπαιρναν νερό.
Την Άνοιξη, και μάλιστα ξεκινώντας για τα βουνά, οι Σαρακατσιαναίοι ήταν στην καλύτερη τους ώρα. Ξαναζωντάνευαν σαν τη φύση.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"