Τ’ όνομά τους είναι Σαρακατσαναίοι και μάλιστα Σαρακατσιαναίοι και όχι Σαρακατσάνοι.
Το «Σαρακατσιαναίοι» Το ‘μαθα από μικρό παιδί και το βίωσα χρόνια και χρόνια, λέοντάς το με το στόμα μου κι ακούοντάς το με τ’ αφτιά μου. Και τώρα όσους ρώτησα, συνομήλικούς μου, αλλά και παλιότερους Σαρακατσιαναίους που έζησαν τη ζωή εκείνη, το βεβαιώθηκα και πάλι, ότι λέονταν, νοματίζονταν οι ίδιοι, αλλά κι απ’ τον άλλον αγροτικό πληθυσμό που τους ήξερε, Σαρακατσιαναίοι κι όχι Σαρακατσιάνοι.
Γλώσσα των Σαρακατσιαναίων είναι η ελληνική. Μάλιστα διατηρεί και αρχαιοελληνικές λέξεις, π.χ. αδρομάω. Ακόμα και ομηρικές, γιατί κάπου έχω διαβάσει, ότι η λέξη «βάτρα» είναι ομηρική. Και πολλές βυζαντινές, π.χ. «φριτζιάτο». Με τη λέξη «κουρκουσούρα» που στους Σαρακατσιαναίους σημαίνει ανακατώστρα, κουτσομπόλα, οι Βυζαντινοί νομάτιζαν την προξενήτρα, που όμως την έλεγαν και προξενήτρα (Ακαδημίας Αθηνών: «Επετηρίς του Λαογραφικού αρχείου», Τόμος 7, σ. 133).
Οι Σαρακατσιαναίοι είναι Έλληνες. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Ζούσαν και κινούνταν από παλιά, στα βυζαντινά χρόνια και τα χρόνια της τουρκοκρατίας, στο χώρο που ζούσε κι ο υπόλοιπος ελληνισμός, με κύρια περιοχή τους το χώρο της σημερινής Ελλάδας. Και με την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού στον χώρο αυτόν, κυρίως, της Ελλάδας. Δηλαδή ζούσαν στο χώρο, που στα νεότερα χρόνια σχηματίστηκε το νεοελληνικό έθνος. Είχαν κοινή οικονομική ζωή, έστω και με τον αρχικά στοιχειώδη καταμερισμό της εργασίας, με τον υπόλοιπο ελληνισμό, που πρώτος αυτός και περισσότερο απ’ τους άλλους βαλκανικούς λαούς, ανάπτυξε τον αστικό τρόπο παραγωγής.
Οι Σαρακατσιαναίοι δε μπερδεύουν, αντίθετα ξεχωρίζουν, διακρίνουν καθαρά κι έντονα τον εαυτό τους απ’ τους άλλους Βλάχους, τους βλαχόφωνους. Οι βλαχόφωνοι οι Βλάχοι, είναι, όσο ξέρω, τρία σόϊα, τριών ειδών: οι Ασπροποταμίτες, οι λεγόμενοι και μοσκόβλαχοι, της περιοχής του Ασπροποτάμου και του Κόζιακα, οι Ρουμανόβλαχοι η Κουτσόβλαχοι της περιοχής Σμόλικα-Πίνδου και Γρεβενών (Σαμαρίνα–Περιβόλι-Αβδέλα κλπ.) κι οι Αρβανιτόβλαχοι, οι αρβαντόβλαχοι, όπως τους έλεγαν οι Σαρακατσιαναίοι.
Για την οικονομική και κοινωνική οργάνωση των Σαρακατσιαναίων μέσα στα πλαίσια της στάνης και τού τσελιγκάτου είπαμε μερικά πράγματα στο πρώτο κεφάλαιο, στον 27ο τίτλο για το ξελογάριασμα της στάνης. Συμπληρωματικά μπορούμε να πούμε και τούτα.
Η νομαδική κτηνοτροφία στη χώρα μας κι η μετακινούμενη στάνη είναι, κατά τη γνώμη μου, δημιούργημα ή υποπροϊόν της φεουδαρχίας.
Η μεγάλη κι αμάραντη δόξα των Σαρακατσιαναίων στάθηκε ο κλεφταρματωλισμός. Ούτε τα γράμματα καλλιέργησαν, ούτε τις τέχνες, ούτε πολιτισμό ανέπτυξαν, ένεκα η φύση της δουλειάς κι ο τρόπος της ζωής τους. Μα τ’ άρματα τα κράτησαν γερά, τα τίμησαν και τα δόξασαν ενάντια στους Τούρκους καταχτητές.
Σχετικά με το θέμα αυτό έχω αναφέρει στα προηγούμενα κεφάλαια, σκόρπια εδώ και κει, όλα όσα θυμώμαι ή έχω ακούσει. Ανακεφαλαιωτικά λοιπόν και συμπληρωματικά προσθέτω και τούτα:
Οι υλικές συνθήκες της ζωής των Σαρακατσιαναίων ήταν σκληρές απ’ την άποψη κυρίως την επαγγελματική, γιατί είχαν ν' αντιπαλέψουν κάθε μέρα με τα στοιχεία της φύσης. Και το βιοτικό τους επίπεδο, με τα σημερνά δεδομένα, ήταν πολύ χαμηλό. Αλλά με τα τότε δεδομένα και σε σύγκριση με το βιοτικό επίπεδο του υπόλοιπου αγροτικού πληθυσμού ήταν, πιστεύω, καλό, καλύτερο από κείνο της μεγάλης πλειοψηφίας των αγροτών.
Αβραάμ Κ.: Ρουμελιώτες αγωνιστές του Εικοσιένα.
Άγνωστος.: Η στρατιωτική ζωή έν Ελλάδι, έκδοση Γαλαξία.
Αθάνας Γ.: Ποίημα, στο «Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο» του Δημ. Σταμέλου 1958, σελ. 38.
Αθάνας Γ.: Ποίημα για τους τσελιγκάδες των Αγράφων, περιοδ. «Φθιώτις», τεύχος 4 (1955), σελ. 67.