Γλώσσα των Σαρακατσιαναίων είναι η ελληνική. Μάλιστα διατηρεί και αρχαιοελληνικές λέξεις, π.χ. αδρομάω. Ακόμα και ομηρικές, γιατί κάπου έχω διαβάσει, ότι η λέξη «βάτρα» είναι ομηρική. Και πολλές βυζαντινές, π.χ. «φριτζιάτο». Με τη λέξη «κουρκουσούρα» που στους Σαρακατσιαναίους σημαίνει ανακατώστρα, κουτσομπόλα, οι Βυζαντινοί νομάτιζαν την προξενήτρα, που όμως την έλεγαν και προξενήτρα (Ακαδημίας Αθηνών: «Επετηρίς του Λαογραφικού αρχείου», Τόμος 7, σ. 133).
Ο Φαίδων Κουκουλές στο έργο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» παραθέτει πολλές βυζαντινές λέξεις, που ξέρω ότι τις χρησιμοποιούσαν και οι Σαρακατσιαναίοι: «...Το λατινικόν CALDARIUS, ελληνιστί καλδαράριος ή καρδαράριος» (Τόμος ΣΤ 'σελ. 458), το καρδάρι των Σαρακατσιαναίων. «Πολύ διαδεδομένη ήτο και η ονομασία (του πέους) το φυσικόν και η φύσις, νυν φύσι» (Το ίδιο σ. 537), η φύση που λεν κι οι Σαρακατσιαναίοι. Οι όρχεις του ανδρός ελέγοντο τότε λιμπά» (στο ίδιο σ. 538), όπως τα λεν κι οι Σαρακατσιαναίοι. «Το ARNOPOCI, ο πόκος, δηλ. εκ μαλλίου αρνίου...» (στο ίδιο σ. 541), όπως αρνοπόκι το λεν κι οι Σαρακατσιαναίοι.
«Πλειστάκις εν τοις βυζαντινοίς κειμένοις ως ύβρις συναντάται το σαλέ, ήτοι παράφρων...» (Τόμος Γ', 1949, σ. 297), όπως κι οι Σαρακατσιαναίοι λεν με την ίδια έννοια σαλός και σαλώνω. «...Οι τοιούτοι αγγελιοφόροι καλούνται συγχαριάριοι» (Τόμος Δ', 1951 σ. 72), όπως λεν κι οι Σαρακατσιαναίοι «σ(υγ)χαριάτες» στο γάμο. «... Η διά σανίδων δε συμπλήρωσις του σκελετού της οροφής εκαλείτο και υποχάρτωσις, εκ των χαρτίων βεβαίως, ων αρχικώς εγίνετο χρήσις αντί σανίδων, νυν δε εν Πόντω χάρτωμαν» (στο ίδιο σελ. 272), όπως κι οι Σαρακατσιαναίοι λεν χάρτωμα, όταν φκιάνουν το σκελετό του καλυβιού, ένα μέρος της δουλειάς αυτής. «Ως αρίστης ποιότητος άρτος κατά τον Μεσαίωνα εθεωρείτο ο καθαρός... εκ σιτίνου άνευ πιτύρων αλεύρου» (Τόμος Ε', 1952, σ. 13), το καθάριο ψωμί που έλεγαν κι οι Σαρακατσιαναίοι, για διάκριση όμως απ’ το καλαμποκίσιο. «Παν το πρός τω άρτω εσθιόμενον εκαλείτο γενικώς, ήδη από των μεταγενεστέρων χρόνων, προσφάγιον...» (στο ίδιο σ. 32), το προσφάϊ των Σαρακατσιαναίων κι όλου του λαού. «Προετίμων δε εξ' όλων των μερών αυτού (του προβάτου) το περί τας ψόας, το οποίον ελέγετο στάχυς η μεσονέφριν ή απάκιν...» (στο ίδιο σελ. 48), το απάκια, ή νεφραμιά που λεν οι Σαρακατσιαναίοι κι όλος ο λαός. «Το επικάλυμα τούτο, άτε καλύπτον την τράπεζαν, MENSAN, ελέγετο με(ν)σάλι(ον), μι(ν)σάλι(ον)...» (στο ίδιο σ. 144) το μεσάλι των Σαρακατσιαναίων. «Πινάκια βαθέα ήσαν τα υπό Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου αναφερόμενα μινσούρια (λατ. MISSORIAJ» (στο ίδιο σ. 151), οι μισούρες που λεν κι οι Σαρακατσιαναίοι». «Επί της τραπέζης των Βυζαντινών ετοποθετούντο... και γαβάθαι ή γαβάθια ή γαβαθίτζια» (στο ίδιο σ. 154), οι γαβάθες που λεν κι οι Σαρακατσιαναίοι. «Το ποτήριον το προωρισμένον κυρίως διά τον οίνον και πήλινον εκαλείτο καύκος ή καυκί(ον)» (στο ίδιο σ. 156), το καυκί των Σαρακατσιαναίων, που όμως δηλώνει περισσότερο το ξύλινο ή χαλκωματένιο βαθουλό αγγείο. «Ενθουσιαστικόν επιφώνημα (στο χορό) κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήτο το ες» (στο ίδιο σ. 233), που τόλεγαν πολύ οι Σαρακατσιαναίοι και μάλιστα και ές-τα». Οι κάτοχοι αμπελώνων εφρόντιζον να ορίζωσιν αμπελοφύλακας, και δραγάτας άλλως καλουμένους» (στο ίδιο σ. 286), όπως δραγάτες έλεγαν κι οι Σαρακατσιαναίοι τους αγροφύλακες. Μόνο που γύρω απ’ τον ποιμενικό βίο είναι τόσον ισχναί αι υπό των Βυζαντινών παρεχόμενοι σχετικαί πληροφορίαι», λέει ο Κουκουλές (στο ίδιο σ. 310) κι έτσι είναι δύσκολο να βρούμε τις βυζαντινές λέξεις, που διασώθηκαν στο επαγγελματικό λεξιλόγιο των Σαρακατσιαναίων.
Η γλώσσα όμως των Σαρακατσιαναίων, όπως άλλωστε κι όλη η νεοελληνική, έχει και πολλές ξένες λέξεις, τούρκικες, σλαβικές, αρβανίτικες, φράγκικες (ρούγα, φανέστρα), ρουμάνικες και περσικές ακόμα (φαρί). Ιδίως στο επαγγελματικό λεξιλόγιο έχει κάμποσες σλαβικές (ντίρα, κούτλας, σίβος, μπέλος, λίπα, κορίτα, λαπάτα κλπ.).
Η επιβίωση λέξεων αρχαιοελληνικών οφείλεται κατά τη γνώμη μου, στο ότι την εποχή που διαμορφώθηκε η λαότητα των Σαρακατσιαναίων σαν τέτοια, σαν τρόπος ζωής και επάγγελμα νομαδικό και ξέκοψαν σα νομαδικός λαός στις στάνες τους, επιζούσαν ακόμα στον ελληνικό χώρο και ευρύτερα ακόμα οι αρχαίες αυτές λέξεις. Και με το ν’ αποκοπούν από τότε και πέρα οι Σαρακατσιαναίοι απ’ τον άλλον πληθυσμό, με την ξεχωριστή οικονομική και κοινωνική τους οργάνωση και ζωή στις στάνες και να μην έρχονται σε επιμιξία με άλλους έξω απ’ το συνάφι τους, τη σειρά τους, διατήρησαν ως τις μέρες μας και τις λέξεις αυτές.
Τις τούρκικες, φράγκικες και αρβανίτικες λέξεις πρέπει να τις πήραν αργότερα με την φράγκικη και τούρκικη κυριαρχία, που σαν κυριαρχία τους επέβαλε αναγκαστικά και ορισμένες λέξεις, και ορισμένη ορολογία.
Όσο για τις σλαβικές, αυτές πρέπει να κρατάνε απ’ την εποχή της καθόδου των Σλάβων στον ελλαδικό χώρο, εποχή που οι Σλάβοι που έμπαιναν στον ελλαδικό χώρο ζούσαν ακόμα σε κλειστές κοινότητες και ασχολούνταν βασικά με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, ζώντας στο ιδιότυπο σύστημα της πάτριας και μετέδωσαν και στους ντόπιους την αγροτική και κτηνοτροφική ορολογία της δουλειάς τους, ακόμα και ονόματα των εργαλείων τους, και ακόμα πιο πολύ επέβαλαν και τοπωνύμια (Στάθη Δρομάζου: Οι δεσμοί του νεοελληνικού έθνους με την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο - Επίμετρο: Γλωσσικά μνημεία ελληνοσλαβικών δεσμών σ. 152, 158, 160, 161).
Το γλωσσικό ιδίωμα των Σαρακατσιαναίων είναι βασικά το ρουμελιώτικο-βορειοελλαδίτικο. Τρώνε τα φωνήεντα σαν τους Ρουμελιώτες κι όλους λίγο-πολύ τους Βορειοελλαδίτες. Έχει όμως το γλωσσικό τους ιδίωμα κι άλλες ιδιοτυπίες, που το ξεχωρίζουν απ’ τ’ άλλα ιδιώματα.
Στον τίτλο «Βλάχοι και Χωριάτες» (Νο 14 του τρίτου κεφαλαίου) έγινε λόγος για την ιδιοτυπία να προφέρουν πολύ σκληρά και χοντρά τα σύμφωνα και ποτέ μαλακά, όπως κάνουν, αντίθετα, οι Παλιοχωρίσιοι κι άλλοι αγροτικοί πληθυσμοί: Νειρό (νιιρό οι παλιοχωρίσιοι), λέου (λιέου), περιστέρια (περι-στέργια), γλέπου (γλιέπου), μίνια (μνιά), καραούλει (καραούλιι), δέστον (δγιές τον), μάτια μ' (μάτγια μ'), τι διάτανου (τι δγιάτανου), καλύβα (καλίβα) κλπ.
Δεν έχουν πάντοτε ιδιαίτερο τύπο, όπως άλλωστε γενικά η δημοτική, για την αιτιατική. Γι’ αυτήν χρησιμοποιούν τον τύπο της ονομαστικής: «Ημάς τ'ς βλάχ(οι) μας κυν(η)γάν θιοί κι δαίμουνις», ή «σύρι (πήγαινε) στ'ς Βιλιντζαίοι να χαλέψεις αλάτ(ι)».
Το ίδιο αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τη γενική του πληθυντικού. Χρησιμοποιούν περιφράσεις ή επίθετα: «Τα μαλλιά απ’ τα πρότα», ή «τα εθίματα τα βλάχ(ι)κα...».
Τονίζουν πάρα πολλές λέξεις-ρήματα στην παραπρόπαραληγουσα αντί στην προπαραλήγουσα: ξιχείμαζαμι και ξιχείμαζαμαν - ξιχείμασαμι και ξιχείμασαμαν - ξιχείμαζιτι και ξιχείμαζιταν - άρμιγαμι και άρμιγαμαν - άρμιξαμι και άρμιξαμαν – άρμιγιταν – άρμιξιταν - κούριβαμι και κούριβαμαν - κούριψαμι και κούριψαμαν – κούριυηταν – κούριψιταν - απόστιναμαν και απόστιναμι – απόστινιταν -απόστασαμαν καί απόστασαμι – απόστασιταν – κάθουμασταν - έκατσαμι και έκατσαμαν – κάθουσασταν –έκατσιταν - έτρουγαμι και έτρουγαμαν - έφαγαμι και έφαγαμαν - έτρουγιταν και έτρουγιτι - έφαγιταν και έφαγιτι - πιρπάτ(ι)γαμι και πιρπάτ(ι)γαμαν - πιρπάτ(ι)σαμι και πιρπάτ(ι)σαμαν - πιρπάτ(ι)γιταν - πιρπάτ(ι)σηταν - λαχάνιαζαμι και λαχάνιαζάμαν - λαχάνιασαμι και λαχάνιασάμαν – λαχάνιαζιταν - λαχάνιασιταν και λαχάνιασιτι κλπ. Αντίθετα απ' τους καμπίσιους της Θεσσαλίας κι άλλους χωριάτες που λέξεις-ρήματα που κανονικά τονίζονται στην προπαραλήγουσα, αυτοί τα τονίζουν στην παραλήγουσα: εκατσάμαν και εκατσάμι – εκατσάτι – εφαγάμαν – εφαγάτι - απεστασάμαν – αποστασάτι – τραγουδισάμαν - τραγουδισάταν κλπ.
Η προφορά των Σαρακατσιαναίων με τονισμό στην παραπρόπαραλήγουσα ευκολύνεται απ’ το ότι το ε της τελευταίας συλλαβής προφέρεται ι, γιατί αν προφέρονταν ε, θάταν κάπως δύσκολη η προφορά με τονισμό στην παραπρόπαραλήγουσα. Μερικές φορές όμως γίνεται ο τονισμός στην παραπρόπαραλήγουσα και χωρίς να υπάρχει ε στο τέλος, ή χωρίς να τρώγεται κάποιο άλλο ενδιάμεσο φωνήεν, π.χ. κάθουμασταν, κάθουσασταν. Τον τονισμό αυτόν στην παραπρόπαραλήγουσα τον παρατήρησε κι ο Φαλταϊτς (Η Νεολαία», Τόμος I (1938-39) σελ. 591 και 616).
Στο ρουμελιώτικο ιδίωμα τα άτονα ο και ω προφέρονται ου: άπουρους (άπορος), φτουχός (φτωχός), παίζου (παίζω), βλέπου (βλέπω) παραπουνιάρ'ς (παραπονιάρης), κουλουκαθιά (κωλοκαθιά), κουλόπανου (κωλόπανο). Όμως οι Σαρακατσιαναίοι και το τονιζόμενο ω το προφέρουν πολλές φορές ου, Ιδίως σε λέξεις-ρήματα: θα μπού (μπώ), θα βγού (βγώ), θα καού (καώ), θα που (πω) θα σκουτουθού, θα ζεματ(ι)στού, θα παντριφτού, θα κουριφτού κλπ.
Τέλος η πιο αξιοπρόσεχτη ιδιοτυπία στη γλώσσα τους είναι ετούτη: Ενώ γενικά στο ρουμελιώτικο ιδίωμα το άτονο ο προφέρεται ου, οι Σαρακατσιαναίοι σε ορισμένες λέξεις το άτονο ο το προφέρουν καθαρά α. Είναι γνωστό ότι το πρόβατο το λεν πρότο και την προβατίνα τη λεν πρατίνα. Βλέπουμε ότι το ο της συλλαβής «πρό» της λέξης προβατίνα, όταν παραλείπεται η συλλαβή βα, δε μένει προ (προτίνα), αλλά γίνεται πρα (πρατίνα). Κι από ‘κεί και πέρα σε όλες τις λέξεις, απλές και σύνθετες, που σχηματίζονται απ’ τη λέξη πρότο και πρατίνα, όπου η συλλαβή προ είναι άτονη, προφέρεται πρα. Και μερικές φορές κι όταν τονίζεται. Να μια ποικιλία τέτοιων λέξεων: πρότο-πρότα, πρατίνα-πρατίνες, παλιόπρατο-παλιόπρατα, παλιοπρατίνα και παλιοπράτινα-παλιοπρατίνες και παλιοπράτινες, πρατούρι-πρατουλάσι-πρατουριά, πρατοκοπή, πρατοκόπαδο, πρατοτόμαρο, πρατοψάλιδο, πρατομάντρι, πρατοκάλυβα, πρατότοπος, πρατόγρεκο, πρατολίβαδο, πρατοχλίψη, πρατάρης, πρατάρα (γίδα), πρατάρικο (τραϊ), πρατόστρουγκα, πρατοστέφανο, πρατοκούδουνο, πρατόκλιτσα, πρατόγαλο, πρατοχόρτι και πρατοχόρταρο, μεστόρατο (γέρικο), μεστοπράτινα και μεστοπρατίνα - μεστοπράτινες και μεστοπρατίνες. - Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι οι Σαρακατσιαναίοι τα πρότα ποτέ δεν τα λεν πράτα η πράϊτα, όπως συνηθίζεται να τους κοροϊδεύουν καμιά φορά για κάτι τέτοιο. Ίσως η εντύπωση ότι τα λεν πράτα και πράϊτα να δημιουργήθηκε απ’ το πάρα πάνω, που λεν πρατίνα, παλιόπρατο κλπ. - Ή απ’ το: «Που ‘ν’ τα πρότα σ' ωρέ;» Επίσης το ίδιο γίνεται, να προφέρεται το ο - α και στη λέξη μαναχός (μόνος, όχι μοναχός-καλόγερος), καταμάναχος και καταμαναχός, ξεμαναχιασμένος, μαναχοπαίδι, μαναχογιός, μαναχοδυχατέρα, μαναχοφάης, ξεμαναχιάζω. Και με τη λέξη μαναστήρι (μοναστήρι) - μαναστηριακός. Και με άλλες λέξεις, όπως χοραμπηδάω αντί χορομπηδάω, κουτσαμπηδάω αντί κουτσομπηδάω κλπ. αρφανός (ορφανός), αρφάνια (ορφάνια) κλπ.
Γι’ αυτό πρέπει να πω και πάλι, ότι οι τύποι που χρησιμοποιεί η Χατζημιχάλη (Α' τόμος, δεύτερο μέρος, σελ, 26, 69, 70, 124): προτίνα, προτίνες, προτομάντρι, προτοκούδουνα, είναι ανύπαρκτοι στη γλώσσα των Σαρακατσιαναίων. Ποτέ Σαρακατσιάνος δεν έβγαλε απ’ το στο μα του «προτίνα» και «προτομάντρι» και «προτοκούδουνο».
Και τέλος κάτι το φυσικό και αυτονόητο. Το λεξιλόγιο των Σαρακατσιαναίων, όπως συμβαίνει και μ' όλους τους αμόρφωτους ανθρώπους, είναι φτωχό, ιδίως σε λέξεις που σημαίνουν αφηρημένες έννοιες. Σε μερικούς όμως τομείς το λεξιλόγιό τους ήταν πάρα πολύ πλούσιο, π.χ. το λεξιλόγιό τους για τη μορφολογία, τη σύσταση και τη χλωρίδα του εδάφους, το χρώμα και τη σωματική διάπλαση-μορφή των ζώων. Είχαν απίθανες και πολύ ειδικές λέξεις για να χαραχτηρίσουν και να σημάνουν και τις πιο μικρές κι ανεπαίσθητες παραλλαγές του εδάφους. Δεν τις θυμάμαι. Μόνο με προσπάθεια προσωπικά σε παλιούς τσιοπαναραίους και γερόντους μπορούσε να μαζευτεί αυτό το λεξιλόγιο.
Και μερικές λέξεις, που νομίζω δεν συναντιώνται αλλού, ή σπάνια τις συναντάς: Χόβι (ποσότητα δουλειάς η φαινομένου, π.χ. έφερα ένα χόβ(ι) πράματα), ζ(ι)ντβός (σωρός, πολύ), αρβάλα (συνέχεια, συνεχώς), αξιβώνω (τρώω, π.χ. αξίβωσε δηλ. έφαγε, με κακή διάθεση), σούμπρα (κουκούτσι από φρούτο, καρπό), αναδριμώνω (ανατριχιάζω), παρατσολίζω (χάνω τα νερά μου,, μπερδεύομαι), αφρύς (ευρύχωρος π.χ. παπούτσι), λιαγκρίζω (μόλις διακρίνω), τραχηλιά (γιακάς, π.χ. κοντό(πουκάμισο) με τραχηλιές δηλ. με γιακά), αλουή (πικρό, δηλητήριο), μπλάζω και μπλατσιάζω (συναπαντάω, συναντάω ξαφνικά, ανεπάντεχα), βάνω καβούλι (ορίζω συνάντηση), σφρουντζουλάω (εκσφενδονίζω), κατιχεύω (αδυνατίζω), νταβίζω (ζητώ, διεκδικώ), μπουέτι (κρυώτη, δροσιά), τσιρούτης (λειψός), τσαρκαλιστά (τρόπος αρμέματος που βγαίνει το γάλα διακεκομένα κι όχι με συνεχή ροή), ούσια (μάτια), αρέθω αντί αρέσω, πααίνω αντί πηγαίνω, σύρε αντί πήγαινε, κουρδουμπούλι (βώλος), κρούω (αγγίζω), και «ίσια π' κρού(ει) ού νους μ'», (δηλ. μόλις και θυμώμαι, για πολύ παλιό γεγονός), φλέτρας (πεταλούδα), φλετράω (πετάω), «φλιτούρσι η καρδιά μ'» (σκίρτησε η καρδιά μου), γριντιά (μαδέρι, ολόκληρος κορμός έλατου), λέσι (πτώμα ψόφιου ζώου), αποδεσιά (ξυπολυσιά), ρουχνάω (ροχαλίζω), νταϊντάω (στηρίζω, υποστηρίζω, βοηθάω), κουκουράω π.χ. κουκουράει το μωρό.
Επίσης χρησιμοποιούσαν πολύ το «ματα» αντί του «ξανά»: Ματάρχομαι, ματαγλέπω, ματασκέπτομαι, ματαγεννημένος κλπ.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"