Για την οικονομική και κοινωνική οργάνωση των Σαρακατσιαναίων μέσα στα πλαίσια της στάνης και τού τσελιγκάτου είπαμε μερικά πράγματα στο πρώτο κεφάλαιο, στον 27ο τίτλο για το ξελογάριασμα της στάνης. Συμπληρωματικά μπορούμε να πούμε και τούτα.

Η νομαδική κτηνοτροφία στη χώρα μας κι η μετακινούμενη στάνη είναι, κατά τη γνώμη μου, δημιούργημα ή υποπροϊόν της φεουδαρχίας.

Θάταν δύσκολο, μου φαίνεται, να φαντασθεί κανείς νομαδική κτηνοτροφία στα πλαίσια μιας αγροτικής οικονομίας με μικρο-ιδιοκτησίες και ελευθέρους αγρότες. Την απόδειξη την έχουμε. Μόλις με την αγροτική μεταρρύθμιση, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, διαλύθηκαν τα τσιφλίκια στο μεγαλύτερο μέρος τους κι οι αγρότες λευτερώθηκαν απ’ τη φεουδαρχική εξάρτηση, με αποτέλεσμα τη βαθμιαία πρόοδο της γεωργίας μας και σε έκταση και σε ένταση, άρχισε να συρρικνώνεται κι η νομαδική κτηνοτροφία, ώσπου στις μέρες μας έσβησε.
Είπαμε πως σχηματίζονταν η στάνη. Ξανατονίζουμε, ότι ήταν πρώτα-πρώτα μια φάρα συγγενική, μια πατριά. Μερικοί υποστηρίζουν, ότι η στάνη και το τσελιγκάτο ήταν συνεταιρισμός. Δεν το νομίζω. Ο συνεταιρισμός με όποια μορφή κι αν έχει, απ’ την πιο απλή ως την πιο σύνθετη, διοικείται πάντοτε από διοίκηση αιρετή, ή αν θέλετε και διορισμένη καμιά φορά, ποτέ όμως από κληρονομική. Και για τα προβλήματά του γενικά αποφασίζει η συνέλευση των μελών του. Αυτά τα γνωρίσματα στη στάνη και το τσελιγκάτο δεν υπάρχουν. Ο τσέλιγκας, δηλαδή ο πλούσιος κτηνοτρόφος, είναι δοσμένος σαν κληρονόμος του πατέρα του και του βιού του πατέρα του, δεν τον εκλέγει κανένας άλλος. Μπορούν οι άλλοι της συντροφιάς του, αν δεν τους αρέσει ο τσέλιγκας και δεν είναι φχαριστημένοι, να φύγουν απ’ τη στάνη του και να πάν σ’ άλλη, αλλά ν’ αλλάξουν τον τσέλιγκα, όχι. Έπειτα, το σημαντικότερο, ο τσέλιγκας εκμεταλλεύονταν λίγο ή πολύ, άσχετα, τη συντροφιά του, δηλαδή τους σμίχτες και τσιοπαναραίους του, ενώ στο συνεταιρισμό δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, αν εξαιρέσουμε βέβαια τις, περιπτώσεις καταχρήσεων ή απάτης, που είναι άλλο πράμα και δεν αλλάζει τον κανόνα.
Μπορεί στην πρωτοεμφάνισή της η νομαδική στάνη νάταν όλη κι όλη μια πατριαρχική οικογένεια με πολλά μέλη και πολύ βιό, που το φύλαγαν τα μέλη της οικογένειας αυτής, χωρίς να βάνουν ξένους τσιοπαναραίους. Και η οικογένεια είχε κάποιο μέλος της, τον πατέρα-πατριάρχη, που έκανε κουμάντο στη στάνη. Στην περίπτωση βέβαια αυτή δεν υπήρχε εκμετάλλευση κανενός. Αυτό όμως είναι μια θεωρητική κατασκευή, έστω μια προσωρινή και χρονικά περιορισμένη κατάσταση. Γιατί αυτή η οικογένεια σιγά-σιγά θα μεγάλωνε και τα μέλη της θα χώριζαν, θα αποτελούσαν περισσότερες οικογένειες, που θα μοιράζονταν μεταξύ τους το πατρικό βιό. Από κείνη τη στιγμή και πέρα η διαφοροποίηση ανάμεσα στις οικογένειες αυτές ήταν αναπόφευκτη, αφού το βιό δεν ήταν πιά κοινό, αλλά η κάθε οικογένεια είχε το δικό της, το δικό της σημάδι. Και με τη διαφοροποίηση, άλλες θα γίνονταν πλουσιότερες, με περισσότερα δηλαδή ζώα, κι άλλες φτωχότερες με λιγότερα. Κι έτσι ο πλουσιότερος θα γίνονταν τελικά και τσέλιγκας.
Μπορεί η εκμετάλλευση παλιότερα νάταν λιγότερη. Μα με τα χρόνια σίγουρα γίνονταν μεγαλύτερη. Τα τελευταία προπολεμικά χρόνια ορισμένα μεγάλα τσελιγκάτα ήταν καθαρές κι οργανωμένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις του τσέλιγκα.
Η στάνη όμως και το τσελιγκάτο άντεξαν αιώνες κι υπήρξαν η κυριότερη μορφή της κτηνοτροφίας στη χώρα μας. Που οφείλεται αυτό το φαινόμενο, έχει το λόγο του, δεν είναι ανεξήγητο. Ο καθένας δε θα μπορούσε να φκιάσει δικό του τσελιγκάτο, γιατί όλοι δεν είχαν τις απαραίτητες δυνατότητες, δηλαδή αρκετό βιό να νοικιάσει ολόκληρο λιβάδι, ή χρήματα να νοικιάσει το λιβάδι, ή οικονομική επιφάνεια και όνομα για να τον εμπιστευτεί ο τσιφλικάς να του πιστώσει το ενοίκιο ή μέρος του, αλλά κι αν τα είχε όλα αυτά, πάλι θα χρειάζονταν τσιοπαναραίους να του φυλάξουν το βιό. Επομένως έτσι κι αλλιώς ήταν αναγκασμένοι κι εκείνοι πούχαν βιό πολύ, οι τσελιγκάδες, να βάλουν συντροφιά κι όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα να κάμουν μοναχοί τους τον τσέλιγκα, κι ήταν οι περισσότεροι αυτοί, σε κάποιου τσέλιγκα τη στάνη να παν. Ακόμα και παρά την εκμετάλλευση της συντροφιάς απ’ τον τσέλιγκα, όλη η στάνη ήταν, αντικειμενικά, αναγκαστικά, δεμένη μεταξύ τους, πλούσιοι και φτωχοί. Χοντρικά ζούσαν όλοι την ίδια σκληρή ζωή, η διαφορά της μιας οικογένειας απ’ την άλλη στο βιοτικό κι εκπολιτιστικό επίπεδο ήταν μικρή, κι αυτό όσο βαθύτερα στο παρελθόν θα πάμε τόσο περισσότερο αληθεύει, οι διαφορές-αντιθέσεις ήταν και λίγες και σκεπασμένες. Κι ο καθένας ένοιωθε ασφάλεια μέσα στη στάνη. Υπήρχε αλληλεγγύη κι αλληλοβοήθεια.
Παλιά η στάνη αποτελούσε ένα οικονομικό, κοινωνικό κι εκπολιτιστικό σύνολο κι ήταν και μια κοινότητα αυτοδιοίκησης, με το ίδιο πάνω-κάτω βιοτικό επίπεδο, τις ίδιες αντιλήψεις, σκοπούς, νοοτροπία, κοσμοαντίληψη, στάση απέναντι σ' άλλες κοινωνικές ομάδες, απέναντι στην εργασία, την κρατική εξουσία, απέναντι στα πάντα και τους πάντες. Ναι μεν η στάνη αποτελούνταν από πολλά ξεχωριστά οικογενειακά, συνήθως πατριαρχικά, νοικοκυριά, με τα δικά τους το καθένα ζώα, το σημάδι του, όμως όλα, ήταν αδιάσπαστα δεμένα κι εξαρτημένα το ένα απ' τ’ άλλο κι απ’ το σύνολο της στάνης και σε τέτοιο βαθμό, που δε μπορούσε να νοηθεί και να σταθεί, να ζήσει και να υπάρξει νοικοκυριό έξω απ’ τα πλαίσια της στάνης και χωρίς τις συνθήκες που δημιουργούσε η στάνη σα θερμοκήπιο για τα οικογενειακά νοικοκυριά. Και συγκεκριμένα. Όσο πιο πίσω πάμε, η στάση όλων των μελών της στάνης απέναντι στην εργασία είναι η ίδια, θετική. Δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στη χειρωνακτική κι οποιουδήποτε είδους πνευματική εργασία. Κι ο πελεκάνος κι εκείνος με την ποιητική ή σατιρική φλέβα και διάθεση κι εκείνος με τις μπαρμπερικές ικανότητες, όλοι τους δεν παύουν νάναι πριν απ' όλα βοσκοί και γενικά ν’ ασχολούνται με τα πράματα, όπως κι όλοι οι άλλοι. Και κείνος που ξέρει να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει και κείνος που δεν τα ξέρει αυτά. Κι ο τσέλιγκας ακόμα, όσο κι όταν ευκαιρεί απ’ τις δουλειές του τσελιγκάτου, το κουμάντο δηλαδή για τη στάνη, είναι κι αυτός πρώτος και καλύτερος στη δουλειά, στο άρμεμα, στον κούρο, στα γεννημένα, παντού, εκτός από τσιοπάνος ταχτικός, γιατί τότε θα ήταν δεμένος στο κοπάδι μέρα-νύχτα. Τα παιδιά, τ’ αγγόνια, οι γαμπροί, ο πατέρας του τσέλιγκα είναι κι αυτοί πρώτοι και καλύτεροι σ' όλες τις δουλειές, τσιοπαναραίοι, αποδότες κι ό,τι άλλο. Η τσελιγκίνα, οι νυφάδες και τα κορίτσια του τσέλιγκα θα πάνε στα μαντριά για στρώματα, θα φκιάσουν καλύβι, θα φέρουν ξύλα ζαλίκα, θα παν στο ρέμα για πλύσιμο, θα γεννήσουν κι αυτές στο καλύβι με τη βοήθεια της πιο έμπειρης γριάς στα κονάκια, ακριβώς όπως κι όλες οι άλλες γυναίκες της στάνης κι οι φτωχότερες ακόμα.
Ο καταμερισμός της εργασίας στο εσωτερικό της στάνης στηρίζονταν στις φυσικές ικανότητες των μελών της και στη διαφορά του φύλου, ήταν δηλαδή φυσικός. Οι πιο έμπειροι θα φυλάξουν τα γαλάρια και τα πρότα με αρνιά. Οι νέοι, οι πιο γεροί θα φυλάξουν τα στέρφα και ούτω καθεξής, οι γυναίκες θα στρώσουν τα μαντριά κλπ. Παρά τις κάποιες διαφορές, η τροφή ολονών αποτελούνταν από τα ίδια βασικά είδη, γάλα, τυρί, πίτες, τραχανάδες κι άλλα που έχουμε πει. Αρνί τη Λαμπρή όλοι έψηναν. Στα κουρμπάνια και στους γάμους το ίδιο. Όλοι την ίδια φορεσιά έβαναν κι όλοι σκουτίσια ρούχα, φκιασμένα στα κονάκια. Κανένας φράγκικα η αγοραστά.
Το κυριότερο όμως για την ενότητα, το αναγκαίο της στάνης και το αδύνατο να ζήσει μια οικογένεια έξω απ’ τα πλαίσιά της ήταν η οργάνωση, η φύλαξη, το μαξούλεμα του βιού. Ολονών μαζί σμιμένα, χώρια τα γαλάρια (ολονών), τα στέρφα, τα ζυγούρια, τ’ άλογα κλπ., όλοι μαζί το γάλα πούλημα, τα μαλλιά κλπ. Και, πιάστηκε (τσακώθηκε) ένας απ’ τη στάνη με άλλον από χωριό ή από άλλη στάνη, θα μπουν όλοι στον καυγά για να τον βοηθήσουν, στην ανάγκη θα δαρθούν, θα σκοτωθούν και τα έξοδα απ’ τις δίκες και τα πεσκέσια θα τα πληρώσει όλη η στάνη, ρίχνοντας τα στο βιό. Πως λοιπόν θα μπορούσε να ζήσει μια φαμελιά έξω απ’ τα πλαίσια της στάνης, όταν τα 100 ή 200 σφαχτά της θάταν υποχρεωμένη να τα χωρίσει σε γαλάρια, σε στέρφα, σε ζυγούρια κλπ.; Πως θα εύρισκε και πως θα πλέρωνε τόσους τσιοπαναραίους, πως θα πλέρωνε τους τζερεμέδες κι άλλα ατυχήματα μόνη της;
Έτσι ανάμεσα στα μέλη μιας στάνης υπήρχε μεγάλη αλληλεγγύη κι αλληλοβοήθεια. Θ’ αναφέρω μερικά απομεινάρια της τέτοιας αλληλεγγύης κι αλληλοβοήθειας, που πρόφτασα να δω στην Καρυά ή ν’ ακούσω απ’ αλλού. Άμα έφκιανε κανένας σπίτι στην Καρυά, όλη η στάνη έτρεχε να τον βοηθήσει. Όταν έσκαφταν τα θεμέλια, όλοι οι άντρες που βρίσκονταν στα κονάκια, βόηθαγαν. Το δειλινό όλες οι γυναίκες κι ιδίως τα κορίτσια απαράταγαν τη ρόκα, έπαιρναν την τριχιά και μια βελέντζα κι έτρεχαν στο χαλιά και κουβάλαγαν την πέτρα. Έτσι κουβαλιόνταν απ' όλες τις γυναίκες της Καρυάς η πέτρα, όταν έφκιανε κάποιος σπίτι. Το ίδιο γίνονταν και με την ξυλεία, που την έκοβαν στο λόγγο χωριάτες πληρωτοί, πήγαιναν οι γυναίκες και την κουβάλαγαν ζαλίκια. Τα μαδέρια πούταν πολύ βαρειά, μαζώνονταν πολλοί άντρες και τα κουβάλαγαν. Δίπλωναν τις πατατούκες τους και τις έριχναν στην πλάτη, έβαναν όλοι πλάτη σκυφτά και το σήκωναν το ματέρι όλοι αντάμα , πέντε-έξη μέχρι και οχτώ και δέκα άντρες και τόφερναν στα κονάκια. Θυμήθηκα όμως τώρα τελευταία και πως άρχισε να σπάζει κι αυτό το υπόλοιπο της παλιάς ζωής, γιατί θυμάμαι ένας πώφκιανε σπίτι, συμφώνησε μαστόρους που είχαν και μουλάρια και κουβάλησαν αυταί την πέτρα.
Μολόγαγε η γέρω Γιώργαινα η Δικηόραινα, μια χρονιά στο Μουσαφακλί, ανήμερα τη Λαμπρή, γέναγε μια φοράδα της και δυσκολεύονταν να βγάλει το πουλάρι. Έτρεξαν όλοι και πρώτος ο Μήτσιο Μαλαμούλης, ο τσέλιγκας, που ανασκουμπώθηκε κι έχωσε το χέρι του κι έβγαλε το πουλάρι, αφήνοντας όλοι τους τη χαρά της Λαμπρής για να σώσουν τη φοράδα. Άλλο. Προπολεμικά κάποιος Σαρακατσιάνος, ας μην πω όνομα, αρραβώνιασε ένα κορίτσι του στη Χαλκίδα, σ' έναν έμπορα. Δεν ξέρω πως, κι ο γαμπρός αργότερα έδειξε διάθεση ν' αφίκει το κορίτσι. Τότε όλα τ’ αδέρφια του Σαρακατσιάνου κι αυτός, όλοι τους γερόντοι και σεβαστοί τσελιγκάδες, τι να κάμουν, ένα και δυο, παν όλοι μαζί στη Χαλκίδα και του λεν μ' ένα στόμα, ότι καλά θα κάμει ν' αφίκει αυτές τις ιδέες, δηλαδή τον φοβέρισαν. Και το πήρε το κορίτσι.
Άμα ένας τάχανε το Χειμώνα τα πράματά του, πράμα όχι κι ασυνήθιστο παλιά, όπως έχουμε πει, την Άνοιξη του έδιναν όλοι από ένα-δυο να πιάσει μαγιά.
Όλα αυτά και κυρίως η ομαδική οργάνωση, η φύλαξη και το μαξούλεμα του βιού, πούταν αντικειμενικά αναγκαία και επιβάλλονταν απ’ την εντατική μορφή της κτηνοτροφίας (μοναδική ζωοτροφή το αυτοφυές χόρτο που μόνο σε εκτεταμένες χέρσες βοσκές μπορούσε να βρεθεί, μεγάλος αριθμός μικρών ζώων με μικρή παραγωγικότητα σε προϊόντα, μαλλί, γάλα, κρέας) έκαναν τη ζωή στη στάνη και αναγκαία και σίγουρη, μετρίαζαν τις διαφορές κι αντιθέσεις ανάμεσα στα μέλη της και δεν τις άφηναν να φανούν, κι ιδίως παλιότερα, κι αν λογαριάσουμε και το ότι η ζωή των νομάδων και συγκεκριμένα των Σαρακατσιαναίων ήταν γενικά καλύτερη απ’ τη ζωή και τη μοίρα του υπόλοιπου αγροτικού πληθυσμού της χώρας και πιο λεύτερη, εξηγούν, νομίζω, γιατί άντεξαν τόσους αιώνες η στάνη και το τσελιγκάτο και διαλύθηκαν μόνο όταν κατέρευσε και το οικονομικοκοινωνικό τους υπόβαθρο, η φεουδαρχία.
Όπως έχουμε πει, οι Σαρακατσιαναίοι παλιά ήταν όλοι τους ακτήμονες. Και τα λιβάδια που βόσκαγαν τα νοίκιαζαν κυρίως απ’ τους τσιφλικάδες, ιδίως τα χειμερινά, γιατί τα περισσότερα τσιφλίκια υπήρχαν, όπως είναι γνωστό, στους κάμπους. Πως τα νοίκιαζαν κι αυτό τόχουμε πει. Πρέπει όμως να πούμε και για τα εθνικά λιβάδια. Πως δημιουργήθηκαν αυτά. Απ’ την αντιβασιλεία του Όθωνα που είχε «τη σοφή έμπνευση, να κάνει κάτι ανάλογο μ’ ό,τι επί Τουρκίας, που η γη όλη ανήκε στο Σουλτάνο», όπως λέει ο Σπύρος Μελάς στο «Γέρο του Μωριά» (έκδοση σε σειρά «άπαντα» Ν. Δημητράκου, Αθήνα 1954, σελ. 618) και το Δεκέμβρη του 1833 αφαίρεσε απ’ τις κοινότητες όλη τη βοσκήσιμη γη τους. Κι αυτές τις βοσκές τις νοίκιαζε σε τσελιγκάδες κτηνοτρόφους ο κυβερνητικός έπαρχος. Πολύ αργότερα, με την έξωση του Όθωνα, η Εθνοσυνέλευση ξανάδωσε τις βοσκές στις Κοινότητες. Έτσι το Κράτος έγινε τσιφλικάς λιβαδιών και τα νοίκιαζε με δημοπρασία στους τσελιγκάδες. Και πολλές φορές τα λιβάδια τάπαιρναν στις δημοπρασίες πλούστοι τοπικοί παράγοντες, που τα υπενοικίαζαν στους τσελιγκάδες. 
Έχω χαρτιά του παππούλη μου, που δείχνουν τέτοιες υπεκμισθώσεις λιβαδιών στα Βραγγιανα από κάποιον που τάχε πάρει στη δημοπρασία, και φυσικά έβγανε κέρδος με την υπεκμίσθωση. Και συγκεκριμένα ένα έγγραφο συμβιβασμού με τον Γ. Τσιτσάρα, από 22/7/1885, για την Παπατσάβρα κι άλλα βραγγιανίτικα λιβάδια πούχε νοικιασμένα ο Τσιτσάρας και τα υπενοικίασε στο παππούλη μου.
Στο ερώτημα ποια επίδραση είχε στους Σαρακατσιαναίους και γενικά στη νομαδική κτηνοτροφία η δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, νομίζω, όπως είπα και προηγούμενα, η απάντηση είναι, ότι της έδωσε κάποια ώθηση ν’ αναπτυχθεί κι άλλο κατά το 19ο αιώνα. Και τούτο γιατί ενώ το καθεστώς της ιδιοκτησίας της γης δεν άλλαξε, απ’ την άλλη έφυγε από πάνω της, τουλάχιστον, η εθνική καταπίεση του Τούρκου. Το μαρτυράει κι ο Τίρς αυτό, όταν μιλάει για αναρίθμητα κοπάδια που κυκλοφορούσαν ανεβοκατεβαίνοντας στα βουνά και τους κάμπους, και που τα εξορκίζει συμβουλεύοντας ν΄απαγορευθεί η ελεύθερη βοσκή τους, και που όμως δεν έβλεπε, ότι αφού έμειναν τα τσιφλίκια άθικτα, ήταν αναπόφευκτη κι η νομαδική κτηνοτροφία που υπήρχε.
Και δυο λόγια για τις συνέπειες της αγροτικής μεταρρύθμισης μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο για τους Σαρακατσιαναίους. Τους διέλυσε σα Σαρακατσιαναίους και σα στάνες και τους διαφοροποίησε πολύ. Οι τσιφλικάδες κατόρθωσαν να γλυτώσουν απ’ την απαλλοτρίωση το κτηνοτροφικό μέρος των τσιφλικιών τους, το μη καλλιεργούμενο. Το κτηνοτροφικό αυτό μέρος δεν απαλλοτριώθηκε, γιατί ειπώθηκε τότε, ότι θα χρησίμευε για την αποκατάσταση αργότερα και των κτηνοτρόφων, που όμως δεν έγινε. Έτσι οι νοικιαστές του βοσκήσιμου μέρους του κάθε τσιφλικιού τσελιγκάδες τ’ αγόρασαν, και μάλιστα σχετικά φτηνά, απ’ τους τσιφλικάδες που φοβόνταν κι άλλη απαλλοτρίωση. Το αποτέλεσμα ήταν, πολύ χοντρικά βέβαια, οι μεν τσελιγκάδες να γίνουν κτηματίες, κι η άλλη συντροφιά τους να ξεπέσουν. Κι αργότερα κι ιδίως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο πολλοί Σαρακατσιαναίοι αγόρασαν μικρο-ιδιοκτησίες σε χωριά και σιγά-σιγά έγιναν γεωργοί, αλλά κι άλλα επαγγέλματα άρχισαν να κάνουν, μέχρι και χωροφύλακες και παπάδες και ό,τι άλλο...

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.