Οι Σαρακατσιαναίοι δε μπερδεύουν, αντίθετα ξεχωρίζουν, διακρίνουν καθαρά κι έντονα τον εαυτό τους απ’ τους άλλους Βλάχους, τους βλαχόφωνους. Οι βλαχόφωνοι οι Βλάχοι, είναι, όσο ξέρω, τρία σόϊα, τριών ειδών: οι Ασπροποταμίτες, οι λεγόμενοι και μοσκόβλαχοι, της περιοχής του Ασπροποτάμου και του Κόζιακα, οι Ρουμανόβλαχοι η Κουτσόβλαχοι της περιοχής Σμόλικα-Πίνδου και Γρεβενών (Σαμαρίνα–Περιβόλι-Αβδέλα κλπ.) κι οι Αρβανιτόβλαχοι, οι αρβαντόβλαχοι, όπως τους έλεγαν οι Σαρακατσιαναίοι.

Αυτούς τους τελευταίους, σ' ορισμένα μέρη της Ακαρνανίας και της Δ. Στερεάς τους λεν και Καραγκούνηδες. Ακόμα τους λεν και «Μπουρτζόβλαχους». Και καμιά φορά και τους Σαρακατσιαναίους οι χωριάτες. Καραγκούνηδες όμως λεν και τους καμπίστους της Θεσσαλίας. Κι εδώ μιά παρένθεση: το τραγούδι της «Καραγκούνας» που θεωρείται ο «εθνικός ύμνος» του κάμπου της Θεσσαλίας, όλο για γίδια και για πρόβατα και στάνες μιλάει. Και δεν αποκλείεται νάταν αρχικά τραγούδι των Καραγκούνηδων - Αρβανιτοβλάχων, γιατί οι καμπίστοι της Θεσσαλίας δεν έχουν να κάμουν με στάνες και γίδια και τέτοια, ζευγίτες ήταν. Ας συνεχίσουμε όμως για τους βλαχόφωνους Βλάχους. Η παραπάνω διαίρεση τους είναι, φυσικά, πολύ χοντρική, κι ούτε παντού και πάντοτε τόσο καθαρή. Οι Ασπροποταμίτες κι οι Βλάχοι της Πίνδου έχουν από παλιά δικά τους καλοκαιρινά χωριά και βοσκές, και σε μερικά απ’ αύτα αναπτύχθηκαν επί τουρκοκρατίας και κάποιες τέχνες και πολιτισμός, όπως στη Σαμαρίνα, όπου άκμασαν ζωγράφοι - αγιογράφοι. Όλοι αυτοί μόνο το Χειμώνα, κατεβαίνοντας στον κάμπο κι ιδίως στη Θεσσαλία να ξεχειμάσουν το βιό τους, πάαιναν πότε εδώ και πότε εκεί. Το Καλοκαίρι δεν Αλλάζαν Τόπο, είχαν τα χωριά τους. Έτσι δε μπορούμε να πούμε, ότι ήταν νομάδες, σκηνίτες, φερέοικοι, σαν τους Σαρακατσιαναίους. Οι Αρβανιτόβλαχοι όμως δεν είχαν ούτε καλοκαιρινά χωριά δικά τους και πήγαιναν και ξεκαλοκαίριαζαν στην Αρβανιτιά, γι’ αυτό κι ονομάστηκαν κι Αρβανιόβλαχοι, κι ήταν κι οι πιό καθυστερημένοι απ' όλους τους βλαχόφωνους Βλάχους. Πάντως και οι τρεις αυτές ομάδες ήταν όλοι τους βλαχόφωνοι, έστω κι αν διέφερναν στο γλωσσικό ιδίωμα, ιδίως οι Αρβανιτόβλαχοι, και σίγουρα είχαν και την προέλευση κοινή.
'Εκτός απ’ τους βλαχόφωνους υπήρχαν κι οι Κουπατσιαραίοι. Αυτοί δε μίλαγαν βλάχικα. Κατοικούσαν σε κάμποσα χωριά της περιοχής Γρεβενών και στα Χάσια, όχι σε πολύ ψηλώματα, και απλώς σαν κτηνοτρόφοι κατέβαιναν το Χειμώνα στους κάμπους και ξεχείμαζαν. Κι ούτε ήταν και πολλοί σαν τους βλαχόφωνους.

Όπως είπαμε, οι Σαρακατσιαναίοι θεωρούσαν τους βλαχόφωνους Βλάχους άλλο, ξένο μιλέτι. Και σίγουρα έτσι ήταν Τότε, όχι τώρα. 'Εκτός απ’ το ότι και οι μεν και οι δε ήταν κτηνοτρόφοι, σε τίποτα άλλο δεν έμοιαζαν, ούτε ταίριαζαν τα χνώτα τους. Θυμάμαι που απάνταγαμε καμιά φορά στη στράτα μας, το Χινόπωρο, Τζιουρτζιώτες (απ’ το χωριό Τζιούρτζια τ’ Ασπροπόταμου, βλαχοχώρι) κι είχαν τέντες όχι καταφλωρες σαν τις δικές μας, αλλά σκούρες, καπνισμένες κι οι δικές μας οι γυναίκες τους έβλεπαν με κάποια περιφρόνηση, σαν παρακατιανούς. Και έπειτα, όπως είπαμε, οι περισσότεροι βλαχόφωνοι δεν ήταν σκηνίτες Χειμώνα-Καλοκαίρι, σαν τους Σαρακατσιαναίους. Κι ακόμα ένα. Όπως λέει ο Αρσενίου (Τα τσελιγγάτα σ. 27) οι στάνες των βλαχόφωνων Βλάχων ήταν μεγαλύτερες απ’ ό,τι των Σαρακατσιαναίων. Επίσης οι Σαρακατσιαναίοι δεν ανέπτυξαν πουθενά καλές τέχνες και πολιτιστικό κέντρο, όπως οι βλαχόφωνοι σε χωριά τους (Σαμαρίνα που είπαμε, Μοσχόπολη κλπ). Κι ούτε ήταν δυνατό ν’ αναπτύξουν, γιατί ήταν σκηνίτες, φερέοικοι, Χειμώνα-Καλοκαίρι. Μεμονωμένες κι ατομικές περιπτώσεις Σαρακατσιαναίων που διακρίθηκαν στα γράμματα, σαν το μαθητή του Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού στη Σχολή των Αγράφων, τον Αναστάσιο τον Παντοδύναμο, δεν αναιρούν τον κανόνα. Αυτός ο Αναστασιος ο Παντοδύναμος «ήταν γιός βλαχοποιμένα και ο ευφυέστερος των μαθητών τού Ευγένιου, ώστε,να τον επονομάσει Παντοδύναμον «διά τα πάντα ράδια είναι λέγειν αυτόν και δοκείν» (Πάνου I. Βασιλείου Έυγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός» σελ. 73). Τον λογαριάζω Σαρακατσιάνο αυτόν τον Αναστάσιο, γιατί στην περιοχή των Αγράφων, «βλαχοποιμένες» ήταν μόνο οι Σαρακατσιαναίοι, δεν υπήρχαν άλλα μιλέτια βλαχοποιμένες.

Για να τελειώσουμε με τη στάση των Σαρακατσιαναίων απέναντι στα άλλα «μιλέτια», πρέπει να πούμε και τούτο το σημαντικό. Οι Σαρακατσιαναίοι δεν έρχονταν σ' επιμιξία με άλλα μιλέτια. Ήταν ενδογαμικοί μέσα στο μιλέτι τους, στη «σειρά» τους, όπως έλεγαν. Δύσκολα Σαρακατσιάνος έδινε το κορίτσι του σε μη Σαρακατσιάνο κι ακόμα πιό δυσκολώτερα έπαιρνε νύφη στο παιδί του που να μην ήταν Σαρακατσιάνα. Αυτός ο δεύτερος κανόνας, ακολουθιώται ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό, και τώρα που ρίζωσαν μόνιμα σε χωριά και πόλεις κι ανακατώθηκαν με τον άλλον κόσμο. Αυτή η ενδο-γαμία στάθηκε ένας σημαντικός παράγοντας στο να διατηρήσουν οι Σαρακατσιαναίοι επί τόσους αιώνες και να επιβιώσουν σ’ αυτούς πολύ παλιά ήθη και έθιμα, ειδωλολατρικές συνήθειες, σχήματα χειροτεχνίας κι οικοτεχνίας, ξυλογλυπτικής, τύποι και λέξεις της γλώσσας, που πολλά απ’ αυτά, όπως επιβίωναν ακόμα στο Μεσαίωνα, εποχή που κατά τη γνώμη μου εμφανίστηκαν οι Σαρακατσιαναίοι στον ελλαδικό χώρο, έρχονται απ’ την αρχαιότητα. Βέβαια ο κανόνας αυτός της ενδογαμίας δε μπορούμε να πούμε, ότι ήταν απόλυτος, χωρίς εξαιρέσεις, ούτε ότι η παράβαση του συνεπάγονταν άμεσες, «νομικές» κυρώσεις, εκτός απ’ την ηθική, την κοινωνική αποδοκιμασία του παραβάτη. Απλώς οι Σαρακατσιαναίοι δεν ήθελαν ούτε να δώσουν κορίτσι, ούτε να πάρουν νύφη έξω απ’ τον κύκλο τους, απ’ τη σειρά τους. Κι αυτό , νομίζω, επιβάλλονταν σε τελευταία ανάλυση απ’ την ιδιόμορφη και σκληρή ζωή που έκαναν. Μιά νύφη από άλλη σειρά δύσκολα θα τάβγαζε πέρα στα κονάκια και στη σκληρή ζωή της στάνης. Και μιά Σαρακατσιανοπούλα δύσκολα θα προσαρμόζονταν στη χωριάτικη ζωή, να θερίσει, ας πούμε, και δύσκολα θα στερεύονταν τα βουνά και τα κρύα τα νερά το Καλοκαίρι, «Μάνα με κακοπάντρεψες και μέδωκες στον κάμπο». Προπολεμικά όμως και με τη βαθμιαία αλλαγή των συνθηκών είχαν αρχίσει πλούστοι Σαρακατσιαναίοι τσελιγκάδες να δίνουν κορίτσια τους στις πόλεις η σε κεφαλοχώρια σε μαγαζιάτορες και γενικά μικροαστούς κατά κανόνα, «να γλυτώσουν απ’ τη βλαχοσειρά», καθώς έλεγαν, δίνοντας τους φυσικά και αρκετή προίκα. Τα πράματα είχαν αλλάξει κι η ζωή είχε αφήσει πίσω τους Σαρακατσιαναίους και το ντεφαρίκι τους, την καλύτερη κατάσταση τους σε σύγκριση με τους άλλους! Αλλά να πάρουν νύφη από άλλη σειρά όχι ακόμα. Το 1974, στο δημοψήφισμα, ήμαν δικαστικός αντιπρόσωπος σε τμήμα συνοικισμού της Θεσσαλονίκης. Ήρθε να ψηφίσει μιά γυναίκα, που την έκοψα για Σαρακατσιάνα, όπως κι ήταν και μάλιστα κι εργάτρια. Κι όταν της έκφρασα την απορία μου, πως Σαρακατσιάνα κι εργάτρια, μου εξήγησε ότι ο πατέρας της τάφκιασε με τη μάνα της, πούταν Πόντια και παρά την κατακραυγή απ' όλο το σόϊ του την πήρε, αλλά για να γλυτώσει απ’ την κατακραυγή τους έφυγε απ’ τα κονάκια, κι έτσι βρέθηκε κι αυτή στη Θεσσαλονίκη κι εργάτρια σε φάμπρικα! Το 1958, ένας Σαρακατσιάνος απ’ το Μπογιάτι της Αττικής, Τάσιος Μπαλιούσης τ' όνομα του, όταν τον ρώτησα σχετικά, μ’ απάντησε: «Προπολεμικά, ούτε έδωναμε κορίτσια, ούτε έπαιρναμε απ’άλλη φυλή. Όμως τώρα, μέχρι και σ’ Αρμένο έδωκαμε»!

Όμως ανεξάρτητα απ’ την ενδογαμία τους, την αποκομμένη ζωή τους στις στάνες τους και την υπεροπτική τους στάση απέναντι στα άλλα μιλέτια, αντικειμενικά κι ανεξάρτητα απ’ τη θέληση τους, επηρεάζονταν απ’ τα ήθη και έθιμα και γενικά τον τρόπο ζωής των πληθυσμών που τους περιέβαλαν. Έτσι π.χ. οι φορεσιές των Σαρακατσιαναίων της Μακεδονίας-Θράκης, αντρικές και γυναικείες διαφέρουν απ’ τις φορεσιές των Σαρακατσιαναίων των Αγράφων και της Παλιάς Έλλάδας. Η των Σαρακατσιαναίων τ' Απροποτάμου απ' των Σαρακατσιαναίων των Αγράφων κλπ. Αυτό απ’ την επίδραση του ντόπιου πληθυσμού. Μιά εξέταση του θέματος από ειδικούς, πιστεύω, μπορεί να το αποδείξει, κι όχι μονάχα στον τομέα της φορεσιάς.

Στο 2ο Πανελλήνιο αντάμωμα του Σαρακατσιαναίων στο Περτούλι του Κόζιακα, 24 Μάη 1981, οι Ηπειρώτες Σαρακατσιαναίοι έφεραν κι έστησαν δυό τσιατούρες μαύρες, ενώ σ' όλη τη Στερεά και Θεσσαλία, που ξέρω, έφκιαναν μόνο φλώρες. Μούλεγαν δε ότι οι Ηπειρώτες τις έβαφαν μαύρες με φλούδα από καρυδιά. "Ισως το μαύρο αυτό χρώμα να το πήραν από Αρβανιτόβλαχους της Ηπείρου. αλλά και οι Σαρακατσιαναίοι της Μακεδονίας, μώλεγαν, είχαν μαύρες τσιατούρες.

Από το βιβλλίο του Γιάννη Μποτού "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.