Η μεγάλη κι αμάραντη δόξα των Σαρακατσιαναίων στάθηκε ο κλεφταρματωλισμός. Ούτε τα γράμματα καλλιέργησαν, ούτε τις τέχνες, ούτε πολιτισμό ανέπτυξαν, ένεκα η φύση της δουλειάς κι ο τρόπος της ζωής τους. Μα τ’ άρματα τα κράτησαν γερά, τα τίμησαν και τα δόξασαν ενάντια στους Τούρκους καταχτητές.

Όλοι γενικά οι ιστορικοί κι ερευνητές του κλεφταρματωλισμού, των προεπαναστατικών χρόνων και της εξέγερσης του Εικοσιένα, άλλοι άμεσα κατονομάζοντάς τους κι άλλοι έμμεσα με αναφορά τους στους κτηνοτρόφους, τους «νομάδες», τους «σκηνίτες» και τους «βλαχοποιμένες», αναγνωρίζουν την πολύ μεγάλη τους συμβολή στη γέννηση, το φούντωμα και το αντρείωμα του κλεφταρματωλισμού, καθώς και στον μεγάλο σηκωμό του Εικοσιένα.

Τα λόγια του Βλαχογιάννη (Στρατιωτικά Ενθυμήματα Ν. Κασομούλη, Τόμος Α' σελ. 105, σημ. 3) για τους Σαρακατσιαναίους είναι χαρακτηριστικά: «...συστηματικά βγάλαν από μέσα τους και θρέψαν και θεριέψανε την ελληνική κλεφτουριά. Αυτούς η τούρκικη αρχή κατάτρεχε, που στον κίντυνο μπροστά φεύγαν από επαρχία σ' επαρχία, και όχι σπάνια γύρευαν καταφύγιο σε ξένον τόπο μακρυνό με τα γιδοπρόβατα τους...».

Στην ίδια όμως σημείωση, ο Βλαχογιάννης εκφράζει την απορία του, πως ο Κασομούλης δεν τους ξέρει τους Σαρακατσιαναίους και το αποδίνει αυτό στη στρατιωτική ζωή του Κασομούλη, που την πέρασε φρούραρχος σε διάφορες πόλεις, δεν έζησε στην εξοχή, ούτε χρημάτισε αρχηγός αποσπασμάτων κατά της ληστείας. Όμως νομίζω, ότι εδώ ο Βλαχογιάννης κάνει λάθος κι ότι ο Κασομούλης τους ήξερε καλά τους Σαρακατσιαναίους. Κι η Χατζημιχάλη (Εισαγωγή σελ. ξ') λέει ότι ο Βλαχογιάννης λαθεύει κι ότι ο Κασομούλης διακρίνει τους Σαρακατσιαναίους ως «Γραικοβλάχους».

Ο Κασομούλης στη διάρκεια της Επανάστασης βρέθηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας κι έξω από πόλεις, στη Μακεδονία, Ασπροπόταμο, Άγραφα, Στερεά, Πελοπόννησο κλπ., που υπήρχαν Σαρακατσιαναίοι και πρέπει να ήρθε σ' επαφή μαζί τους και να τους γνώρισε. Φρούραρχος σε πόλεις έκαμε μετά την Επανάσταση, αλλά και κει δεν έλειπαν οι Σαρακατσιαναίοι, όπως συγκεκριμένα στη Στυλίδα, όπου ξεχείμαζαν κι υπήρχαν πολλοί Σαρακατσιαναίοι. Τέλος, από μια προσεκτικότερη ανάγνωση του κειμένου των Ενθυμημάτων του, Κεφάλαιο έβδομο της ιστορίας του αρματωλισμού (σελ. 87-128), αλλά και κεφάλαιο δεύτερο, βγαίνει το αντίθετο απ’ αυτό που πιστεύει ο Βλαχογιάννης. Ότι τους ήξερε. Μόνο που δεν τους λέει Σαρακατσιαναίους, αλλά με διάφορα άλλα ονόματα: Βλάχους, Βλαχοποιμένες, Σκηνίτες και Γραικόβλαχους. Το όνομα «Σαρακατσιαναίοι» μπορεί να το ήξερε ο Κασομούλης, αλλά από την κασίδα που είχε με την καθαρεύουσα, να μην το έγραψε, θεωρώντας το βαρβαρικό. Μπορεί όμως και να μην το ήξερε, γιατί όπως και στον τίτλο 4 τούτου του κεφαλαίου «Οι Σαρακατσιαναίοι και τ’ άλλα μιλέτια» είπαμε κι αυτοί νομάτιζαν τον εαυτό τους αλλά κι οι άλλοι αγροτικοί πληθυσμοί τους νομάτιζαν συνήθως Βλάχους, και μόνο όταν ήθελαν να τους ξεχωρίσουν απ’ τους βλαχόφωνους Βλάχους, τους νομάτιζαν Σαρακατσιαναίους.

Συγκεκριμένα, γιατί κατά τη γνώμη μου ο Κασομούλης ήξερε καλά τους Σαρακατσιαναίους και με τα ονόματα Βλάχοι, Βλαχοποιμένες, Σκηνίται, Γραικοβλάχοι που χρησιμοποιεί, εννοεί αυτούς: Πρώτα-πρώτα γιατί κάνει λόγο γι αυτούς στο έβδομο κεφάλαιο της ιστορίας του αρματωλισμού και ειδικά όταν μιλάει για τους Συκάδες-Βλαχοπουλαίους, που ήταν Σαρακατσιαναίοι και τους ήξερε προσωπικά, αλλά και στο δεύτερο κεφάλαιο και ειδικά όταν μιλάει για τους Κατσιαντωναίους (σελ. 15).

Να μερικά αποσπάσματα από τα δύο αυτά κεφάλαια: «Ο Κατσιαντώνης συγγενείς Βλάχους (Σαρακατσάνους Ελληνόφωνους, σημειώνει ο Βλαχογιάννης) έσχεν πολλούς, αλλ’ ουδείς εμιμήθη τούτον, εκτός του Τζιόγκα...» (σελ. 15). «...Συγχρόνως ως σύντροφος (του Κατσιαντώνη) εφαίνετο και ο Καραγιαννάκης, Βλάχος, όστις εφονεύθη εις τον άγιον Νικόλαον Βραγκιανίτικον, εις την Οξυάν, έπειτα από τον Κατσιαντώνην...». Αφού ο Κατσιαντώνης ήταν Σαρακατσιάνος, κι οι Βλάχοι συγγενείς και οπαδοί του ήταν κι αυτοί Βλάχοι-Σαρακατσιαναίοι. Πάρα κάτω μιλώντας για τους αρματωλούς των Αγράφων τους Μπουκουβαλαίους, γράφει στη σελ. 95: «...επιβαρύνοντας ένεκα της πολυτελείας των τους κατοίκους και τους πάροικους Βλαχοποιμένας...».

Πασίγνωστο όμως ότι στ’ Άγραφα άλλοι «πάροικοι» - Βλαχοποιμένες, εκτός από Σαρακατσιαναίους, ποτέ δεν ξεκαλοκαίριαζαν. Άρα και δω ο Κασομούλης, Βλαχοποιμένες ονομάζει τους Σαρακατσιαναίους.

Και τώρα στη διήγηση του Κασομούλη για τους Συκάδες (σ. 103-115), που είναι ύμνος για τους Σαρακατσιαναίους και μια σωστή και δίκαιη εκτίμηση της μεγάλης προσφοράς τους στον κλεφταρματωλισμό, Γράφει λοιπόν: «Συκάδες... Έν συντόμω διήλθομεν το ιστορικόν του Συκά, πατρός των άνωθεν αυταδελφών, θεμελιωτού ενός εκ της φυλής των Σκηνιτών Αρματωλικίου... πριν αρχίσωμεν την περιγραφήν των κατορθωμάτων τούτων των ανδρών εθεωρήσαμεν ως αναγκαίον να παρατηρήσωμεν προκαταρκτικώς τα ήθη και την ζωήν της τάξεως των Βλαχοποιμένων, ήτις συντελούσα τα μέγιστα εις το φιλελεύθερον πνεύμα των αρματωλών και ληστών (εννοεί τους κλέφτες), εξήγαγεν από τους κόλπους της και τους άνωθεν και τόσους άλλους περιφανείς άνδρας» (σ. 103). Αφού μιλάει για τους Συκάδες, που βγήκαν απ’ τη φυλή των Σκηνιτών, των Βλαχοποιμένων, και αφού οι Συκάδες ήταν Σαρακατσιαναίοι, κι όχι βλαχόφωνοι Βλάχοι (πράμα που το ήξερε, το αντιλαμβάνονταν οπωσδήποτε ο Κασομούλης, αφού ο ίδιος ήταν βλαχόφωνος), επόμενο είναι κι οι Σκηνίτες, οι Βλαχοποιμένες που τους έβγαλαν, νάναι Σαρακατσιαναίοι, κι αυτούς, ολοφάνερα, λέει ο Κασομούλης Σκηνίτες και Βλαχοποιμένες. Και συνεχίζει: «Βλαχοποιμένες (εδώ ο Βλαχογιάννης στην υποσημ. 3 γράφει, ότι στο χειρόγραφο του Κασομούλη είναι γραμμένο «ποιμένες ή βλαχοποιημένες» ): Μεταξύ των κατοίκων Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας η κυριωτέρα από τας τάξεις των πολιτών, η οποία εσχετίζετο περισσότερον, συνέτρεχεν και περιέθαλπεν εις διαφόρους περιστάσεις τους αρματωλούς και τας ληστρικάς συμμορίας,... ως εκ της φύσεως του επαγγέλματος των ήτον αι διάφοροι τάξεις των βοσκών χωρικών και των διαφόρων ποιμένων κατοίκων και φερεοίκων» (σ. 103). Εδώ ο Βλαχογιάννης στην υποσημ. 7 γράφει ότι με τη φράση «βοσκών χωρικών» εννοεί τους σκηνίτες, που δεν είχαν μόνιμη κατοικία και χωριό. Νομίζω ερμηνεύει λαθεμένα τη φράση ο Βλαχογιάννης. Νομίζω ότι με τη φράση αυτή ο Κασομούλης εννοεί τους κατοικημένους σε χωριά μόνιμα, χειμωνοκαλόκαιρο, που είχαν κι έβοσκαν ζώα, δηλαδή χωριάτες κτηνοτρόφους και τσοπάνηδες. Τ' άλλο κομμάτι, τη φράση «διαφόρων ποιμένων κατοίκων» σωστά την ερμηνεύει ο Βλαχογιάννης, ότι δηλαδή εννοεί τους ποιμένες που το Καλοκαίρι ζούσαν σε χωριά δικά τους και το Χειμώνα μόνο αλλάζαν διαμονή, κατεβαίνοντας στους κάμπους να ξεχειμάσουν το βιό τους. Τέτοιοι ποιμένες «κάτοικοι» ήταν κι οι περισσότεροι βλαχόφωνοι Βλάχοι, εκτός απ’ τους Αρβανιτόβλαχους. Είχαν δικά τους μόνιμα καλοκαιρινά χωριά στο Σμόλικα, τον Ασπροπόταμο κλπ. αφήνει όμως ο Βλαχογιάννης ανερμήνευτο το υπόλοιπο της φράσης αυτής «διαφόρων ποιμένων κατοίκων και φερεοίκων». Αυτό το υπόλοιπο της φράσης «διαφόρων ποιμένων... φερεοίκων» εννοεί τους σκηνίτες γενικά, αυτούς που δεν είχαν μόνιμη διαμονή ούτε Χειμώνα ούτε Καλοκαίρι. Και συνεχίζει ο Κασομούλης στην ίδια σελίδα 103: «Επειδή όμως από την λέξιν «ποιμένες» - γενικώς λέγοντες - δεν δυνάμεθα να εξάγωμεν όποιοι ήσαν εκείνοι οίτινες υπόφερον περισσότερον και όποιοι ολιγώτερον διά να εννοήσωμεν διακεκριμμένως αυτούς, εστοχάσθημεν να διαστείλωμεν αυτούς μεταξύ των με την περιγραφήν, εν μέρει, των εθίμων των, της γλώσσης των, τας σχέσεις των και τον τρόπο του ζην και του μετέρχεσθαι το επάγγελμα και σύστημα των ποιμένων - το όποιον ακολουθούντες εκ διαδοχής ανέκαθεν και μέχρι την σήμερον φαίνεται ότι εσχημάτιζον μίαν χωριστήν κοινωνίαν. Ούτως εχόντων και διαιρούντες αυτούς εις χωρικούς κατοίκους ποιμένας και εις σκηνίτας, παρουσιάζονται ότι δύο φυλαί ομάδων Σκηνιτών (όχι κατοίκων ποιμένων, τους αφήνει έξω τους κατοίκους ποιμένες και καταπιάνεται μόνο με τους σκηνίτες ποιμένες, σημείωση δική μου) ήσαν εκείνοι εις τους οποίους δυνάμεθα να δώσωμεν κυρίως το όνομα, ποιμένες εκ συστήματος και επαγγέλματος: οι Αλβανιτοβλάχοι και οι Γραικοβλάχοι. Διαιρούντες αυτούς (δηλ. τους εκ συστήματος και επαγγέλματος ποιμένας, τους σκηνίτας, σημ. δική μου) εις δύο φυλάς, και κατά τα ήθη και κατά τα έθιμα και κατά την γλώσσαν και κατά το ζην κοινωνικώς, φαίνεται ότι η κάθε μία έξ’ αυτών είχε ιδιαίτερον χαρακτήρα σύμφωνον με τας έξεις των γειτνιαζόντων μερών και ανδρών, παρά των όποιων επεριστοιχίζετο. Παραδείγματος χάριν οι Αλβανιτοβλάχοι, διότι κατάγονται από τα πέριξ της Μοσχοπόλεως χωρία Γράμουσταν, Νικολίτζαν κλπ., γειτνιάζοντες με τους Αλβανούς... Και ομιλούντες μόνον την βλαχικήν διάλεκτον και την αλβανικήν, χωρίς να μανθάνουν την ελληνικήν παρ' εν παρόδω... χωρίς όμως να συνέρχονται ούτε εις γάμον με Γραικούς, φαίνεται ότι ήσαν επιρρεπέστεροι εις την δουλείαν. Οι Γραικοβλάχοι εκ τουναντίον καταγόμενοι από χωρία της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, επειδή όμως εγειτνιάζοντο και περιστοιχούντο από Ελληνικάς χώρας και αρματωλούς Έλληνας, ως π.χ. Το Βασταβέτσι, το Συράκον, Αβδέλα, Σαμαρίνα, αν και απλοί και αμαθείς οι περισσότεροι, σύμφωνοι όμως ως προς τας έξεις με τους Έλληνας, επιρρεπέστεροι εξ’ αναστροφής ως πρός την ανεξαρτησίαν των, πονητικοί συγγενείς μεταξύ των, πιστοί εις την φιλίαν, επαρατηρήθη ότι, εάν και είχον και ούτοι ιδιαίτερα τινά έθιμα ως προς το ζην και πολιτεύεσθαι από τους κατοίκους, (όχι όμως και ιδιαίτερη γλώσσα, σημείωση δική μου) διαφέροντες όμως καθόλου από τους Αλβανιτοβλάχούς κατά τα λοιπά, και συνερχόμενοι ε/ς γαμικούς δεσμούς και με τους Γραικούς, ωθούντο όμως από εν αίσθημα φιλελεύθερον, το όποιον κεντούσεν και τους Έλληνας κατοίκους. Δεν εύρισκες ούτε ληστρικήν συμμορίαν (κλέφτικο μπουλούκι δηλ. εννοεί), εντός της οποίας να μη ύπαρχον και εξ’ αυτών άνδρες, ούτε περίστασιν καταδρομής των Αρματωλών ή ληστών, κατά την οποίαν ως έχοντες γνώσιν των κινημάτων των να μη έπαθον και ακόμη ούτε παράδειγμα προδοσίας ηκούσθη από την μερίδα των ποτέ διά κανέναν από τους ληστάς, μ’ όλους τους απηνείς και σκληρούς θανάτους και βασανιστήρια, τα οποία υπόφερον κατά καιρούς από τους δερβεναγάδες Τουρκαλβανούς. Υποχρεωμένοι αι ομάδαι αύται, ως εκ της διανομής και χωρητικότητος των λιβαδιών και των ποιμνίων, να σχηματίζονται εις τόσα κόμματα και τόσας κοινότητας σκηνιτών... οπλοφορούντες αείποτε, εις τα ορεινά μέρη και πεδιάδας, η φυλή των Γραικοβλάχων, όταν εν καιρώ Ανοίξεως ή Χινοπώρου συναθροίζετο να αλλάξη θέσεις -συνδεδεμένη συγγενικώς από την μίαν άκρην έως την άλλην,εσχημάτιζε κάθε μία τόσους οπλοφόρους, όσους επροξενούσαν εις την διάβασίν των πολλάκις φόβον.

Γνωστός ο χαρακτήρ των δυό φυλών τούτων και αι διαθέσεις των προς τους Οθωμανούς, εάν και εξ’ αυτών πολλοί αρχιποιμένες διά να λάβουν προστασίαν τινά, εσκέπαζον τα ποίμνια των με τα ονόματα των τυρράνων των διά να προφυλαχθούν, μη υποφέροντες όμως μέχρι τέλους... πολλάκις πολλοί ανεξάρτητοι άνδρες αφήσαντες και τα ποίμνια και τους συγγενείς των και τα συμφέροντά των εις την διάκρισιν των καταδρομητών και λαβόντες τα όπλα έκαμαν τους εχθρούς να τους τρομάζουν εις τας φωλέας των» (σ. 105).

Εδώ ο Βλαχογιάννης στην υποσημ. 3 (σ. 105) φέρνει ως το πιο σημαντικό παράδειγμα αρχιποιμένων που άφησαν τα ποίμνιά των και έλαβον τα όπλα, τον Κατσιαντώνη και τ’ αδέρφια του. Παρατηρεί επίσης ότι ο Κασομούλης σε σβυσμένη σελίδα του χειρογράφου του, φέρνει παράδειγμα και το Δίπλα... Το Νάσιο (Βλαχοθανάση;), το Γιαννάκη Φαρμάκη (πού είναι κι αυτοί, προσθέτω εγώ, Σαρακατσιαναίοι). Στη συνέχεια όμως της υποσημείωσης ο Βλαχογιάννης λέει, ότι ο Κασομούλης λέοντας «Γραικοβλάχοι» εννοεί τους Κουτσοβλάχικους πληθυσμούς της περιοχής Βασταβέτσι, Συράκου, Αβδέλλας, Σαμαρίνας. Κι ακριβώς εδώ, νομίζω, κάνει το λάθος ο Βλαχογιάννης. Όχι, δεν εννοεί τους Κουτσόβλαχους ο Κασομούλης μιλώντας για Γραικόβλαχους. Εννοεί τους Σαρακατσιαναίους. Και να γιατί. Από την αρχή της περιγραφής του βίου των Συκάδων (σ. 103) αρχίζει να μιλάει γενικά για τους βοσκούς χωρικούς, τους ποιμένες κατοίκους και τους ποιμένες φερεοίκους. Και προχωράει ειδικότερα στους φερέοικους ποιμένες, τους σκηνίτες, για να τους ξεχωρίσει σε Αλβανιτοβλάχους και σε Γραικοβλάχους. Δηλαδή εδώ ο Κασομούλης περιγράφει δυο φυλές ποιμένων σκηνιτών-φερεοίκων. Φερέοικοι όμως, σκηνίτες, και τότε κι ως τις μέρες μας ήταν μόνον οι Αρβανιτόβλαχοι κι οι Σαρακατσιαναίοι. Οι Κουτσόβλαχοι, οι βλαχόφωνοι δηλαδή, ποτέ δεν ήταν σκηνίτες, φερέοικοι, είχαν πάντοτε μόνιμον τόπο και χωριά δικά τους για καλοκαιρινή διαμονή, όπως η Σαμαρίνα, η Αβδέλλα κλπ. Άρα λέοντας Γραικοβλάχους εννοεί τους Σαρακατσιαναίους. Και χωρίζοντας τους φερέοικους, τους σκηνίτες ποιμένες, σε Αλβανιτόβλαχους και Γραικοβλάχους, ενώ για τους Αλβανιτόβλαχους λέει, ότι ήταν επιρρεπέστεροι στη δουλεία, μιλάν βλάχικα και Αλβανικά και εν παρόδω Ελληνικά, για τους Γραικοβλάχους λέει ότι ήταν επιρρεπέστεροι στην ανεξαρτησία, είχαν αίσθημα φιλελεύθερον, έδιναν βοήθεια στους αρματωλούς και τους κλέφτες και πουθενά δεν αναφέρει ότι μιλούσαν τη βλάχικη, ενώ αν εννοούσε με το «Γραικοβλάχους» τους Κουτσόβλαχους, λογικά θάπρεπε να λέει ότι μιλούσαν τη βλάχικη.

Το ότι ο Κασομούλης λέει, ότι οι Γραικοβλάχοι εγειτνιάζοντο και περιστοιχούντο από Ελληνικάς χώρας και αρματωλούς Έλληνας, ως π.χ. Το Βασταβέτσι, Συράκο, Αβδέλλα, Σαμαρίνα δε σημαίνει ότι ορίζει τα γεωγραφικά όρια των Γραικοβλάχων αυτών (Σαρακατσιαναίων) στα χωριά αυτά, όπως πιστεύει ο Βλαχογιάννης, αφού προηγούμενα (σ. 104) λέει, ότι οι Γραικοβλάχοι αυτοί κατάγονταν από την Ήπειρο, Μακεδονία και Θεσσαλία, δηλαδή από πολύ ευρύτερα γεωγραφικά όρια, ενώ τα χωριά που αναφέρει κι άλλα γύρω απ' αυτά, όπως το Περιβόλι, Φούρκα κλπ. με αμιγή κουτσοβλάχικον πληθυσμό είναι στη Δυτική Μακεδονία και Ήπειρο και σε μια συνεχόμενη σχετικά και μικρή και περιορισμένη περιοχή. Τα χωριά αυτά ο Κασομούλης τα αναφέρει ενδεικτικά, λέει «π.χ.», θέλοντας να καθορίσει τας ελληνικάς χώρας με τας οποίας εγειτνιάζοντο και από τας οποίας περιστοιχούντο οι Γραικοβλάχοι του, και όχι ότι οι Γραικοβλάχοι αυτοί κατοικούσαν ή κατάγονταν από τα χώρας αύτας. Εάν ήθελε να πει ότι οι Γραικοβλάχοι αυτοί κατάγοντο από αύτας τας χώρας, θα τόλεγε όπως το είπε και για τους Αλβανιτοβλάχους, «διότι κατάγοντο», αλλά δεν το λέει, γιατί το είπε προηγούμενα από που κατάγονται, «...καταγόμενοι από χωρία της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας».

Εδώ βέβαια ανακύπτει το ερώτημα, οι κάτοικοι των χωριών αυτών, που γειτνίαζαν και περιστοιχούσαν τους Γραικοβλάχους (Σαρακατσιαναίους) και που ως γνωστόν, ήταν βλαχόφωνοι, Κουτσόβλαχοι, ήταν, ας πούμε, πιο Έλληνες απ’ τους Γραικοβλάχους (τους Σαρακατσιαναίους), για να τους επηρεάσουν επί το ελληνικότερο; Νομίζω ότι δε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Αλλά εδώ πρέπει νάχουμε υπόψη μας, ότι κι ο Κασομούλης ήταν βλαχόφωνος, που ήξερε και κάποια γράμματα και πίστευε τον εαυτό του αναντίρρητα, άλλωστε πολύ σωστά και δίκαια, Έλληνα, όπως και τα βλαχοχώρια αυτά που αναφέρει ως Ελληνικάς χώρας, που είχαν μάλιστα και κάποιον πολιτισμό και στα μάτια του Κασομούλη ήταν ελληνικές χώρες, που γειτνιάζοντας και περιστοιχώντας τους Γρατκοβλάχους (Σαρακατσιαναίους) τους επηρέαζαν, και από την άποψη την πολιτιστική σίγουρα τους επηρέαζαν, προς το ελληνικότερο.

Άλλωστε, το ότι ο Κασομούλης με τον όρο «Γραικοβλάχοι» δεν εννοεί τους Κουτσόβλαχους, τους βλαχόφωνους, και δεν ταυτίζει στο γραφτό του τους Γραικοβλάχους με τους βλαχόφωνους κατοίκους των χωριών που τους περιστοίχιζαν, δηλαδή της Σαμαρίνας, Αβδέλας κλπ., βγαίνει κι απ’ το ότι περιγράφοντάς τους (τους Γραικοβλάχους), λέει: «... επαρατηρήθη ότι εάν και είχον και ιδιαίτερα τινά έθιμα ως προς το ζην και πολιτεύεσθαι από τους κατοίκους...», άρα άλλοι ήταν οι κάτοικοι (των βλαχοχωριών Σαμαρίνας, Αβδέλας κλπ.) κι άλλοι οι Γραικοβλάχοι. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν οι Σαρακατσιαναίοι.

Εάν με το «Γραικοβλάχοι» ο Κασομούλης εννοούσε τους βλαχόφωνους Βλάχους, θα έκανε λόγο γι’ αυτούς και θα χρησιμοποιούσε τον όρο σε άλλο σημείο της διήγησης του και κυρίως στο δεύτερο κεφάλαιο και ειδικά όταν μιλάει για τους Ζηδραίους, που είχαν περιοχή δράσης την περιοχή των Γρεβενών, περιοχή που έχει βλαχόφωνο πληθυσμό. Όπως το ίδιο θάκανε και στο έβδομο κεφάλαιο στη διήγηση για τους Στουρναραίους τ’ Ασπροποτάμου, όπου και κει ο πληθυσμός είναι βλαχόφωνος. Όμως κάνει λόγο και χρησιμοποιεί το «Γραικοβλάχοι» στη διήγηση για τους Συκάδες, που δεν ήταν βλαχόφωνοι και τόξερε βέβαια αυτό ο Κασομούλης σα βλαχόφωνος που ήταν, αλλά Σαρακατσιαναίοι, που κι αυτό μια και τους ήξερε καλά και τους είχε συναναστραφεί (τους Συκάδες-Βλαχοπουλαίους της εποχής του) ο Κασομούλης, δε μπορεί να μην τόξερε, ότι ήταν δηλαδή Σαρακατσιαναίοι. Κι ίσως το μόνο σόϊ Σαρακατσιαναίων αρματωλών της εποχής του, πράμα που κι αυτό ίσως να τον έκαμε τον Κασομούλη να κάμει ιδιαίτερο λόγο για το συνάφι τους, τη φυλή τους, τη «Γραικοβλάχικη» (Σαρακατσιαναίϊκη). άλλωστε ο ίδιος ο Βλαχογιάννης αντιφάσκει με τη γνώμη του αυτή, ότι δηλ. Ο Κασομούλης με το «Γραικοβλάχοι» εννοεί τους κουτσοβλάχικους πληθυσμούς. Γιατί στην ίδια υποσημείωση (σελ. 105), στην αρχή της, φέρνει σαν παράδειγμα σκηνιτών που άδραξαν τα όπλα τους Κατσιαντωναίους, το Δίπλα, το Βλαχοθανάση και το Γιάννη Φαρμάκη, που όλοι τους ήταν Σαρακατσιαναίοι κι όχι Κουτσόβλαχοι, βλαχόφωνοι.

Όλο το σχετικό κείμενο θα ήταν πολύ σαφέστερο, αν ο Κασομούλης δεν είχε την πετριά να γράφει στην καθαρεύουσα, που δεν την ήξερε κιόλας καλά. Πάντως κατά τη γνώμη μου, ο Κασομούλης με τους «Γραικοβλάχους» σίγουρα εννοεί τους Σαρακατσιαναίους.

Ας παρακολουθήσουμε όμως τον Κασομούλη και πάρα κάτω στη διήγησή του για τους Συκάδες (σελ. 106). «Ούτως εχόντων, γενικώς και ιδιαιτέρως, τα περί της φυλής των σκηνιτών Βλαχοποιμένων και ποιμένων χωρικών (Γι’ αυτούς όμως δε μίλησε), αφού είδομεν ότι εις καμίαν περίστασιν εκ της φυλής των αλβανιτοβλάχων ληστής ή αρματωλός δεν εφάνη εξ' επαγγέλματος, και παρατηρήσαμεν ότι από τας ομάδας των Γραικοβλάχων ανεφάνησαν και αρχιλησταί και Αρματωλοί έχοντες υπ' όψιν μας την οικογένειαν των Συκάδων, θέλομεν εξακολουθήσει την περιγραφήν ταύτης λεπτομερέστερα - οίτινες διαδεχθέντες το αρματωλίκι..., αλλά και εξακολουθούντες το παράδειγμα των πολλοί εκ της φυλής των, ανεφάνησαν έπειτα και τρομακτικώτεροι και επιβλαβέστεροι εις τους σκοπούς των τυρρώνων». (Άλλοι από τη φυλή των Σαρακατσιάνων, καθώς ο Κατσαντώνης, σημειώνει στη σημ. 3, ο Βλαχογιάννης).

Πως λοιπόν μπορεί να υποστηριχτεί, ότι ενώ στο κομμάτι αυτό ο Κασομούλης μιλάει για τους Σαρακατσιαναίους Συκάδες και τη φυλή τους, απ’ τις ομάδες της οποίας ανεφάνησαν οι Συκάδες αυτοί, αρχιλησταί και αρματωλοί, όμως όταν αυτή τη φυλή κι αυτές τις ομάδες στην περιγραφή που προηγήθηκε, αλλά και δω, τις νοματίζει Γραικοβλάχους, δεν εννοεί τους Σαρακατσιαναίους αλλά τους Κουτσόβλαχους; Τι σχέση έχουν εδώ οι Κουτσόβλαχοι και η φυλή τους με τους Συκάδες τους Σαρακατσιαναίους, πού τους ήξερε ο Κασομούλης και δεν ήταν δυνατόν να τους μπερδέψει με τους Κουτσόβλαχους; Κι ακόμα τι δουλειά έχουν εδώ στη Στερεά Ελλάδα οι Κουτσόβλαχοι, που ζουν στη Δ. Μακεδονία, Ήπειρο και Δ. Θεσσαλία; Απλώς ο Κασομούλης κι εδώ και προηγούμενα χρησιμοποιεί το πλάσμα του αυτό, το «Γραικοβλάχοι», σε αντιπαράθεση και σύγκριση με την ελληνικούρα του το «Αλβανιτοβλάχοι» (όπως περίπου λέει κι ο Βλαχογιάννης στην υποσημ. 2, σελ. 104). Με το πλάσμα του αυτό , το «Γραικοβλάχοι», θέλει να εξάρει το ανυπότακτο πνεύμα, τη μαχητικότητα, την αντίσταση των Σαρακατσιαναίων στους Τούρκους, συγκρίνοντάς τους με τους «Αλβανιτοβλάχους», άλλο κι αυτό κατασκεύασμα του. Κι αφού έκαμε τη σύγκριση-αντιπαράθεση των «Γραικοβλάχων» (Σαρακατσιαναίων) του με τους «Αλβανιτοβλάχους» του, από δω και κάτω χρησιμοποιεί τους συνηθισμένους όρους «Βλάχοι», «σκηνίται», «βλαχοποιμένες» κλπ.

Συνεχίζουμε όμως με αποσπάσματα από τα Ενθυμήματα του Κασομούλη, γιατί η μαρτυρία του για τους Σαρακατσιαναίους και τη δράση τους είναι πολύ διαφωτιστική και έγκυρη:

«Σύγχρονοι οι προρρηθέντες υιοί του Συκά, του Θανάση Βουκουβάλα, του..., από τα αρματωλίκια των οποίων περιεστοιχούντο... αρκούσε μόνον ότι συναισθάνοντο την δύναμίν των, την οποίαν τοις χορηγούσεν η φυλή των και η θέσις των, και ότι ήσαν Αρματωλοί εκ των νομάδων την ακούραστον φυλήν, η οποία να τρέχη νύχτα ήμερα προς υποστήριξίν των - και δεν είχον την ανάγκην εις εκείνας τα περιστάσεις, ούτε από των προκρίτων εντοπίων το σέβας, ούτε... όλοι οι Βλάχοι μια γενιά κατά την παροιμίαν θεωρούμενοι, είτε ως λησταί είτε ως Αρματωλοί, ήθελον να διέλθουν το στάδιόν των, εύρισκον από την φυλήν των οιανδήποτε συνδρομήν κάθε στιγμήν, και διά να υποστηρίζωνται και διά να επαπειλούν και να υπερασπίζωνται όποιον ήθελον» (σ. 106-107).

Και σημειώνει ο Βλαχογιάννης, υποσημ. 2: «Οι συμμορίες των κλεφτών κάθε φορά που ήταν ανάγκη, στρατολογούσαν μυστικά βλαχοποιμένες». Αυτά που λεν εδώ ο Κασομούλης κι ο Βλαχογιάννης, σημαίνουν ότι οι Σαρακατσιαναίοι όχι μονάχα έβγαιναν κλέφτες κι Αρματωλοί και φύλαγαν και τροφοδόταγαν τους κλεφταρματωλούς, αλλά κι αποτελούσαν ένοπλη εφεδρεία τους, γιατί στην ανάγκη έτρεχαν όλοι οι άντρες της στάνης αρματωμένοι και βόηθαγαν και στις μάχες τους κλεφταρματωλούς.

«Κεντρικωτέρα και οχυρωτέρα από τας γειτονικής θεωρούμενη η επαρχία ταύτη του Καρπενησίου και Βλοχού (δηλαδή του αρματωλικιού των Συκάδων) πάντοτε διά τους εξαιρετικούς και αχανείς λογκώδεις ορεινούς στενούς δρόμους της,... πηγάς ποταμών και άφθονος από κοιλάδας διά βοσκήν ζώων... ως εκ της φύσεως του τόπου συσσωρευμένη την Άνοιξιν και το θέρος εις τα βουνά της η φυλή των Βλαχοποιμένων της οικογενείας των (Συκάδων) ως το πλέον ασφαλές καταφύγιον των κατατρεγμένων λησταρματωλών και ληστών - σχηματιζόμενη αφ' εαυτής η δύναμίς των από τας διαφόρους υποχρεώσεις πρός τους κατατρεγμένους...» (σ. 107). Και σημειώνει, υποσημ. 5 και 6, ο Βλαχογιάννης: «... Κατά κανόνα οι κλέφτες ακολουθούσαν τα φιλικά ή συγγενικά κοπάδια (των Βλαχοποιμένων) που τους τρέφανε κρυφά. Και: Επειδή οι κλέφτες φύλαγαν τους βοσκούς από κάθε καταδρομή, φυσικά η επιρροή τους πάνω σ’ αυτούς μεγάλωνε από τις υποχρεώσεις που γεννούσαν». Όλα τα παραπάνω αποσπάσματα απ’ τον Κασομούλη, γράφει κι άλλα, είναι, νομίζω, αρκετά κι εύγλωττα. Κι ούτε άλλα σχόλια χρειάζονται.

Αλλά κι άλλοι συγγραφείς, ιστορικοί και λογοτέχνες, άλλοι άμεσα - ονομαστικά κι άλλοι έμμεσα, κάνουν σχετικά λόγο για τους Σαρακατσιαναίους:

«Από τους «Γραικοβλάχους», από τους Σαρακατσαναίους, δηλαδή τους ελληνόφωνους νομάδες, καθώς και από τους άγριους κατοίκους της Ακαρνανίας βγήκαν προ πάντων οι πιο μεγάλοι αρματωλοί και κλέφτες, οι πυρήνες της ελληνικής ανεξαρτησίας» (Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Α', έκδοση Β', σ. 40). Εδώ ο Βακαλόπουλος χρησιμοποιεί το «Γραικοβλάχος» με τη σωστή και γνωστή έννοια, του βλαχόφωνου με την ελληνική εθνική συνείδηση.

«Οι Σαρακατσάνοι δώσανε πολλούς αρματωλούς και κλέφτες». (Ηλ. Βενέζης, εφημερίδα ακρόπολις» 5/3/1961).

«Λόγοι ταξικοί αλλά κι εδαφικοί συντελέσανε ώστε τα σώματα της κλεφτουριάς να προέρχονται κατά συντριπτική πλειοψηφία από την τάξη των γεωργοκτηνοτρόφων. Όπως κι αλλού γράψαμε (Ο αληθινός Κολοκοτρώνης, σελ. 17) η ανεξάντλητη και φυσική εφεδρεία της κλεφτουριάς ήτανε οι αγρότες - κτηνοτρόφοι. Ο εμποράκος κι ο βιοτέχνης, ο τοκοφλύφος κι ο κοτζαμπάσης ή ο καραβοκύρης δε βγαίνανε κλέφτες...» (Χρ. Στασινόπουλος, ο Νικηταράς- Αθήνα 1962, σ. 21).

Η συμβολή των Σαρακατσιαναίων και γενικά των κτηνοτρόφων στον κλεφταρματωλισμό και το λεύτερο φρόνημα τους βρήκαν την αντανάκλασή τους και στη λογοτεχνία μας:

Ο Μ. Καραγάτσης στη νουβέλλα «Το Μπουρίνι» (έκδοση Γλάρος 1943, σ. 15) περιγράφοντας τον ήρωά του, ένα Καραγκουνόπουλο του κάμπου της Θεσσαλίας, γράφει: «Όταν τ’ αη-Γιωργού περνούσαν οι βλάχοι κι οι σαρακατσανέοι με τα κοπάδια, τους ακλοθούσε από μακριά ώρες ολόκληρες. Οι λέφτερες αυτές φυλές των νομάδων, των σκηνιτών, που δεν είχανε σκεπή και τζάκι, του μαγνήτιζαν, του σκλάβωναν τη ψυχή. Θα ήθελε να τον πέρναν μαζί τους, να τον κάναν παραγιό στα πράτα τους. Να τον μάθαιναν να κρατάει ψηλά το κεφάλι, να κοιτάει όλον τον κόσμο στα μάτια, κι όταν είναι ανάγκη, να βάζει άφοβα το χέρι στην πιστόλα του σαλαχιού. Με ολάνοιχτη ψυχή άκουγε τα τραγούδια τους, σκοπούς αντρίκιους και δυνατούς, γεμάτους απ’ τη λεύτερη ζωή των βουνών».

Κι ο Θανάσης Πετσάλης στους «Μαυρόλυκους» (Αθήνα 1947, ΤόμοςΑ' σελ. 98) βάζει έναν διάλογο ενός Μαυρόλυκου με τσοπαναραίους: «Ποιόν αφέντη δουλεύετε; (Μαυρόλυκος) - δεν ξέρουμε από αφέντες εμείς έτσι που μας θωρείς (τσοπαναραίοι) — Καλά ποιανού Μπέη είναι το κοπάδι; - δεν γροικούμε από Μπέηδες κι Αγάδες. Εμείς δεν προσκυνάμε. Το κοπάδι δικό μας είναι. Ο Στέφανος Μαυρόλυκος άκουγε θαυμάζοντας. Οι τσοπαναραίοι του μιλούσαν μ’ αγέρωχη αφεντωσύνη. - Χαράτσι μαθές δεν του πληρώνετε του Τούρκου; - Κανένας δεν μας ζήτησε εμάς τίποτες. Που νάρθη να μας βρή; Τα βουνά είναι δικά μας. - δεν σύντυχε να συναπαντηθήτε με τον Τούρκο; - αμ’ πως δά. Συναπαντηθήκαμε βεβαίως. Και την κάθε βολά, γιέ μου, το μετάνιωσε ο άπιστος... Βγήκηνε βαρεμένος στο σταυρό...»

Τη στενή σχέση της κλεφτουριάς με τους Σαρακατσιαναίους, τους «Βλάχους», τη βρίσκουμε και σε πολλά δημοτικά τραγούδια. Το τραγούδι του Σαρακατσιάνου πώχασε τα πρότα του και τα παιδιά του βγήκαν κλέφτες (κεφάλαιο Α', τίτλος 10) είναι χαραχτηριστικό. Να κι ένα άλλο που δείχνει τη σχέση απ’ την ανάποδη, τους προσκυνημένους κλέφτες να φυλάν γίδια και πρόβατα:

Οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες 
κι άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι άλλοι φυλάγουν γίδια 
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θε να προσκυνήσει, 
το πλάγι-πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά βαρούσε: 
Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω, 
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες, 
μόν 'καρτερώ την Άνοιξη, ναρθούν, τα χελιδόνια, 
να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά, να βγουν οι Βλαχοπούλες.»

(Ελληνική Ποίηση ανθολογημένη, Μ. Αυγέρη κλπ., τ. Γ' σελ. 49).

Τέλος για τη στενή σχέση Σαρακατσιαναίων και κλεφτουριάς, που ήταν σαν το νύχι με το κρέας, θ’ αναφέρω και κάτι που μώλεγε ένας Σαρακατσιάνος τσέλιγκας, άνθρωπος πολύξερος και ξύπνιος, για την καταγωγή των Σαρακατσιαναίων. Μώλεγε λοιπόν, ότι οι Σαρακατσιαναίοι κατάγονται απ’ τους κλέφτες, που αναγκασμένοι το Χειμώνα απ’ τα χιόνια και τη δυσκολία της διατροφής τους ν' αφήνουν τα βουνά και να κατεβαίνουν στους κάμπους, σιγά-σιγά πολλοί τους το πήραν συνήθειο αυτό και έφκιασαν και γιδοπρόβατα και πήραν τη σειρά αυτή τη βλάχικη. Μπορεί η γνώμη αυτή να μην είναι σωστή αυτή καθ' εαυτή και να βάνει το πρώτο (τη βλαχοσειρά) δεύτερο και το δεύτερο (κλεφτουριά) πρώτο, όμως δείχνει τη μεγάλη σχέση κι αλληλεξάρτηση Σαρακατσιαναίων και κλεφτουριάς. Κι αυτό που μου έλεγε ο τσέλιγκας, και με την έννοια που είπα, το βεβαιώνει και τούτο το δημοτικό τραγούδι:

Τα δέντρα μαραθήκανε, τα κορφοβούνια ασπρίσαν
κι οι Βλάχοι παν στα χειμαδιά, να ξεχειμάσουν πάνε.
Πάει κι ο κλέφτης, ροβολάει, τα κορφοβούνια αφήνει,
αλλάζει τα φορέματα και τρέχει σκοτισμένος
και δε γελάει τ’ αχείλι του, μον' σκύφτει το κεφάλι,
μετρώντας τα μερόνυχτα, την ώρα καρτερώντας,
ν’ ανθίσει ο γαύρος κι η οξιά, να ζώσει τ’ άρματά του,
να σφίξει τα τσαρούχια του, να σκαπετήσει ράχες,
ν’ ανέβει στα ψηλά βουνά, στα κλέφτικα λημέρια,
να σμίξει με τη συντροφιά, την τέχνη του ν’ αρχίσει,
να σφάζει Τούρκους σαν αρνιά και σαν παχειά κριάρια
και να σκλαβώσει μπέηδες και ξαγορές να πάρει.

(Χρ. Χρηστοβασίλης, Έθνικά Άσματα 1453-1821», έκδ. Β', σελ. 234).

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο τέταρτος στίχος «αλλάζει τα φορέματα, και τρέχει, σκοτισμένος» σημαίνει ότι ο κλέφτης αφήνοντας τα βουνά, ακολουθάει τους Βλάχους σαν απλός Βλάχος-τσιοπάνος κι αυτός κι όχι σαν κλέφτης και γι’ αυτό είναι σκοτισμένος (στενοχωρημένος) και περιμένει την Άνοιξη να ξαναβγεί με τους Βλάχους στα βουνά «την τέχνη του ν’ αρχίσει» (δέκατος στίχος).

Να κι ένα άλλο παρόμοιο, που το παραθέτει ο Θ. Νημάς στα «Δημοτικά Τραγούδια της Θεσσαλίας», σελ. 153:

Πιδιά μ’ πήρι Χινόπωρους, πήρι βαρύς Χειμώνας,
πέσαν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, κρουστάλιασαν οι βρύσες,
πιδιά μ’ θα ξεχουρίσουμι 'πό δυό 'πό τρεις νομάτοι,
όσου να έρθει η Άνοιξη, να ρθεί το Καλουκαιρι,
ν' ανοίξει ού γαύρους κι η οξυά, να ησκιώσουν τα λημέρια,
να βγουν οι βλάχοι στα βουνά κι αυτές οι βλαχοπούλες,
πόχουν τα λάϊα πρόβατα με τα λαμπρά κουδούνια.

Έτσι σα συμπέρασμα, μπορούμε να πούμε αδίσταχτα, ότι κάθε Σαρακατσιαναίϊκη στάνη ήταν, εκτός απ’ τ’ άλλα (επαγγελματική ομάδα κλπ.), και μια ένοπλη μαχητική ομάδα, που απ’ τόνα μέρος έβγανε σα βρυσομάνα μόνιμους κλέφτες κι αρματωλούς, κι απ' τ’ άλλο ήταν και εφεδρική ένοπλη δύναμη για τους κλεφταρματωλούς, που και τους τάιζε, αλλά κι έτρεχε στις μάχες όταν στριμώνονταν οι κλεφταρματωλοί και την καλούσαν σε βοήθεια. Κι ακόμα κι η ίδια μοναχή της, άμα βρίσκονταν στην ανάγκη, άνοιγε πόλεμο με τους Τούρκους. Απόηχος μιας τέτοιας, της τελευταίας, περίπτωσης είναι το πάρα κάτω τραγούδι, που αναφέρεται στη στάνη του Μάμαλη, παλιάς τρανής Σαρακατσιαναίϊκης φάρας, που σε μια μάχη με τους Τούρκους έπαθε νίλα, πιάστηκε κι ο τσέλιγκάς της και που έμεινε από τότε γνωστή και λέγεται, «νίλα του Μάμαλη»:

«Ζητούνι μου και Λειβαδιά, Μώλος και Μπουντουνίτσα, 
μην είδατε κάναν πασιά, κάναν τρανόν βεζύρη, 
νάχει το Μάμαλη μπροστά, στη μούλα του καβάλα....»

Το τραγούδι, όσο θυμώνταν, μου το είπε το 1979 ο Κ.Δ. Μάμαλης, μηχανολόγος, απ’ τον Αλμυρό όπου μένει τώρα ένα μεγάλο κομμάτι απ’ το Μαμαλαίϊκο το σόϊ. Παλιά οι Μαμαλαίοι γύρναγαν στην περιοχή που αναφέρει το τραγούδι, και στα Σάλωνα. Και μούπε ότι αναφέρεται σ' έναν Σπύρο Μάμαλη, που άφησε γιό κοιλάρφανον, Σπύρο κι αυτόν .

Ένας άλλος όμως Σαρακατσιάνος, Τάσιος Μπαλιούσης απ’ το Μπογιάτι της Αττικής, μούπε το 1958 άλλη παραλλαγή της ιστορίας και του τραγουδιού. Πολέμαγαν, λέει, κάποτε οι Σαρακατσιαναίοι των Αγράφων στη Νεβρόπολη με τους Τούρκους και σε κάποια στιγμή, θέλοντας να υποχωρήσουν, καβαλίκεψαν τ’ άλογα να φύγουν. Όμως του Γιωργάκη Μάμαλη τ’ άλογο δε στέκονταν να το καβαλικέψει και τον πρόφτασαν οι Τούρκοι και τον έκοψαν. Και λέει το τραγούδι:

«Μην πέρασε κάνας πασιάς, Γιωργάκη Μάμαλη, κάνας τρανός βεζύρης. 
Ουδέ πασιάς επέρασε, ουδέ τρανός βεζύρης, Γιωργάκη Μάμαλη...»

Είναι τραγούδι της τάβλας. Για τους Μαμαλαίους μούλεγε ο ανηψιός μου Κώστας Αχ. Μάμαλης, ότι ήταν τόσο τρανή φάρα, που «μέτραγαν πεντακόσια τουφέκια».

Όλα όσα έχουμε πει ως τώρα για τις σχέσεις κλεφτουριάς και Σαρακατσιαναίων, αποτελούν τον κανόνα. Όμως υπήρχαν και περιπτώσεις τσελιγκάδων, που έβαναν τις σχέσεις και τα συμφέροντα τους με τους κοτσαμπάσηδες, τους δερβεναγάδες και τους Τούρκους πάνω απ’ τις σχέσεις τους με τους κλέφτες. Απόηχος τέτοιας στάσης είναι το τραγούδι που αναφέρεται στον τσέλιγκα Γαλανό, που πρόδωσε τους Κατσιαντωναίους:

Λάλησε κούκε μ’ λάλησε, πες το καημένο αηδόνι.
Τι να λαλήσω, τι να πω, το τι να μολογήσω,
ο Κατσιαντώνης στ’ Άγραφα με τον Καραγιαννάκη,
πήγαν και λημεριάσανε στου Γαλανού τη στρούγκα,
κι ο Γαλανός σαν τ' άκουσε πολύ του βαρυφάνει,
του πήρε πέντε πρόβατα, πέντε παχειά κριάρια,
γυρεύουν και την τσιούπρα του κι άλλες πέντ έξ’ νυφάδες.

(Κώστα Δ. Κωτσοκάλη», «Η μάχη του Προσηλιάκου κι ο Κατσαντώνης», Ευρυτανικά Χρονικά», τεύχος 3/1962, σελ. 110).

Όμως αυτό το περιστατικό έγινε στην Τρίφυλλα (τοποθεσία ανάμεσα Σπινάσα και Κλιτσό) κι ο Γαλανός ειδοποίησε τον Τσολάκογλου στη Ρεντίνα και κείνος τους Τούρκους και κύκλωσαν τους Κατσιαντωναίους και χρειάστηκε να γλυτώσουν με γιουρούσι με τα γιαταγάνια. Να και το δημοτικό τραγούδι-χρονικό για το γεγονός:

Κι ο Γαλανός ξεκίνησε να πάει στη Ρεντίνα. Πολλά τα έτη Λιάζαγα. 
Καλώς τον το Σκουτέρη. Σαν τι χαμπέρια, Γαλανέ, μας φέρνεις απ’ τη στάνη; 
ο Κατσιαντώνης στο μαντρί με τον Καραγιαννάκη γυρεύουν το χαράτσωμα, την πρώτη μου την κόρη.
Κι ο Λιάζαγας σαν τ' άκουσε πολύ του κακοφάνει. Ας είναι, ας είναι, Γαλανέ, εγώ θα τους βαρέσω.
Κι ο Λιάζαγας ξεκίνησε και στην Τρίφυλλα πάει...

Και μια παρατήρηση: Αν θελήσουμε να καθορίσουμε, από ποιο συγκεκριμένα στρώμα της αγροτιάς προέρχονταν οι κλέφτες κι οι αρματολοί, θα δούμε ότι δεν προέρχονταν από τους καμπίσιους αγρότες και μάλιστα τους κολλιγάδες. Στη συντριπτική τους τουλάχιστον πλειοψηφία, προέρχονταν από ελεύθερους αγρότες, βουνίσιους και πολύ από κτηνοτρόφους σκηνίτες. Δεν ξέρω συγκεκριμένη περίπτωση κλέφτη ή αρματωλού, που νάταν κολλίγας. Όλοι οι γνωστοί μας, Κολοκοτρωναίοι, Κατσιαντωναίοι, Καραϊσκάκης, Ζηδραίοι, Αντρούτσος, Ζαχαρίας, Νικηταράς, Βλαχοπουλαίοι κι άλλοι κι άλλοι δεν ήταν κολλιγάδες. Αντίθετα ήταν βουνίσιοι, σκηνίτες, κτηνοτρόφοι και γενικά ελεύθεροι αγρότες. Την ίδια γνώμη είδαμε πάρα πάνω, ότι έχει κι ο Χρ. Στασινόπουλος στο «Νικηταρά» του. Το ίδιο λέει κι ο Μ. Παπαϊωάννου σε σχόλιο του στα «Άπαντα Περραιβού» (έκδοση Σεφερλή, Αθήνα 1956, σ. 82). Το φαινόμενο πρέπει να οφείλεται και σε λόγους εδαφικούς, που εμπόδαγαν τον καμπίσιο να βγει εύκολα κλέφτης στα βουνά (τα τσιφλίκια με τους κολλιγάδες βρίσκονταν βασικά στους κάμπους), και στον τρόπο ζωής και το φρόνημα αλλά και σ' άλλους λόγους που θέλουν έρευνα.

Γνωστοί κι άγνωστοι Σαρακατσιαναίοι κλέφτες κι αρματολοί: Γνωστοί κι αναμφισβήτητα Σαρακατσιαναίοι ήταν ó Κατσιαντώνης, αυτή η περίλαμπρη κι απροσκύνητη δόξα της ελληνικής κλεφτουριάς και τ’ αδέρφια του, ο Χασιώτης κι ο Λεπενιώτης. Ο Δίπλας. Οι Συκάδες Βλαχοπουλαίοι κι όλα τα παρακλάδια τους, Αραπογιανναίοι, Λαμπροπουλαίοι κλπ. Ο Τσιόγκας,ο Καραγιαννάκης, ο Βλαχοθανάσης, ο Φαρμάκης. Ο Φαρμάκης ήταν φιλικός και το 1818, στην Πόλη, ορίστηκε ένας απ’ τους δώδεκα αποστόλους της Εταιρίας, για τη Θράκη-Μακεδονία (Δ. Φωτιάδη, «Η Επανάσταση του '21», Τόμος 1ος, σελ. 278). Ο Φωτιάδης στη σελ. 445 παραθέτει και δημοτικό τραγούδι για το Φαρμάκη και το Γιωργάκη Ολύμπιο για τη μάχη στο μοναστήρι του Σέκου. Και στη σελ. 447 άλλο για το μαρτυρικό θάνατό που βρήκε ο Φαρμάκης στην Πόλη όπου τον σκότωσαν οι Τούρκοι, όταν πιστεύοντάς τους, παραδόθηκε. Ο Καραϊσκάκης, τουλάχιστον, από τη μεριά της μάνας του, πούταν ξαδέρφη του Σαρακατσιάνου Γώγου Μπακόλα, κι ίσως κι απ’ τη μεριά του πατέρα του, του Καραΐσκου, αλλά κι απ’ το ότι έζησε τα παιδικά του χρόνια κι ανατράφηκε από Σαρακατσιαναίους. Κατά το Γρανίτσα («Τα άγρια και τα ήμερα...», έκδοση β', σελ. '67) κι ο Στουρνάρας κι ο Λιακατάς. Το Λιακατά, κι ο Θ. Νημάς στα «Δημοτικά Τραγούδια της Θεσσαλίας» σελ. 202, τον θεωρεί Σαρακατσιάνο. Όσο για τη γνώμη του Γρανίτσα, αυτή ενισχύεται κι απ' όσα γράφει ο Κασομούλης στο έβδομο Κεφάλαιο του Α' τόμου, σελ. 87-88 και 90-91, γιατί φέρνει τους Στουρναραίους να έχουν κοπάδια, να αλλάζουν εγκατάσταση Χειμώνα-Καλοκαίρι (όπως σημειώνει ο Βλαχογιάννης), να διακρίνονται απ’ τους κατοίκους της περιοχής τους κατά τα ήθη και κατά τα ενδύματα, και αποκαλεί το γαμπρό του Στουρνάρα, το Λιακατά, Βλαχόπουλο. Όμως ο ίδιος ο Κασομούλης φέρνει το γενάρχη των Στουρναραίων, το Στρογγύλη Στορνάρη, συγγενή του Λάππα (σελ. 11), που κατά τον Αρσενίου (Τα τσελιγκάτα σελ. 53) ήταν βλάχικης καταγωγής. Σε συνέχεια όμως (σ. 55) ο Αρσενίου λέει κι αυτός, ότι κατά την επικρατέστερη άποψη ο Στουρνάρας ήταν Σαρακατσιάνος.

Κι οι Μπασδεκαίοι, οι γνωστοί αρματωλοί του Πηλίου που έδρασαν στην επανάσταση του Εικοσιένα, είναι κατά τη γνώμη μου Σαρακατσιαναίοι: ο Γ.Α. Οικονόμου στο Ηπειρώτες Αγωνισταί των ετών 1430-1830 - Γιάννινα 1954», σελ. 15, γράφει: « αγωνισταί από το Ζαγόρι (και ειδικά απ’ το Τσεπέλοβο). Απ’ τη Βίτσα-Σκαμνέλι- Έλαφότοπο του Ζαγορίου, ή από τη Χρυσοβίτσα κατάγονται οι αρματωλοί και οπλαρχηγοί Μπασδέκηδες, που έδρασαν στην Ανατολική Θεσσαλία... Ο Θανάσης (Μπασδέκης) έχτισε στη μέση του δρόμου Βόλου-Ζαγοράς στα 1804 φυλάκιον παρατηρητήριον, που σώζεται μέχρι σήμερον με το όνομα Μπασδέκη Καλύβια...» Κι απ’ όσο ξέρω έτσι τη λεν ακόμα την τοποθεσία. Κι ο Κορδάτος στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, τόμος Δ' σελ. 351-53 μιλώντας για την επανάσταση του 1878 στη Θεσσαλία γράφει: «...Στη μάχη αυτή (της Μακρυνίτσας του Πηλίου - 16 Φλεβάρη) πήραν μέρος και οι γυναίκες της Μακρυνίτσας. Απ’ αυτές φημίστηκαν για την παλληκαριά τους η Μαργαρίτα Μπασδέκη Μαλιούφα, η... η...». Και πάρα κάτω: «Ένας ξένος περνώντας από το Βόλο εκείνες τις μέρες, διηγείται αργότερα τις εντυπώσεις του έτσι: «Εδιηγείτο τα της μάχης της Μακρυνίτσης, την ανδρείαν των κατοίκων της, την αυταπάρνησιν των γυναικών και τον ηρωϊσμόν νέας τινός Σαρακατσάνας Μαργαρίτας Μαλιούφα...». Για νάναι αυτή η Μαργαρίτα, που λέγονταν Μαργαρίτα Μπασδέκη Μαλιούφα, γιατί φαίνεται είχε παντρευτεί κάποιον Μαλιούφα, Σαρακατσιάνα, ήταν Σαρακατσιαναίοι οι Μπασδεκαίοι. Φαίνεται ήρθαν σα σκηνίτες απ’ την Ήπειρο, ή βρέθηκαν στο Πήλιο σαν κλέφτες ή αρματωλοί. Και κείνα τα «Καλύβια του Μπασδέκη» το ίδιο λένε. Γιατί φαίνεται, δεν ήταν μονάχα παρατηρητήριο, αλλά και στάνη, καλύβια. Για τα φερόμενα απ’ τον Οικονόμου σα χωριά καταγωγής των Μπεσδεκαίων (Βείτσα-Σκαμνέλι κλπ.) μου έλεγε το 1962 ο δάσκαλος Χαράλ. Βλάχος, απ’ το χωριό Πεκλάρι (τώρα Πηγή) της Κόνιτσας, ότι στην κατοχή είχε αυτός στο ανταρτικό του ΕΛΑΣ, που υπηρετούσε, αντάρτες Μπασδεκαίους από κείνα τα χωριά, κι ότι ήταν «Βλάχοι», κτηνοτρόφοι, μόνιμα όμως εγκατεστημένοι εκεί. Κι ότι τα χωριά αυτά δεν είναι βλαχοχώρια, δηλαδή βλαχόφωνα, γιατί εκεί Βλάχους λένε αδιάκριτα και τους Σαρακατσιαναίους και τους Βλαχόφωνους. Όλα αυτά με κάνουν να πιστεύω, ότι οι Μπασδεκαίοι ήταν Σαρακατσιαναίοι πούρθαν απ’ την Ήπειρο στο Πήλιο.

Η Χατζημιχάλη στο γνωστό έργο της, τόμος Α', Μέρος Α', σελ. ηζ'- αναφέρει κι άλλα ονόματα: Πατσιαουραίους, Γιαννάκη Ίσκο, αδερφούς Καπλάνη, Νάστο Κουμπόπουλο ή Βλαχοθανάση, Τζάκα ή Τζάκαλο, Γώγο Μπακόλα. Επίσης ο Κ. Αβραάμ στο βιβλίο «Ρουμελιώτες αγωνιστές του Εικοσιένα» σελ. 125 κάνει λόγο ονομαστικά για το Σαρακατσιάνο τσέλιγκα Παναγή Ζαράγκα.

Μα και σε πολλά κείμενα και δημοτικά τραγούδια βρίσκεις ονόματα κλεφταρματωλών, που είναι ονόματα που τάχουν ως τις μέρες μας σόϊα σαρακατσιαναίϊκα, κι έμμεσα μπορείς να πιθανολογήσεις ότι αυτοί οι κλεφταρματωλοί των τραγουδιών ήταν Σαρακατσιαναίοι: Το τραγούδι του Βλαχοθανάση (Ελληνική Ποίηση ανθολογημένη - Μάρκου Αυγέρη κλπ., έκδοση Κυψέλης, Τόμος Γ' σελ. 56). «Κανένας δεν το πάτησε» (στο ίδιο σελ. 115) για τα Ρουπακιά και το Χουσιάδα. Κι άλλα.

Επίσης στα «Άπαντα Χριστόφορου Περραιβού», έκδοση Σεφερλή- Αθήνα 1956, σελ. 98, αναφέρεται ένας Χρηστάκης Καλόγερος. Κι ο Δ. Φωτιάδης στον «Καραϊσκάκη», σελ. 66, αναφέρει έναν Μπαταρία (Παταριάς πρέπει νάναι).

Όλες αυτές οι σίγουρες ή πιθανές ονομαστικές περιπτώσεις Σαρακατσιαναίων κλεφταρματωλών δεν έχουν και τόση σημασία κι ούτε είναι δυνατό ή έστω εύκολο να διερευνηθούν και να εξακριβωθούν τώρα εκ των υστέρων. Σημασία έχει το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι οι Σαρακατσιαναίοι στάθηκαν βρυσομάνα, στήριγμα και θερμοκήπιο της κλεφτουριάς.

Οι Σαρακατσιαναίοι το Εικοσιένα
Οι κλεφταρματωλοί, όσοι σώθηκαν, προσκυνώντας οι περσότεροι, απ’ τον κατατρεγμό του Αλήπασια, στάθηκαν ο πρώτος πυρήνας των επαναστατικών ένοπλων δυνάμεων του Εικοσιένα. Τίποτα το φυσικότερο λοιπόν, αφού μεγάλη ήταν η συμμετοχή και το βάρος των Σαρακατσιαναίων στην κλεφτουριά, μεγάλη να στάθηκε κι η συμμετοχή κι η συμβολή τους και στον αγώνα εκείνον. Κι αυτό πολλοί το μαρτυράν, είτε συγκεκριμένα και με ονομαστική αναφορά τους στους Σαρακατσιαναίους, είτε, τις περισσότερες φορές, έμμεσα, μιλώντας για τους κτηνοτρόφους, τους τσοπάνηδες και τις στάνες, που μέσα εκεί περιλαμβαίνονται κι οι Σαρακατσιαναίοι.

Ο Αβραάμ στο βιβλίο του που προαναφέραμε, σελ. 21, γράφει: «Αλλά και οι κτηνοτρόφοι συγκροτούσαν μια πολυάριθμη τάξη στη Ρούμελη. Ήταν το ίδιο ανεξάρτητοι όπως και οι αγωγιάτες. Αυτοί αποτελούσαν τους αντιπροσωπευτικότερους και τους ζωντανότερους τύπους του έθνους και ιδιαίτερα της κακοτράχαλης Ρούμελης. Κι οι τάξεις αυτές κατά κύριο λόγο ανέδειξαν τα επαναστατικά στοιχεία στον αγώνα της ανεξαρτησίας». Κι όπως είδαμε αναφέρει κι ονομαστικά τον αγωνιστή Σαρακατσιάνο τσέλιγκα Ζαράγκα Παναγή».

Ο Κορδάτος στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, έκδοση 1957, Τόμος Β', σελ. 460, μιλώντας για τα δάνεια ανεξαρτησίας κι ότι την κατάσταση την έσωσαν όχι τα εξωτερικά δάνεια, αλλά οι εσωτερικές εισφορές, παραθέτει απόσπασμα απ’ το έργο του Ανδρεάδη «Η Ιστορία των Εθνικών Δανείων»: «...Πλείονα των γεωργών προσέφερον οι ποιμένες. Τούτων τα ζώα απετέλεσαν την κυρίαν τροφήν των μαχόμενων εις τα όρη κατά τα μαύρα έτη 1825-27, απ’ αρχής δε ανακούφισαν μεγάλως την αρχέγονόν μας επιμελητείαν...».

Στην «Πελοπονησιακή Πρωτοχρονιά 1960», σελ. 87, ο Δ. Πετρόπουλος δημοσιεύει ένα δημοτικό πελοποννησιακό τραγούδι, το «Μαρίτσα και ηγούμενος» και γράφει: «...Στο συνοικισμό Καρδάρα της Αλωνίσταινας... ζούσε η πατριαρχική ποιμενική οικογένεια Προύντζου... Η πολυάριθμη αυτή οικογένεια προσέφερε πολλά στον απελευθερωτικό αγώνα... Καθώς λέει ο Φωτακος... αί θυσίαι της οικογενείας αυτής δεν έχουν σύγκρισιν με καμίαν άλλην οικογένειαν εις την Πελοπόνησον. 80 περίπου άρρενα μέλη της έπεσαν... Και στο τέλος επέζησεν ο γέρος Παναγιώτης Προύντζος»... Αν και το τραγούδι πρέπει να έχει γίνει στην Πελοπόννησο... αξιοσημείωτο είναι ότι η τεχνική της μελωδίας σε κλίμακα χρωματική, καθώς και η ρυθμική του ιδιοτυπία συναντάται λιγότερο στην Πελοπόννησο και περισσότερο στη Ρούμελη και νότια περιοχή της Ηπείρου. Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς αυτή την ιδιορρυθμία... Ίσως η εξήγηση βρίσκεται στο ότι οι Προυντζαίοι πιθανόν νάταν Σαρακατσιαναίοι. Και οι Σαρακατσιαναίοι της Πελοπονήσου είχαν έρθει απ’ τη Ρούμελη.

Ο Τ. Σταματόπουλος «Εσωτερικός αγώνας πριν και μετά το Εικοσιένα», Τόμος Α' σελ. 161, γράφει: «Τα ίδια λέει κι ο Κολοκοτρώνης: «πρόβατα μας έφερναν... Και τα έδιναν με ευχαρίστηση τους. Ο Κυριάκος Τσώλης εχάρισε 120 τραγιά εις το στρατόπεδον από τη Ζαράχωβα... Όλο με τα ζωντανά του κόσμου εβαστιέτο το στρατόπεδον».

Κι ο Σπ. Μελάς στο «Γέρο του Μωριά», έκδοση Ν. Δημητράκου 1954, σελ. 247, μιλώντας για την τροφοδοσία του στρατού που πολιορκούσε την Τρίπολη, γράφει: «Όλες οι στάνες έστελναν στα πενήντα πρόβατα, και πότε και στα είκοσι ακόμα, το ένα..» στη σελίδα 180 μιλώντας για τον Κολοκοτρώνη τις πρώτες μέρες της επανάστασης: «Λυσσούσε που δεν είχε δικό του στρατό , να ενεργεί όπως θέλει. Από τα τσοπάνικα όμως βουνίσια χωριά, τα δικά του, πούχαν άντρες γερούς, για να μπορέσει να φτιάσει σώμα, ο πληθυσμός έλειπε ακόμα, κάτω στα χειμαδιά».

Αλλά και στις μετέπειτα τοπικές εξεγέρσεις στις σκλαβωμένες ακόμα περιοχές επισημαίνεται η συμμετοχή των Σαρακατσιαναίων. Ο Κορδάτος στην Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Τόμος Γ', σελ. 636-37, γράφει για την επανάσταση στο Πήλιο το 1854 και παραθέτει και περιγραφές ενός αντάρτη Ζήση Γρηφινίδη, πώλαβε μέρος στην επανάσταση κι άφησε γραφτές περιγραφές: «Κι ακόμα μας πληροφορεί (ο Γρηφινίδης), πως μαζί με τους Πηλιορείτες πολεμούσαν Ηπειρώτες και Ρουμελιώτες εθελοντές, καθώς και Βλάχοι, Σαρακατσαναίοι και Αρβανιτοβλάχοι». Παραθέτει σε συνέχεια και εξιστόρηση του ίδιου του Γρηφινίδη: «Το ανταρτικόν σώμα είχε τουρλού-τουρλού κόσμο, αρκετούς Αγιολαυρεώτες..., προσέτι Σαρακατσαναίους, Βλάχους, αρβαντόβλαχους...».
Ο ίδιος στον Δ' τόμο της Ιστορίας του, σελ. 351-53, μιλώντας για την επανάσταση του 1878 στη Θεσσαλία, αναφέρει, όπως είδαμε, τη Σαρακατσιάνα Μαργαρίτα Μπασδέκη Μαλιούφα..

Ο Σπ. Μελάς όμως στην «Επανάσταση του 1909» (έκδοση Μπίρη 1957) σελ. 53, μιλώντας για τους Μακεδονομάχους, γράφει τούτα τα παράξενα: «Είχαν καταφέρει (οι Βούλγαροι κομιτατζήδες) αλλού με τη βία κι αλλού με την πειθώ, να πάρουν με το μέρος των τους Σαρακατσαναίους, τους νομάδες τσοπάνους, που γύριζαν στα βουνά, βλέπαν τις κινήσεις των σωμάτων κι είχαν γίνει όργανα της βουλγάρικης και της ρουμάνικης προπαγάνδας και κατασκόπευαν και πρόδιναν...». Βέβαια, μεμονωμένες τέτοιες περιπτώσεις δεν αποκλείονται. Όμως έτσι γενικά, όπως το βεβαιώνει ο Μελάς, αποκλείεται. Εκτός κι αν συγχέει τους Σαρακατσιαναίους με ρουμανίζοντες βλαχόφωνους. Γιατί οι Σαρακατσιαναίοι βοήθησαν τους Μακεδονομάχους, κι αυτό είναι βεβαιωμένο από πολλούς. Και πολύ τραγούδαγαν τα τραγούδια του Μελά και του Γαρέφη.

Η ληστεία στο ελληνικό κράτος κι οι Σαρακατσιαναίοι:
Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, που αποτελούνταν από τη Στερεά, την Πελοπόννησο και τα νησιά, φούντωσε απ’ τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του η ληστεία, κυρίως στη Στερεά. Και το φαινόμενο αυτό κράτησε όλον το δέκατο ένατο αιώνα κι ως τις αρχές ακόμα του αιώνα μας. Το ίδιο και στις περιοχές που απελευθερώθηκαν αργότερα, Θεσσαλία, ήπειρο, Μακεδονία.

Το φαινόμενο οφείλεται σε πολλά αίτια. Είναι γνωστή η τραγική μοίρα που επιφυλάχτηκε στους απλούς αγωνιστές του Εικοσιένα, που με το αίμα και τα κόκκαλά τους ανάστησαν και θεμελίωσαν πατρίδα. Η αντιβασιλεία του Όθωνα με διάταγμα του 1833 διάλυσε τα άτακτα σώματα των αγωνιστών και αντί να τους δώσει γη να ζήσουν, αντί να περιθάλψει τους σακατεμένους, τις χήρες των σκοτωμένων και τα ορφανά τους, τους άφησε στο έλεος του Θεού, να γυρνάνε νηστικοί και ρακένδυτοι, χωρίς κανέναν πόρο ζωής. Και πολλοί απ’ αυτούς κατάγονταν από μέρη που δεν είχαν λευτερωθεί. Πολλοί τους, κι απ’ αυτούς πώμειναν στο Ελληνικό κι απ’ αυτούς που ξαναγύρισαν στο τούρκικο, ξαναβγήκαν στο κλαρί. Κι οι Βαυαροί δεν άργησαν να τους κηρύξουν ληστές και να εξαπολύσουν άγριο διωγμό για την εξόντωσή τους. Έτσι, η διάλυση των ατάκτων στάθηκε η πρώτη αιτία της ληστείας. Ο Δημήτρης Λιάτσος στο βιβλίο του «Η Βαυαροκρατία και οι αγωνιστές του '21», έκδοση «Το ελληνικό βιβλίο» - Αθήνα, πραγματεύεται διεξοδικά το ζήτημα και παραθέτει και τις γνώμες των ιστορικών, που στην πλειοψηφία τους συμφωνούν με τη γνώμη του, ότι η ληστοκρατία έχει τις ρίζες της στη διάλυση των ατάκτων σωμάτων των αγωνιστών του '21. Μα υπάρχουν κι άλλες αιτίες: Η κλεφταρματωλική παράδοση του τόπου, ιδίως στη Στερεά, πούταν ακόμα ολοζώντανη στο λαό και πρόσφερνε ευνοϊκό ψυχολογικό κι ιδεολογικό κλίμα. Η νομαδική ζωή μεγάλου μέρους του πληθυσμού στο οποίο στηρίζονταν οι ληστές για τη συντήρησή τους κι απ' όπου κυρίως ανανεώνονταν με έμψυχο υλικό. Η μη διανομή της εθνικής γης, η φτώχεια, η κακοδιοίκηση, τα πρωτόγονα κι εξαχρειωμένα πολιτικά ήθη, που έφταναν μέχρι το σημείο, να χρησιμοποιούνται οι ληστές κι από πολιτικούς ακόμα κατά πολιτικών αντιπάλων τους. Ο Στ. Γρανίτσας στην εφημερίδα «Χρόνος» της 3/6/1909, γράφει σε μια ανταπόκριση από τη Λάρισα, που παρακολούθησε ένα εμπορικό συνέδριο στο οποίο έγινε λόγος για την έλλειψη δημόσιας ασφάλειας: «Μάθετε τώρα ποίοι είναι οι πολυφίλητοι κουμπάροι της πολιτικής. Οι βλαχοποιμένες. Σκέπη και καταφυγή των φυγόδικων και ληστών. Αλλ’ οι βλαχοποιμένες είναι ομάδες πολυάριθμοι, αι οποίαι τηρούν την ομόνοιάν των, εις τα πολιτικά των φρονήματα. Μία στάνη, η οποία έχει εκατόν Βλάχους, είναι μία δύναμις εκατόν ψήφων, ομοούσιος, αχώριστος, πειθαρχική εις τον τσέλιγκα της, ο όποιος κανονίζει και τα της εξωτερικής πολιτικής του στρατοπέδου του. Σπάνιον πράγμα να εύρης τοιαύτας άρρηκτους κομματικάς δυνάμεις έξω της φυλής των σκηνιτών. Επόμενον λοιπόν είναι διά την εύνοιάν των να συγκινείται ιδιαιτέρως η πολιτική, η αναρριχομένη συχνά-πυκνα εις τα τσαντήρια των διά να βαπτίση και νά μοιράση άσπρα στα παιδιά και γρόσια στις κουμπάρες.». Και το ψήφισμα του συνεδρίου, όπως δημοσιεύεται στην ίδια εφημερίδα, λέει ανάμεσα σ’ άλλα: «...Τέσσαρες εισίν αι τάξεις... από των οποίων κατά το πλείστον δημιουργούνται τα κακοποιά στοιχεία. Οι φυγόδικοι, οι απόβλητοι των φυλακών, οι αγροφύλακες και οι νομαδικοί ποιμένες». Κι οι τσιφλικάδες δεν ήταν ανεύθυνοι για τη ληστροκρατία. Ο τσιφλικάς Σούτσος, πούταν και Υπουργός, είχε σχέσεις με τους Αρβανιτάκηδες (ήταν Σαρακατσιαναίοι) πώκαμαν τη ληστεία στο Δήλεσι το 1871. Το ίδιο κι ο Άγγλος Μπαίκερ του Αχμέταγα της Εύβοιας. Και δεν είναι τυχαίο ότι η εξάλειψη της ληστείας συμπίπτει με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Η συμπεριφορά των σωμάτων με τα οποία οι Κυβερνήσεις κυνηγούσαν τους ληστές, εθνοφυλακή, οριοφυλακή, χωροφυλακή κλπ. Δεν διέφερε και πολύ απ’ τη συμπεριφορά των ληστών κι ήταν αφάνταστα καταπιεστική για τον πληθυσμό της υπαίθρου, και πολλές φορές άντρες τους μεταπηδούσαν στους ληστές. Οι ληστές πολλές φορές χρησιμοποιούνταν, ή αυτόβουλα έπαιρναν μέρος, με απώτερη βλέψη την αμνήστευση, σε λυτρωτικά κινήματα στις όμορες τουρκικές επαρχίες και γίνονταν λησταντάρτες, όπως ύστερα, μετά τα κινήματα, οι αντάρτες γίνονταν πολλές φορές ληστές. Για όλα αυτά και με μια πολύ καλή ανάλυση του φαινομένου της ληστείας στο 19ο αιώνα γράφει ο Κολιόπουλος στο βιβλίο του «Οι ληστές» (έκδοση «Ερμή» 1979 - Αθήνα). Μα κι ένας δικαστικός του αιώνα μας, ο Ν. Γερακάρης, «Σελίδες εκ της Συγχρόνου Ιστορίας» σελ. 90-94, που παρακολούθησε ως ανακριτής Λάρισας το 1904 ένα έφιππο απόσπασμα χωροφυλακής, που εκστράτευσε στην ύπαιθρο κατά των ληστών και για να κάνει ανακρίσεις για τους ληστοτρόφους, γράφει ειδικά για το ποιόν των διωκτών της ληστείας και με καυστικό χιούμορ: «...Μόλις είχομεν απομακρυνθή των ορίων της πόλεως, ότε ακούω διατασσομένην παρά του μοιράρχου την αφίππευσιν... Καλούνται... Οι υπαξιωματικοί είς πολεμικόν συμβούλιον. Αντικείμενον αύτου ήτο η αναζήτησις των ανα την περιφέρειαν τσιφλικιών και η επιμελής μελέτη των έν αυτοίς κονακίων - των κατοικιών των ιδιοκτητών των - τα οποία θα έτρεφον τον εκλεκτότερον πτερωτόν κόσμον πρός τον οποίον εστρέφοντο αι ιδιαίτεραι συμπάθειαι του μοιράρχου και όλων των υπ’ αυτόν ανδρών... αι διαμαρτυρίαι μου... δεν εκρίθηκαν άξιαι και της ελαχίστης προσοχής... Ηρχίσαμεν τας εν ήμερα πάντοτε, διά να εννοούμεθα, πορείας μας, χωρίς ουδένα των ληστών να ανησυχήσωμεν ή να διακόψωμεν από τα έργα του, ενώ τα ανακοινωθέντα μας έφερον πάντοτε ως επιτυχώς δρώντας και ολονέν συσφίγγοντας στενώτερον την... Συμμορίαν τού Γκάρτσου, η μετά της οποίας συμπλοκή και βέβαια εξόντωσίς της επέκειτο από στιγμής εις στιγμήν... Η εσπέρα μας εύρισκεν πάντοτε προ πλουσιωτάτης εις εκλεκτόν δείπνον τραπέζης, το οποίον διετάσσετο διά του πρός τον σκοπόν τούτον πρό ωρών στελλομένου ειδικώς χωροφύλακος και το οποίον εποτίζομεν πάντοτε δι' άφθονων σπονδών εύγευστου οίνου...

Και ούτω επί συναπτάς ημέρας εξηκολουθήσαμεν σπείροντες τον όλεθρον εις το ζωικόν βασίλειον και αφήνοντας όπισθεν μας σωρούς παντοίων κοκκάλων, ενώ τα τηλεγραφήματα του μοιράρχου προς το Υπουργείον μας έφερον καταδιώκοντας πάντοτε τους ληστάς κατά πόδας και εις πολλαπλούς κινδύνους εκθέτοντας... την ζωήν μας...» Γράφει κι άλλα σχετικά ο Γερακάρης στο βιβλίο του αυτό .

Δείγμα του ποιού των διωκτών της ληστείας είναι και τούτο που μώλεγε ο ανηψιός μου Κώστας Μάμαλης για τον προσπάπο του Σπύρο Μάμαλη. Πήγαν κάποτε στη Μαυρίκα (πάνω στην Όθρυ), που ξεκαλοκαίριαζε κι ήταν δικό του λιβάδι, ένα απόσπασμα και τον στρίμωξε να τού παραδώσει τους κλέφτες, ειδ' άλλως θα τους έκλεινε όλους τους Μαμαλαίους μέσα. Τότε αυτός σοφίστηκε τούτο: «Ναι το βράδυ θα σας τους παραδώκω». Σα βράδυασε έστειλε τα παιδιά του στο ρέμα, χαμηλώτερα απ’ τα καλύβια και τα διάταξε, μόλις σουρουπώσει, να χτυπήσουν., πέτρες ν’ ακουστούν στα κονάκια. Όπως κι έγινε. Κι αμέσως λέει στον αποσπασματαρχη: «Να τους ήρθαν, πάμε να τους πιάσουμε». Όμως εκείνος φοβέρα ήταν, κώλο δεν είχε, και τού λέει: Στείλ'τους ψωμί κι άσ'τους να φύγουν. Ο γέρο Μάμαλης το εκμεταλλεύτηκε αυτό κι εκβίασε το απόσπασμα, το κράτησε μήνα ολόκληρον και του καθάρισαν τα χωράφια. Είχε ζυϊάσει το κουράγιο του αποσπάσματος. Αλλά κι αν θα κίναγε να πιάσει τους κλέφτες, τα παιδιά του θα λάκαγαν.

Τα πραγματικά αίτια και τις ρίζες της ληστείας τα είδαν σωστά και ξένοι, όπως ο Μέντελσον.

Αυτή η νέα κλεφτουριά-ληστεία, σ' έναν τόπο με πολυαίωνες παραδόσεις τέτοιας ζωής κι ανάμεσα σ' έναν πληθυσμό που καμιά ουσιαστική καλυτέρεψη δεν είδε στη ζωή του με την αντικατάσταση του τούρκικου ντοβλετιού απ’ το ντοβλέτι της ψωροκώσταινας, βρήκε ευνοϊκό έδαφος ν’ αναπτυχθεί και χρειάστηκε ένας αιώνας να εκλείψει. Ο λαός αυτούς τους καινούριους κλέφτες δεν τους έβλεπε σα ληστές, όπως τους κήρυχνε το κράτος. Κι οι Σαρακατσιαναίοι, πιο πρωτόγονο κομμάτι τού λαού, αλλά και πιο συχρωτισμένο με την κλεφτουριά από παλιά και με πολλούς δικούς τους τέτοιους κλέφτες-ληστές, ακόμα περσότερο τους έβλεπαν και τους τίμαγαν σαν τους παλιούς τους κλέφτες. Κι η μανία των διωχτών της ληστείας ξέσπαγε πιο δυνατή σ’ αυτούς. «Τα νησιά γεμίζουν από εξόριστους, ενώ εκατοντάδες Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι τσομπάνηδες πιάνονται κι αποκεφαλίζονται σα ληστές ή ληστοτρόφοι», λέει ο Βουρνάς στον πρόλογό του στο βιβλίο τού 'Εντμοντ Αμπού «Η Ελλάδα τού Όθωνος» εκδόσεις Τολίδη, σελ. 19.

Για τη στάση αυτή των Σαρακατσιαναίων και το κυνηγητό που τους έκανε το κράτος είναι χαρακτηριστικά και τα κείμενα των νόμων περί καταδιώξεως της ληστείας, π.χ. του νόμου Τ.Ο.Δ. Τού 1871, που πέρα απ’ ό,τι πρόβλεπε ο Ποινικός Νόμος τού 1834 για τη ληστεία, επέβαλαν και το μέτρο της εξορίας των «βλαχοποιμένων» συγγενών των ληστών μέχρι και τού τέταρτου βαθμού «περί ων βαρείαι περί λησταποδοχής υπόνοιαι υπάρχουν», την υποχρέωσιν των τσελιγκάτων να αποζημιώνουν τους ζημιωθέντας υπό ληστών εις την περιοχήν τού Δήμου όπου παραθέριζαν ή ξεχείμαζαν, την υποχρέωσιν προσφοράς αξιοχρέου προς τούτο εγγυητού, πριν απέλθωσιν, απαγορευρμένης της μεταβάσεως των εις τας χειμερινάς βοσκάς, και τανάπαλιν και άλλα.

Να και μερικά αποσπάσματα από αγορεύσεις βουλευτών στη συνεδρίαση της Βουλής της 8/1/1871, απ' αφορμή επερώτηση για τη ληστεία του Δήλεσι (από την εφημερίδα συζητήσεων της Βουλής):

Δ. Χατζίσκος: «...Και την ζήτουν (τήν καταστροφήν της ληστείας) από τους κατοίκους και Δημάρχους, οίτινες δεν οφείλουν ειμή τους φόρους των... Και ν’ απαιτήσουν πλήρη ασφάλειαν από τας Κυβερνήσεις των. Και την ζητούν διά τοιούτων καταθλιπτικών και βανδαλικών μέτρων από τους κατοίκους και Δημάρχους...».

Λέκκας (σχετικά με την οριοθετική γραμμή Ελλάδας-Τουρκίας): «...Αί κατά την μεθόριον γραμμήν επαρχίαι, τόσον της μιάς επικρατείας όσον και της άλλης, δυστυχώς κατοικούνται από άτομα τα όποια δεν γνωρίζουν θρησκείαν, εκκλησίαν, πολιτισμόν, βίον ανθρώπινον, είναι σκηνίται ορεσίβιοι, ζώντες εις τα αίματα των ζώων, εις τους δρυμώνας και εις τα τραγούδια των ληστών, αυτή είναι η ανατροφή πλείστων αθλίων και πεπλανημένων όντων, θηριώδους καρδίας...».

Οι Σαρακατσιαναίοι λοιπόν κι έβγαιναν κλέφτες-ληστές κι ακόμα πιο πολύ, φύλαγαν τους κλέφτες-ληστές. Απ' τα στοιχεία και τα ονόματα που παραθέτει στο πάρα πάνω βιβλίο του ο Κολιόπουλος, αν και δε φαίνεται να ξέρει τους Σαρακατσιαναίους, οι περισσότεροι ληστές ήταν «βλαχοποιμένες», «Βλάχοι», κι όπως στα τοτινά όρια του Κράτους «βλαχοποιμένες» ή «Βλάχοι» δεν ήταν, κυρίως, παρά μονάχα οι Σαρακατσιαναίοι, αφού βλαχόφωνοι δεν υπήρχαν στα όρια αυτά και μόνο τυχόν χωριάτες βουνίσιοι που κατέβαιναν στα χειμαδιά να ξεχειμάσουν τα κοπάδια τους, μπορεί να λέονταν κι αυτοί «βλάχοι» και «βλαχοποιμένες», βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι περσότεροι κλέφτες-ληστές ήταν Σαρακατσιαναίοι. Στη σελ. 245, γράφει: «Το κυριότερο και σταθερότερο έρεισμα των συμμοριών του κεντρικού ελλαδικού χώρου ήταν, με βάση όλα τα στοιχεία και τις μαρτυρίες της εποχής, οι νομάδες κτηνοτρόφοι». Και στη σελ. 254: «7α 8/10 των ληστών της Στερεάς ανήκαν εις την ποιμενικήν τάξιν (Το 1870). Το 1858 απ’ τούς 53 ληστές που είχαν διασωθεί, 46 ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι, ενώ από τους υπόλοιπους 7, οι 5 αναφέρονται ως «ποιμένες» και απ’ τους άλλους δύο ο ένας ήταν σαμαρτζής και ο άλλος πρώην εθνοφύλαξ».

Το φαινόμενο όμως της ληστείας που είχε, όπως είπαμε, την αφετηρία του στο διωγμό των αγωνιστών του Εικοσιένα, σιγά-σιγά και με το πέρασμα των δεκαετιών εκφυλίστηκε ακόμα περσότερο σε καθαρή ληστεία. Οι Σαρακατσιαναίοι όμως ήταν οι τελευταίοι που το είδαν έτσι, και ως τελευταία, ως την εξάλειψη του απ’ την Κυβέρνηση του Βενιζέλου την τετραετία 1928-32, μ' έναν νόμο που αμνήστευε όποιον ληστή σκότωνε το σύντροφό του και παρέδωνε το κεφάλι του στις αρχές, τους ληστές δεν τους έλεγαν και δεν τους θεωρούσαν ληστές, αλλά και τους έλεγαν και τους θεωρούσαν κλέφτες. Θυμήθηκα μικρό παιδί να μιλάνε στα κονάκια μας για κλέφτες, όλο για κλέφτες κι όχι για ληστές, και κλέφτες θεωρούσαν και το Γιαγκούλα και τους Ρετζαίους κι όλους αυτούς τους ληστές και διάβαζαν και βιογραφίες τους και τραγούδαγαν και τραγούδια τους. Αυτό κατά τη γνώμη μου οφείλεται, όχι μόνο στην καθυστέρηση και τον πρωτογονισμό τους και στα άλλα πούπαμε πάρα πάνω, αλλά και στη ζωή που έκαναν και που τους ανάγκαζε «και στ’ απόσπασμα να δίνουν ψωμί και στους κλέφτες χαμπέρ(ι)», όπως έλεγαν. «Τ' μέρα φύλαγαν τ’ απόσπασμα, τού βράδ(υ) τ’ς κλέφτις. Βάσανου τρανό», μου έλεγε ο πατέρας μου τώρα στα γεράματά του. Κατά κάποιο τρόπο, αυτοί οι κλέφτες-ληστές ήταν μια δεύτερη εξουσία, πούταν υποχρεωμένοι οι Σαρακατσιαναίοι, όπως ήταν πιο συχνή η παρουσία της σ’ αυτούς απ’ ό,τι η επίσημη, που καμιά προστασία και καλοδιοίκηση δεν τους εξασφάλιζε, να την υπολογίζουν, και πολλές φορές και να στηρίζονται σ’ αυτή, δηλαδή στους κλέφτες-ληστές. Αυτό επιβεβαιώνεται και με τα όσα γράφει στο παραπάνω βιβλίο του (σελ. 94) ο Γερακάρης: «...Πρέπει να προσθέσω, ότι κατόπιν των λυπηρών προσωπικών εντυπώσεων τας οποίας εμόρφωσα περί τού τρόπου διώξεως της ληστείας υπό των Στρατιωτικών εν γένει αποσπασμάτων, επόμενον ήτο να αποβή άκαρπος, η ενταλθείσα μοι αποστολή της διώξεως των ληστοτρόφων. Θα εξήρχετο των ορίων της στοιχειώδους δικαιοσύνης και η ελαφροτέρα εναντίον των δικαστική ενέργεια. Ευρισκόμενοι ούτοι πρό δύο κινδύνων, του εκ των αποσπασμάτων και του των ληστών, φυσικόν ήτο να προτιμώσιν τον πολύ μικρότερον τοιούτον, όστις αναμφιβόλως ήτο ο δεύτερος. Είχον μάλιστα και πρόσφατον απόδειξιν δικαιούσαν με... Ο μεγάλος της Λαρίσης κτηνοτρόφος Γαργαλάς είχε την επιπολαιότητα να καταδώση προς το καταδιωκτικόν απόσπασμα το κρυσφύγετον τού ληστού Γκόρτσου. Συνέπεια της άνευ αποτελέσματος καταδώσεως του, ήτο να ίδη εις τα λειβάδιά του φονευμένους μέχρις ενός τους 40 ίππους του παρά της καταδοθείσης ληστοσυμμορίας... Παρά την οικονομικήν ταύτην καταστροφήν, εθεώρησε εαυτόν ευτυχή, διότι ειδοποιηθείς εγκαίρως περί των φονικών εναντίον του προθέσεων των ληστών κατώρθωσε διά της φυγής να σώση εαυτόν και την οικογένειάν του από βέβαιον θάνατον...».

Ο Στέργιος Ακριβάκης μου έλεγε, ότι δεν υπήρχε σαρακατσιαναίϊκο σόϊ, που να μην είχε έναν, έστω και απώτερο, πρόγονο κλέφτη του παλιού καιρού, ή κλέφτη-ληστή. Η να μην έκανε τις δουλειές του με τους κλέφτες. Κι έτσι πρέπει νάταν. Στο 14ο τίτλο του Γ' Κεφαλαίου ανάφερα ότι κάποτε στον Έλατο των Βραγγιανών πήραν οι κλέφτες το Γιώργο Μαλαμούλη, μικρό παιδί, απ’ το δάσκαλο και πήραν ξαγορά απ’ τον πατέρα του το Μήτρο Μαλαμούλη. Μου έλεγε λοιπόν ο ξάδερφος μου Κώστας Μποτός, ότι τους είχε βάλει γι’ αυτό ο γέρο Πολύζος τους κλέφτες, και τόκαμε αυτό γιατί παλιότερα ο Μαλαμούλης έβαλε άλλους κλέφτες κι έπιασαν και ξιαγόρασαν ένα παιδί του γέρο Πολύζου, επειδή ο Πολύζος είχε πάρει κάποιο λιβάδι του Μαλαμούλη.

Ο Ακριβάκης μου διηγούνταν επίσης, ότι παλιά (επί τουρκοκρατίας) ήταν καπετάνιος, αρματωλός ή κλέφτης, ένας Γκόβαρης, Σαρακατσιάνος, που είχε και τραγούδι, και να ένας στίχος του:

«Πούστε παιδιά του Γκόβαρη, παιδιά του γέρο Γρίβα...»

Αργότερα, όταν έγινε ελληνικό, ένας Γκόβαρης ήταν στη συμμορία που ξαγόρασε την αρχόντισα Βασίλω Αβέρωφ. Και τους έπιασαν, γιατί στο κονάκι, αυτού του Γκόβαρη βρήκαν ασημένια κουταλοπήρουνα, που τα είχαν πάρει απ’ τη Βασίλω αυτήν. Αυτή την Αβέρωφ οι Σαρακατσιαναίοι την έλεγαν «Αβέρου». Αυτά τα θυμάται ο Ακριβάκης απ’ τη μάνα του. Κι όπως γράφει η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Ήχώ των Σαρακατσάνων», φύλλο 17/1979, η Βασίλω αρχόντισα ήταν Μετσοβίτισα πρωτοκυρά, που την αιχμαλώτισε ο Θύμιο Γάκης με τη συντροφιά του και πήρε χρυσές λίρες. Και δημοσιεύει και το σχετικό τραγούδι με τίτλο «Βασίλ(ω) αρχόντισα». Αυτός ο Θύμιο Γάκης κατέφυγε, φαίνεται, τελικά στη Μικρά Ασία, όπου σκοτώθηκε το 1919 πολεμώντας στο πλευρό του ελληνικού στρατού, σε μάχη με τους Τούρκους, στο χωριό Παπαζλή (Κώστα Παπαδόπουλου: Ιστορικό αφήγημα για γεγονότα στη Μ. Ασία 1919-1920, εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Βόλου 13/6/ 1961). Τραγούδι της Βασίλω Αρχόντισσας παραθέτει κι ο Θ. Νημάς στο βιβλίο του, σελ. 173. Και βεβαιώνει και τα παραπάνω στις σελίδες 196-197.

Μερικοί γνωστοί Σαρακατσιαναίοι ληστές:
Όπως επί τουρκοκρατίας δεν έλειπαν σχεδόν ποτέ οι Σαρακατσιαναίοι απ’ τα κλέφτικα μπουλούκια, το ίδιο και σε μεγαλύτερο βαθμό γίνονταν και με τις συμμορίες των ληστών, και πολλές απ’ αυτές ήταν όλο Σαρακατσιαναίοι ή είχαν καπετάνιο Σαρακατσιάνο. Θ’ αναφέρω μερικές περιπτώσεις τέτοιων καπετάνιων.

Σπανοβαγγέλης. Σπανός το επίθετο του, Βαγγέλης τ' όνομα του και τώμεινε το Σπανοβαγγέλης. Ο Λία Ψαρογιώργος απ’ τα Φάρσαλα μου είπε το 1978 για το Σπανοβαγγέλη τούτα: Έκαμε 25 χρόνια κλέφτης. Τον έπιασαν κι έκατσε στη φυλακή 24 χρόνια, στ’ Ανάπλι. Όταν βγήκε απ’ τη φυλακή πήγε στους Καρατασαίους, στη Θεσσαλία. Τους είχε «απιθώτρα» (δηλαδή απίθωνε σ’ αυτούς χρήματα κλπ.). Μετά πήγε στο Λία Αργύρη στο Καραμάνι του Αρμυρού. (Ο Λία Αργύρης ήταν -ξεκαλοκαίριαζε- απ’ τον Καρβασαρά). Ο Σπανοβαγγέλης ήταν ψυχρός άνθρωπος. Ξεκοίλιαζε γυναίκες. Το Καλοκαίρι πήγαινε στ’ Άγραφα και το Χειμώνα στον Ωρωπό με το ασκέρι του. Τον φύλαγε ο τσέλιγκας Πιγγιανάς απ’ τον Καρβασαρά. Φύλαγε κάποτε καρτέρι στην Τρίφυλλα (της Σπινάσας) να πιάσει το Δημητράκη Τζιαχρίστα, αλλά μόλις τον κύκλωσαν, ο ξάδερφός του, ο Λία Σπανός, πρόλαβε κι έριξε θηλειά-λυταρι στο χέρι του Τζιαχρήστα, σημείο ότι ήταν αιχμάλωτος και σαν τέτοιος η ζωή του σεβαστή κι απαραβίαστη. Ήταν νόμος αυτό για τους κλέφτες κι έτσι δε μπόρεσε ο Σπανοβαγγέλης να τον χαλάσει το Τζιαχρήστα. Και τον πήραν ρεέμι (σκλάβο). Τότε βαρέθηκε (σκοτώθηκε) κι ο ξάδερφός του αυτός, ο Λία Σπανός, που τον αγάπαγε πολύ ο Σπανοβαγγέλης και τώβγαλε και τούτο το τραγούδι:

«Ιταίρι πούχα κι έχασα, Λία και ξάδερφέ μου, 
απ’ την ανεγνωμιά μου.
Τούχα το βράδυ συνοδειά και το πρωί κουβέντα
και τώρα 'μεινα μοναχός, Λία και ξάδερφε μου, 
σαν έρημο πουλάκι.
Έχω τα δέντρα συνοδειά και τα πουλιά κουβέντα».

(τραγουδιέται της τάβλας).

Όλοι αυτοί που αναφέρει ο Ψαρογιώργος ήταν Σαρακατσιαναίοι. Κι ο Θ. Νημάς, σελ. 169, παραθέτει το τραγούδι αυτό, διαφορετικό φυσικά. Και το Λία αυτόν τον φέρνει ανεψιό του Σπανοβαγγέλη (σελ. 206). Λαθεμένα όμως φέρνει το Σπανοβαγγέλη σαν Γιάννη Σπανοβαγγέλη, ενώ τ' όνομα του ήταν όπως λέω πάρα πάνω. Και Σπαναίους συγγενείς του τους είχαμε μια χρονιά σμίχτες στη Νταουτζιά.

Καλαμπαλίκης. Περιγράφεται η εξόντωσή του στο βιβλίο «Η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι» (έκδοση Γαλαξία, άγνωστου συγγραφέα, που πρωτοεκδόθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας το 1870). Μαζί περιγράφεται και το τι τράβαγε η αγροτιά απ’ τα καταδιωκτικά αποσπάσματα και με τα καταλύματα.

Νταβέλης. Είναι γνωστός κι απ’ το γνωστό τραγούδι. Γι’ αυτόν ο Κ. Παπαδόπουλος γράφει στον «Ταχυδρόμο» του Βόλου 1/10/61, («Η απελευθέρωσις της Θεσσαλίας»), ότι με την είσοδο του ελληνικού στρατού το 1881 στη Θεσσαλία, στρίμωξε ο στρατός στη Ματαράγκα Καρδίτσας τον αρχιληστή Νταβέλη με 27 συντρόφους του και τους ανάγκασε να παραδοθούν και μαζί και μ’ άλλους γνωστούς ληστές που κατέθεσαν τα όπλα, μαζευτήκαν στα Φάρσαλα και περίμεναν τις αποφάσεις της Βουλής για την τύχη τους. Τον αναφέρει κι ο Κορδάστος στην Ιστορία του (Τόμος Γ' σελ. 652), όπου μιλώντας για τις ληστοσυμμορίες που σχηματίστηκαν μετά την αποτυχία του κινήματος (1854) στην Ήπειρο-Θεσσαλία, γράφει: «Στην Ελλάδα η πιο γνωστή, αλλά και η πιο εγκληματική ληστοσυμμορία ήταν του αρχιληστή Μελλούλα, που ήταν πιο γνωστό με το παρατσούκλι Κακαράπης». Και σε υποσημείωση: «Υπαρχηγός ήταν ο Χρήστος Νταβέλης, Βλάχος απ’ τους Καρακατσαναίους, που έκανε θραύση στα χωριά της Αττικής και Βοιωτίας...». Κι ο Θ. Νημάς αναφέρει το Νταβέλη και το τραγούδι της μάνας του (σελ. 169 και 204) και το Νάσιο Ζαρογιάννη και τραγούδι (σελ. 174 και 198).

Σαρακατσιαναίοι και Σουλιώτες.
Τελειώνοντας, θάθελα να επισημάνω, χωρίς πρόθεση να τις προσδώσω κάποια ιδιαίτερη σημασία, η δυνατότητα να τις εξηγήσω, πολλές ομοιότητες που διαπιστώνει κανείς ανάμεσα στους Σουλιώτες και τους Σαρακατσιαναίους. Όπως περιγράφει ο Περραιβός (Άπαντα, Α' Ιστορία Σουλίου και Πάργας, σελ. 60) τη ζωή των Σουλιωτών, μοιάζει πολύ με τη ζωή των Σαρακατσιαναίων. Δεν είχαν και οι μεν και οι δε Δικαστήρια, δεν ήξεραν καμιά τέχνη ούτε εμπόριο, μόνο με την κτηνοτροφία ασχολούνταν, αγάπαγαν τα όπλα κλπ. Ακόμα πρέπει να προσθέσω ότι και οι μεν και οι δε αποτελούνταν από πατριές-σόϊα. Επίσης παρατήρησα σε παλιές εικόνες Σουλιωτών, καμωμένες από ξένους την εποχή του Εικοσιένα, ότι οι Σουλιώτες φόραγαν σκούφια σαν αυτή που φόραγαν οι Σαρακατσιαναίοι, τη λαμιώτικη. Ακόμα και ονόματα σαρακατσιαναίϊκα είναι όμοια με σουλιώτικα, π.χ. Κουτσονίκας, Νταγκλής, Ζέρβας, Τζάλας, Καραμπίνης, Κόκκαλης, Δράκος. Κι ακόμα υπάρχει και σόι σαρακατσιαναίϊκο Σουλιωταίοι.

Κι οι Σαρακατσιαναίοι, όπως και τους Κατσιαντωναίους, πολύ μολόγαγαν και τους Σουλιώτες και τ’ αντραγαθήματά τους.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.