Τ’ όνομά τους είναι Σαρακατσαναίοι και μάλιστα Σαρακατσιαναίοι και όχι Σαρακατσάνοι.
Το «Σαρακατσιαναίοι» Το ‘μαθα από μικρό παιδί και το βίωσα χρόνια και χρόνια, λέοντάς το με το στόμα μου κι ακούοντάς το με τ’ αφτιά μου. Και τώρα όσους ρώτησα, συνομήλικούς μου, αλλά και παλιότερους Σαρακατσιαναίους που έζησαν τη ζωή εκείνη, το βεβαιώθηκα και πάλι, ότι λέονταν, νοματίζονταν οι ίδιοι, αλλά κι απ’ τον άλλον αγροτικό πληθυσμό που τους ήξερε, Σαρακατσιαναίοι κι όχι Σαρακατσιάνοι.

Οι περσότεροι που έγραψαν για τους Σαρακατσιαναίους, τον τύπο αυτόν, το «Σαρακατσαναίοι» χρησιμοποιούν. Ιδίως οι παλιότεροι. Και μάλιστα όσοι είχαν αμεσώτερη γνωριμία μαζί τους: Δημ. Γεωργακάς, Γ. Κοτζιούλας, Β. Σκαφιδάς, Σερ. Τσιτσάς, Δημ. Λουκόπουλος. Όπως και γνωστοί επιστήμονες κι ερευνητές σαν τον Ν. Βέη. Και η ίδια η Χατζημιχάλη, που προσπαθεί ν’ αποδείξει, ότι το σωστό είναι «Σαρακατσάνοι» κι όχι «Σαρακατσαναίοι», σε παλιότερη εργασία της (Ν. Εστία I (1927) σελ. 28-33) το «Σαρακατσαναίοι» χρησιμοποιεί.

Στη βιβλιογραφία που παραθέτει η Χατζημιχάλη στο έργο της «Σαρακατσάνοι», απ’ τους 23 ελληνόγλωσσους τίτλους που περιέχουν τη λέξη «Σαρακατσάνοι» ή «Σαρακατσαναίοι», οι 19 έχουν τον τύπο «Σαρακατσαναίοι» και μόνο 4 τον τύπο «Σαρακατσάνοι». Επίσης σ' ένα μικρό βιβλιογραφικό δελτίο που τύπωσε το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας το 1979 με την ευκαιρία έκθεσης «σαρακατσάνικης τέχνης», στους ελληνόγλωσσους τίτλους υπερισχύει ο τύπος «Σαρακατσαναίοι» με 17 τίτλους έναντι 7 του «Σαρακατσάνοι».
Ακόμα, αρκετοί απ’ τους πολυάριθμους τοπικούς συλλόγους Σαρακατσιαναίων που έχουν ιδρυθεί τα τελευταία χρόνια, κι ανάμεσά τους ο παλιότερος, απ’ όσο ξέρω, και δραστηριότερος απ’ αυτούς, ο σύλλογος του νομού Σερρών, κι όπως δημοσιεύονται οι επωνυμίες τους στη μικρή μηνιάτικη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Ήχώ των Σαρακατσάνων», χρησιμοποιούν τον τύπο «Σαρακατσαναίοι». Κι έχει σημασία νομίζω το ποιος τύπος χρησιμοποιείται στις επωνυμίες των συλλόγων, γιατί την επωνυμία του κάθε συλλόγου την καθορίζουν τις περισσότερες φορές οι ίδιοι οι Σαρακατσιαναίοι, αυθόρμητα και χωρίς σκέψη για το ποιο είναι σωστό η όχι.
Κι ένας παλιός, προπολεμικός του 1930, «Σύλλογος Σκηνιτών Σαρακατσαναίων Κτηνοτρόφων Θεσσαλίας - Μακεδονίας - Θράκης» με έδρα την Αθήνα, αναγνωρισμένο με την ύπ' αρ. 7863 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών σωματείο, και που έχω το αρχείο του. Η Χατζημιχάλη (Εισαγωγή σελ. ρπς') τον αναφέρει λαθεμένα ως «Σύλλογο Κτηνοτροφικό Σκηνιτών Σαρακατσάνων Θεσσαλίας - Μακεδονίας - Θράκης», ενώ η σωστή του επωνυμία είναι όπως τη γράφω.

Επίσης στο αρχείο αυτό υπάρχει γράμμα, από 30/8/1930, προς το σύλλογο, ενός άλλου σωματείου: «Ένωσις ακτημόνων μικροκτηνοτρόφων Σαρακατσαναίων περιφερείας Κιλκίς-Πορροϊων».
Κι ένα άλλο ακόμα παλιότερο σωματείο, με καταστατικό εγκεκριμένο απ’ το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με ημερομηνία 23/12/1918, το «Σωματείον των εν Μακεδονία κτηνοτρόφων σκηνιτών Σαρακατσιαναίων ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΊΟΙ» (Ήχώ των Σαρακατσάνων, φύλλο 32/1980).
Παραθέτω συγγραφείς και κείμενα, που γράφουν «Σαρακατσαναίοι»:
- Σπ. Μελάς «Ή Επανάσταση του 1909», έκδοση Μπίρη 1957, σ. 53.
- Δ. Λουκόπουλος «Στ’ Άγραφα», έκδοση Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων αρ. 57, σελ. 183-184 και 187.
- Δ. Λουκόπουλος «Στα βουνά του Κατσαντώνη», ίδια έκδοση, σ. 99, 109, 111-115, 134 κλπ.
- Εφημερίδα «Ταχυδρόμος» Βόλου 7/9/61. Γράμμα συνταξιούχου δάσκαλου για το χωριό Σουπλί Φαρσάλων.
- Ζήσης Σκάρος «Οι ρίζες του ποταμού», Αθήνα 1960.
- Γιάν. Κοσπεντάρης «Οικονομικοπαραγωγικά προβλήματα της Ευρυτανίας - Β' Το κτηνοτροφικό πρόβλημα», σελ. 29.
- Ζήσης Ν. Γρηφινίδης, αφήγηση, στην έφημερ. «Λαϊκή Φωνή» του Βόλου 19-20/7/1934.
- Μ. Καραγάτσης «Το Μπουρίνι», Αθήνα 1943 σελ. 15.
- Δημ. Χρ. Σέττας «Γλώσσα και Λαογραφία της Εύβοιας», Αθήνα, σ. 45.
- Π. Λιναρδάτος, έφημ. «Βήμα» Αθηνών 18/9/1962, άρθρο για κάποια περιοδεία της Φρειδερίκης.
- Γ. Σακελλαρόπουλος, περιοδ. «Ηπειρωτική Εστία», τεύχος 1/1952 σ. 37.
- Έφημερ. «Αυγή» 15/3/63, «Οι έρευνες του ανθρωπολόγου Άρη Πουλιανού στη Βουλγαρία».
- Ηλ. Καινούργιος, «Η Ρούμελη, το Παλιοχώρι, οι Σαρακατσαναίοι». 
- «Εφημερίς του Αλμυρού», αρ. φύλ. 9 (Νοέμβριος 1978) σε σχόλιο για τις δημοτικές εκλογές στον Αλμυρό.
- ΕΝΤΜΟΝΤ ΑΜΠΟΥ, «Η Ελλάδα του Όθωνος», εκδόσεις Τολίδη, μετάφραση Α. Σπήλιου, σελ. 19.
- Κώστας Κρικέλλης, «Μολόχα-Δολοπία-αι», Αθήνα 1974 σ. 201.
- Στίλπων Κυριακίδης, «Βούλγαροι και Σλάβοι εις την Έλληνικήν Ίστορίαν», έκδοση 'Ετ. Μακεδ. Σπουδών -Θεσ/κη 1946, σ. 48.
- Απόστ. Βακαλόπουλος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», έκδοση Β', Θεσ/κη 1974, σελ. 40.
- Ευάγ. Μπόγκας, «Ηπειρωτική Εστία» 5 (1956) σελ. 573-576.
- Κ. Π. Λαζαρίδης, «Ηπειρωτική Εστία» 5 (1956) σελ. 362. Ο Λαζαρίδης έκαμε τριάντα χρόνια δάσκαλος στο χωριό του, Κουκούλι Ζαγορίου, με τους περσότερους μαθητές του Σαρακατσιανόπουλα και τους ξέρει καλά τους Σαρακατσιαναίους.
- Δημ. Φωτιάδης, «Επανάσταση του '21», τ.2, σελ. 292. -Στον «Καραϊσκάκη» 1956, σελ. 16 χρησιμοποιεί το «Σαρακατσάνης».
- Εφημερίδα «ΒΗΜΑ» Αθηνών, 30/7/74. Σε είδηση για ελεύθερη εξαγωγή ειδών περιλαμβάνεται και τούτο το είδος, με αριθμό 48: «Έρια μαύρα σαρακατσανέϊκα». 'Εδώ ο τύπος «σαρακατσανέϊκα» και το κείμενο που τον περιέχει πρέπει νάναι πολύ παλιά, όσο και το δασμολόγιο, που συνήθως επαναλαμβάνεται ατόφιο στην κρατική γραφειοκρατία.
Συγγραφείς που γράφουν «Σαρακατσάνοι»:
- Γ. Αθάνας, σε ποίημα, στο «Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο» Δημ. Σταμέλου, 1958, σελ. 38.
- Ηλ. Βενέζης, εφημ: ακρόπολις», 26/2/1961 κ. επόμ.
- Άρης Πουλιανός, «Η προέλευση των Ελλήνων», έκδοση «Μόρφωση», Αθήνα 1960 σελ. 23.
- Καλλιόπη Μουστάκα, «Το Ζαγόρι», εφημ. «ΒΗΜΑ» Αθηνών, 10/2/1963.
- Αντών. Δ. Κεραμόπουλος, «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι», Αθήνα 1939, σελ. 18, 21, 59-60.
- Λάζαρος Αρσενίου, «Τα τσελιγκάτα».
- Π. Αραβαντινός, «Χρονογραφία της Ηπείρου», 1856, τ. Β', σελ. 146. Τους λέει Σαρακατσάνους, αλλά και Σακαρετσιάνους.
Συγγραφείς που γράφουν και τους δυο τύπους:
- Στέφ. Γρανίτσας, «Τα άγρια και τα ήμερα,..», έκδοση β', Αθήνα, σ. 67, 74, 82.
- Κ. Στούρνας, « Ελληνικά Βουνά», 7 φορές «Σαρακατσάνοι» και 12 «Σαρακατσαναίοι».
- Λεξικό Πρωίας, έκδοση Β', σελ. 2482.
- Νέστορας Μάτσας, «Στέγη από Ουρανό», τους λέει «Σαρακατσάνους», αλλά και «Σαρακατσαναίους» στη σελ. 2.
- Ο Carsten Hoeg, ο γνωστός Δανός που μελέτησε κι έγραψε για τους Σαρακατσιαναίους (όπως λέει η Χατζημιχάλη στο πρώτο μέρος του Α' τόμου του έργου της «Σαρακατσάνοι», εισαγωγή σελ. 6, uποσημ. 2).
- Βασίλης Λαμνάτος, «H ζωή στα χειμαδιά».

Μερικοί που πολύ λίγο ξέρουν, ή ακουστά έχουν τους Σαρακατσιαναίους, ιδίως άνθρωποι των πόλεων, τους λεν και Καρακατσαναίους και Καρακατσάνους και Καρακατσάνηδες: Σωτήρης Σπαθάρης, «Απομνημονεύματα και η τέχνη του Καραγκιόζη», έκδοση «Πέργαμος», 1960, σελ. 51 (γράφει: «Καρακατσάνης»), Γιάννης Κορδάτος, «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας», Τόμος Γ', Αθήνα 1957, σελ. 652, Ν. Ανδριώτης, «Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής», έκδοση Β', Θεσ/νίκη 1971. Κι ο Κρυστάλλης περσότερο Καρακατσάνους τους λέει και λιγότερο Σαρακατσάνους (Άπαντα, έκδοση Κολλάρου 1952, επιμέλεια. Μ. Περάνθη, σελ. 400-402 κλπ.) Είχα φίλο έναν γέρο μαρμαρά, νησιώτης την καταγωγή, που στρατιώτης στα σύνορα είχε δει Σαρακατσιαναίους και κάθε τόσο, όταν κουβεντιάζαμε, Καρακατσαναίους τους έλεγε. Όμως κι άνθρωποι των πόλεων στις oπο;iες σύχναζαν Σαρακατσιαναίοι, τους ξέρουν και τους λεν σωστά. Το Χινόπωρο του 1978, στο Νοσοκομείο του Βόλου, που νοσηλεύονταν ένας συγγενής μου κι είμασταν μαζωμένοι αρκετοί συγγενείς, εκεί, μια κυρία, βλέποντάς μας, ρώτησε τη διπλανή της: Τι έχουν αυτοί κι είναι τόσοι μαζεμένοι; Κι η άλλη κυρία απάντησε καθαρά: «Είναι Σαρακατσαναίοι κι έτσι πάνε αυτοί όλοι μαζί».
Έτσι, αυτό που βεβαιώνει η Χατζημιχάλη στην 0’ σελίδα της εισαγωγής της (πρώτο μέρος του Α' τόμου), ότι όλοι σχεδόν οι συγγραφείς τους γράφουν «Σαρακατσάνους», δεν είναι καθόλου σωστό. Το αντίθετο συμβαίνει. Οι περσότεροι και μάλιστα όσοι τους γνωρίζουν καλύτερα, τους γράφουν «Σαρακατσαναίους».

Ακόμα και σ' ένα δημοτικό τραγούδι που αναφέρονται οι Σαρακατσαναίοι με τ' όνομά τους κι όχι απλά «Βλάχοι», λέγονται «Σαρακατσαναίοι», το γνωστό:

- Εσείς βουνά του κιαρατά, Καράβα και Γκαβέλου, 
τους Βλάχους τι τους κάματε, τους Σαρακατσαναίους; 
τους στείλαμε στα χειμαδιά, πάνε να ξεχειμάσουν, 
και καρτερούν την Άνοιξη, τ' όμορφο Καλοκαίρι, 
ν' ανοίξει ο γαύρος κι η οξιά, να βγάλει η γης χορτάρι, 
να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά, να βγουν κι οι Βλαχοπούλες, 
να βγουν τα λάϊα πρόβατα, με τα χοντρά κουδούνια, 
να βγουν και τα βλαχόπουλα λαλώντα την τσαμάρα.

(Δ. Λουκόπουλου, «Στα Βουνά τού Κατσαντώνη», σελ. 267-68). αν και το τραγούδι αυτό είναι σωστότερο έτσι:

-Εσείς βουνά του κιαρατά, βουνά τ’ Ασπροποταμου, 
τους Βλάχους τι τους κάματε, τους Σαρακατσιαναίους...,

Γιατί το τραγούδι αναφέρεται στο γεγονός της εκτόπισης των Σαρακατσιαναίων απ’ τον Ασπροπόταμο προς τη Βουλγαρία, γιατί φύλαγαν τους κλέφτες. Και Τότε μεσολάβησε και ματαιώθηκε η εκτόπιση ο κοτζαμπάσης τ’ Ασπροπόταμου ο Χατζηγάκης, που από τότε οι Σαρακατσιαναίοι τον είχαν θεό. Η Χατζημιχάλη στη σελ. νδ' της εισαγωγής της στο έργο της «Σαρακατσάνοι», παραθέτει γράμμα του λόγιου Αλέξανδρου Χατζηγάκη, κατά το οποίο η εκτόπιση των Σαρακατσιαναίων έγινε το 1834-35. Και σίγουρα η πιο σωστή παραλλαγή τού τραγουδιού και σύμφωνη με το γεγονός είναι αυτή που παραθέτει ο Θ. Νημάς στα «Δημοτικά τραγούδια της Θεσσαλίας» (έκδοση α/φών Κυριακίδης-Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 128):

-Εσείς βουνά του κιαρατά, βουνά τ' Ασπροποτάμου, 
τους Βλάχους τι τους κάματε τους Σαρακατσαναίους. 
Οι Βλάχοι παν στα χειμαδιά, πάησαν να ξεχειμάσουν, 
τα πήραν και τα πρόβατα, τα πήραν και τα γίδια.
Τζουχάλια ρίχνουν στα χωριά, σ' όλα τα βλαχοχώρια, 
Γιαννίτσας από την Κρανιά, Τάκης απ’ τη Βεντίστα, 
Χατζηγάκης δε γράφτηκε, ουδέ και υπογράφει, 
τους έχ(ει) κουμπάρους και νουνούς, τους έχ(ει) στεφανωμένους, 
τους έχ(ει) φυλάν τα πρόβατα, τους έχ(ει) φυλάν τα γίδια.

Τζοχάλι-αρτζοχάλι = έγγραφη αναφορά προς τις τουρκικές αρχές.

Και το τραγούδι που παράθεσα στο Τρίτο Κεφάλαιο, Νο 13:

- Κράτα καημένε Έλυμπε και σεις καημένα Χάσια,
κράτα τους Βλάχους πώρχονται, τους Σαρακατσιαναίους...

Άλλο που επιβεβαιώνει το «Σαρακατσαναίοι» είναι ότι όλα τα οικογενειακά τους ονόματα, μα όλα χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση, σχηματίζονται στον πληθυντικό τού αρσενικού με την κατάληξη «αίοι», που άλλωστε, όπως δέχεται κι η Χατζημιχάλη (στην ίδια ο' σελίδα της εισαγωγής της) ήταν και πανελλήνια. Ακόμα κι ονόματα, που με πρώτη ματιά φαίνεται αδύνατο να σχηματίσουν πληθυντικό με κατάληξη «αίοι», έτσι τον σχημάτιζαν τότε. Π.χ. Τ' όνομα Παπάς στον πληθυντικό τού αρσενικού γίνονταν Παπαδαίοι (υπάρχει τέτοια οικογένεια σε χωριό, νομίζω, των Φαρσάλων): Παπάς-Παπαδίνα-Παπαδαίοι-Παπαδαίϊσες.

Πολλά ονόματα Σαρακατσιαναίων που σήμερα τ’ ακούς στον πληθυντικό, ακόμα κι από νέους Σαρακατσιαναίους, με τις συνηθισμένες τώρα καταλήξεις -άδες, -ήδες, -έδες, που τις δέχεται το τωρινό μας γλωσσικό αισθητήριο, όπως π.χ. Νανάδες, Μπανιάδες, Κατσιαβριάδες, Τσιαταλιάδες, Παταριάδες, Σουφλιάδες, Μπαλάδες, Καραφυλλιάδες, Καταραχιάδες, Τραχανάδες, Καλλέδες, Τσιαντήδες, Σφυρήδες, Κιρμηλήδες, Μπέηδες, Ζαχαρήδες, Μακρήδες, Ζαραλήδες, Καραλήδες, Κλεφτα
άκηδες κλπ, τότε τ’ άκουγες απ' όλους ανεξαίρετα, ακόμα κι απ’ τους χωριάτες: Ναναίοι, Μπαναίοι, Κατσιαβραίοι, Τσιαταλαίοι, Παταραίοι, Σουφλαίοι, Μπαλαίοι, Καραφυλλαίοι, Καταραχαίοι, Τραχαναίοι, Καλλαίοι, Τσιανταίοι, Σφυραίοι, Κιρμηλαίοι, Μπεαίοι, Μπαλαίοι, Ζαχαραίοι, Μακραίοι, Ζαραλαίοι, Καραλαίοι, Κλεφτακαίοι κλπ. Έτσι, αυτά που γράφει η Χατζημιχάλη στην σελίδα της εισαγωγής της γιά: Αλεξάκηδες, Ντελήδες, Ράφτηδες, Κατσιαβριάδες κλπ, δεν είναι σωστά. Τα ξέρω τα ονόματα αυτά κι όλοι τάλεγαν: Αλεξαίοι, Ντελαίοι, Ραφταίοι, Κατσιαβραίοι κλπ.

Γενικά τα οικογενειακά ονόματα των Σαρακατσιαναίων, Τότε, σχηματίζονταν στον ενικό του θηλυκού με την κατάληξη -ίνα, ή -ηνα, ή -αινα, στον πληθυντικό του αρσενικού πάντα κι απαραλλάχτα με το -αίοι και στον πληθυντικό του θηλυκού με το -αίϊσες: Μάμαλης-λίνα-λαίοι-λαίϊσες, Μαλαμούλης -λινα-Μαλαμαίοι (σπάνια Μαλαμ(ου)λαϊ

ίοι)-Μαλαμαίϊσες (σπάνια Μαλαμ(ου)λαίϊσες), Καλλές-λίνα-λαίοι-λαίϊσες, Ψαρογιώργος-γαινα-Πτσαραίόι (σπάνια Ψαρογιωργαίοι) - Πτσαραίϊσες (σπάνια Ψαρογιωργαίϊσες), Νανάς-νίνα-ναίοι-ναίϊσες, Μαχάς-χίνα-χαίοι-χαίϊσες, Κολοβός-βίνα-βαίοι-βαίϊσες, Μπέης-ηνα-αίοι-αίϊσες, Μπαλάς-λίνα-λαίοι-λαίϊσες, Κρίβος-βαινα-βαίοι-βαίϊ-σες, Τσιγαρίδας-δαινα-δαίοι-δαίϊσες κλπ.

Και μια ιδιοτυπία στα ονόματα των Σαρακατσιαναίων: τ

Το επίθετο που δείχνει τοπική καταγωγή ή τόπο ξεχειμάσματος, όταν είναι όμοιο με οικογενειακό, αλλάζει. Π.χ. Το οικογενειακό όνομα Ξηρομερίσιος-αινα-αίοι-αίϊσες, όταν υποδηλώνει το Σαρακατσιάνο που ξεχειμάζει στο Ξηρόμερο (πού απ’ αυτό αλλωστε προέρχεται και το οικογενειακό), γίνονταν Ξηρομερίτης (και σπάνια Ξηρομερίσιος)-Ξηρομερίτισα-Ξηρομερίτες (σπάνια Ξηρομερίσιοι)-Ξηρομερίσιες και Ξηρομερίτισες. Ποτέ ο πληθυντικός του αρσενικού δε γίνονταν Ξηρομερισαίοι, όπως το οικογενειακό. Γίνονταν Ξηρομερίτες, ή Ξηρομερίσιοι.

Και μιά αλλη παρατήρηση για τα ονόματα των Σαρακατσιαναίων: Κατά κανόνα (όχι βέβαια ανεξαίρετον) δε δείχνουν επάγγελμα ή τέχνη, αλλά σωματικές, πνευματικές, ψυχικές, ή άλλες ιδιότητες. Δείχνει κι αυτό ότι οι Σαρακατσιαναίοι ήταν μονάχα κτηνοτρόφοι και τέχνες κι επαγγέλματα δεν ήξεραν και δεν ασκούσαν. Π.χ. Το όνομα Ψαρογιώργος, όπως μου έλεγε ο Γιάννης Ψαρογιώργος, βγήκε έτσι: οι Καρβασαριώτες, που έβγαιναν στον Καρβασαρά Δολόπων της Ευρυτανίας, Ψαρογιωργαίοι – Μπανακαίοι και Αργυραίοι ήταν όλοι μιά γενιά και τ' όνομά τους Γαλάνης. Όμως τους γιούς του Γαλάνη τους έβγαλαν προσονόματα, έναν Μπανάκα, έναν Αργύρη κι έναν Ψαρογιώργο, κι αυτά τους έμειναν ως επίθετα. Ο Ψαρογιώργος νοματίστηκε έτσι, γιατί ήταν στ’ ασκέρι του Καραϊσκάκη και κάποτε σ' ένα ποτάμι κατεβασμένο, που δε μπορούσε να το περάσει ο Καραϊσκάκης, αυτός ο Γιώργος Γαλάνης τούπε, «καπτάνιε, μη σκιάζεσαι, θα σε περάσω εγώ στο νώμο», κι όταν τον πέρασε, ο Καραϊσκάκης τούπε «γεια σου ωρέ πουτσαρά Γιώργο» και τώμεινε Πουτσαράς Γιώργος-Πουτσαρογιώργος-Πτσαρογιώργος, και φαίνετα κάποιος γραμματοδάσκαλος το ευπρέπισε σε Ψαρογιώργος. Γι’ αυτό κι οι άλλοι Σαρακατσιαναίοι εκεί γύρω τους έλεγαν περσότερο Πτσαραίους και λιγότερο Πτσαρογιωργαίους. Κι όπως μώλεγε ο Λία Ψαρογιώργος, παλιότερα και στα χαρτιά της Κοινότητας ήταν γραμμένοι «Πτσαρογιώργος». Και σ' έναν κατάλογο του «Συλλόγου Σκηνιτών Σαρακατσαναίων Κτηνοτρόφων Θεσσαλίας-Μακεδονίας-Θράκης», που ανάφερα πάρα πάνω, είναι γραμμένοι «Πτσαρογιώργος».

Ο παππούλης μου δε λέγονταν Μποτός αλλά Τριάντης και κράταγε από κάποιο παρακλάδι των Συκάδων, συγγενικό με τους Ραπογιανναίους. Όμως μικρός και κοιλάρφανος ήταν πολύ γεροδεμένος, με μπούτια στιβαρά και σβέλτος. Κι απ’ αυτό τον έβγαλαν Μπουτό–Μπουντό (υπάρχει και επίθετο μπουτός-Μπουντός  με τη σημασία αυτή, ιδίως στην Ήπειρο), και του ‘μεινε και γράφτηκε τελικά Μποτός.

Σπάνια σαρακατσιαναίϊκο όνομα προέρχεται από κάποιο επάγγελμα ή τέχνη, π.χ. Ράφτης, Παπάς, αν κι αυτό το τελευταίο το πιθανότερο είναι να προέρχεται από παραγκώμι κι όχι από επάγγελμα παπά.
Και μια άλλη ιδιοτυπία στα κύρια ονόματα των Σαρακατσιαναίων. Όταν τάλεγαν με το επίθετο μαζί στην ονομαστική, παρέλειπαν το τελικό σίγμα: Ο Μήτσιο Μαλαμούλης, ο Νίκο Κολοβός, ο Κώστα Μπανάκας, ο Αλέξαντρο Ακρίβος κλπ. Όταν όμως τάλεγαν χωρίς το επίθετο, έλεγαν: Ο Μήτσιος, ο Νίκος, ο Κώστας, ο Αλέξαντρος κλπ.

Έτσι λοιπόν τ' όνομά τους το σωστό είναι Σαρακατσιαναίοι κι όχι Σαρακατσάνοι. Κι ένας Σαρακατσιάνος φιλόλογος, ο Θωμάς Καλοδήμος, που έγραψε δυο πολύ καλά κομμάτια για τ’ ανάπιασμα των προζυμιών και το φλάμπουρα στην «Ηχώ των Σαρακατσάνων» (φύλλα 10-11/1978), τον τύπο «Σαρακατσαναίοι» χρησιμοποιεί. Επίσης στην ίδια εφημερίδα (φύλλο 6-7/1978) ο Σαρακατσιάνος δικηγόρος Ν. Κατσαρός γράφοντας για το «ξενήτεμα», γράφει «Σαρακατσιάνος-τσιάνα-τσιαναίοι», πούναι και το πιό σωστό, κι όχι Σαρακατσάνος-τσάνα. Επικαλούμαι αυτούς τους δυό ξεχωριστά, γιατί είναι Σαρακατσιαναίοι και μάλιστα ο πρώτος και φιλόλογος, δηλαδή πιό ειδήμονας στο προκείμενο. Και μέχρι τώρα κι απ’ όσο ξέρω, Σαρακατσιάνος δεν έχει γράψει για τους Σαρακατσιαναίους.

Για το ότι το «Σαρακατσιάνος-τσιάνα-τσιαναίοι» κι όχι «Σαρακατσάνος» κλπ, είναι το πιο σωστό , ότι δηλαδή έτσι λέονταν και προφέρονταν τότε, αλλά και σήμερα από πολλούς Σαρακατσιαναίους κι άλλους, έχω και μια μικρή γραφτή μαρτυρία. Ένα γραμμάτιο που δανείστηκε ο παππούλης μου 396 δραχμές στις 12/10/1896 από κάποιον στο Βλάσδο Καρδίτσας. Στο πίσω μέρος του γραμματίου ο δανειστής του έχει σημειώσει: «Ιω. Μπουτός Σαρακατσιάνος. Διά δρχ. 396 λίξης 1897 Απριλίου 12», απ' όπου και βγάνω ότι ήταν ο παππούλης μου οφειλέτης, γιατί η υπογραφή του είναι κομμένη, όταν το πλήρωσε φαίνεται. Κι ο Χρηστοβασίλης στα «Εθνικά άσματα 1453-1821», σελ. 302, μιλώντας για τον Κατσιαντώνη, λέει: «Ανήκεν εις την ελληνικήν νομαδικήν φυλήν των Σαρακατσιάνων...», όπως βεβαιώνει ο Δ. Σταμέλος στον «Κατσαντώνη» (έκδοση « Εστίας», 1980, σελ. 37). Η ετυμολογία του «Σαρακατσιαναίοι». Διατυπώθηκαν πάρα πολλές γνώμες για την προέλευσή του, απ' το: Σακαρέτσι, Συράκο, Κατσάνοι Κατσανοχώρια, Συρακούσες, Σαρακηνοί και πολλά άλλα, όλα με κάποια αληθοφάνεια, ιδίως γλωσσική κατά τη γνώμη μου, το όνομα πρέπει νάναι ξενικό και σύνθετο από δυο λέξεις. Και μάλλον
σημαίνει ιδιότητα, ίσως το νομαδισμό τους, τη φερέοικη ζωή τους, τον πλάνητα βίο τους. Κι όχι τόπο καταγωγής.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.