Σχετικά με το θέμα αυτό έχω αναφέρει στα προηγούμενα κεφάλαια, σκόρπια εδώ και κει, όλα όσα θυμώμαι ή έχω ακούσει. Ανακεφαλαιωτικά λοιπόν και συμπληρωματικά προσθέτω και τούτα:
Οι υλικές συνθήκες της ζωής των Σαρακατσιαναίων ήταν σκληρές απ’ την άποψη κυρίως την επαγγελματική, γιατί είχαν ν' αντιπαλέψουν κάθε μέρα με τα στοιχεία της φύσης. Και το βιοτικό τους επίπεδο, με τα σημερνά δεδομένα, ήταν πολύ χαμηλό. Αλλά με τα τότε δεδομένα και σε σύγκριση με το βιοτικό επίπεδο του υπόλοιπου αγροτικού πληθυσμού ήταν, πιστεύω, καλό, καλύτερο από κείνο της μεγάλης πλειοψηφίας των αγροτών.
Ο Σαρακατσιάνος ήταν χορτάτος, και μάλιστα η τροφή του ήταν καλής ποιότητας, γιατί αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από γαλακτομικά και τυροκομικά προϊόντα, ήταν ζεστά ντυμένος με τα μαλλίσια χοντροσκούτια του και δεν ήταν γυμνός και κουρελιάρης. Και ποδεμένος. Βέβαια από τότε που τον έβαναν στην κολυμπήθρα και τον βάφτιζαν, το κορμί του νερό δεν ξανάβλεπε, εκτός πώπλενε τα χέρια και τα ποδάρια του και λούζονταν περιοδικά, όπως κι όλος τότε ο αγροτικός κόσμος. Κι η ψείρα δεν τούλειπε. Αν σκεφτούμε όμως την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσε η μεγάλη αγροτική μάζα τότε και ιδίως οι κολλήγοι, οι Σαρακατσιαναίοι ζούσαν πολύ καλύτερα. Αυτή την εξαθλίωση των κολληγάδων, υλική και πνευματική, την πρόφτασα στον κάμπο της Θεσσαλίας, όταν περνοδιαβαίναμε Άνοιξη-Χινόπωρο. Και τους Σαρακατσιαναίους, με το να μην έχουν άμεση εξάρτηση απ’ τους τσιφλικάδες κι έχοντας και μια σχετική ανεξαρτησία απ’ τους Τούρκους, με το να μετακινούνται πότε εδώ και πότε εκεί, αλλά και αντιμετωπίζοντας τους και με το τουφέκι στην ανάγκη, και με τις στενές σχέσεις τους με την κλεφτουριά που την είχαν στήριγμα και σα συνέπεια απ' όλα αυτά με φρόνημα λεύτερο κι ανεξάρτητο, πολλοί τότε τους ζήλευαν. Αντακάκλαση αυτής της πραγματικότητας είναι, πιστεύω, και τα δημοτικά τραγούδια:
Καμάρι έχουν τα πρόβατα, καμάρι έχουν τα γίδια,
καμάρι έχουν και τ’ άλογα κι οπού τα καβάλανε,
καμάρι είνι' κι η πολύ σειριά, τ’ αδέρφια και ξαδέρφια...
Κι άλλο:
Τώρα είν’ Απρίλης και χαρά, τώρα είναι Καλοκαίρι,
το λέν τ’ αηδόνια στα κλαριά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
το λέν οι κούκοι στα ψηλά, ψηλά στα καταρράχια
πάν τα κοπάδια στα βουνά, να ξεκαλοκαιριάσουν,
πάν και κοντά οι τσοπάνηδες βαρώντας τη φλογέρα,
να τα τυροκομήσουνε και τη νομή να βγάλουν,
και να γιορτάσουν τ' άη Γιωργιού, να ρίξουν στο σημάδι,
να πιούν νερό απ’ τα βουνά, να πάρουν τον αέρα.
(Ν.Γ. Πολίτη: Έκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, έκδοση τρίτη, Αθήναι 1932, σελ. 178 και 241)
Βέβαια τα τραγούδια αυτά δε νοματίζουν ειδικά τους Σαρακατσιαναίους κι αναφέρονται γενικά στους νομάδες κτηνοτρόφους, μα ανάμεσα σ’ αυτούς οι Σαρακατσιαναίοι ήταν πρώτοι και καλύτεροι.
Όπως έχω πει, πολιτιστικά κέντρα δεν ανάπτυξαν οι Σαρακατσιαναίοι κι ούτε ήταν δυνατό ν’ αναπτύξουν, όπως κι έντεχνη προσωπική ποίηση και τέχνη. Όμως η συμβολή τους στη δημιουργία του απρόσωπου δημοτικού τραγουδιού, πρέπει νάταν σοβαρή, γιατί σοβαρή ήταν κι η συμβολή τους στη δημιουργία και την ανάπτυξη της κλεφτουριάς, που φυσικό ήταν νάναι το καμάρι τους κι επομένως και να έκφρασαν αυτό το καμάρι τους με τραγούδια. Και κατά τον ιστορικό Μ. Παπαϊωάννου η κλεφτουριά, η αυτοδιοίκηση και το δημοτικό τραγούδι έχουν τις ρίζες τους στην κτηνοτροφική πατρυιά (σχόλια στα άπαντα Χριστόφορου Περραιβού, έκδοση Σεφερλή, Αθήνα 1956, σελ. 69). Κι ο ίδιος πάλι λέει αλλού: «...Το δημοτικό τραγούδι στην Ελλάδα του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού το δημιουργούν ανθρώπινες ομάδες που έχουν τη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης π.χ. Της σουλιώτικης πολεμικής πατρυιάς, της κτηνοτροφικής πατρυιάς των Σαρακατσάνων...» (Γ. Φίνλεϋ Ιστορία της Τουρκοκρατίας και Ενετοκρατία στην Ελλάδα, έκδοση Πυξίδας 1958, σελ. 345). Κι ο Στέφανος Γρανίτσας γράφει στα «Άγρια και τα ήμερα..», σελ. 67: «Αδύνατον να φαντασθείτε πόσα συμβολικά τραγούδια της επαναστάσεως γύρω από τα λάφια έχει η δημοτική ποίηση, η άγνωστος ακόμα κατά 80% και την οποίαν τώρα εγγίζω εις την λαγαρήν και άφθονον πηγήν της εις τους Αγραφιώτας Σκηνίτας (εννοεί τους Σαρακατσιαναίους). Τι είναι οι ξανθοί αυτοί άνθρωποί; Καραρράκται στίχου, ρυθμού, ήχου, θρύλου, μύθου, παραδόσεως...».
Πέρα απ’ τα γνωστά κλέφτικα δημοτικά τραγούδια, υπάρχουν κι άλλα πολλά τέτοια, που αναφέρονται σε κλέφτες Σαρακατσιαναίους, που πιστεύω ότι βγήκαν σε στάνες σαρακατσίαναίϊκες, που όμως δεν είναι πολύ διαδομένα. Αλλά και τα γνωστά κατσιαντωναίϊκα τραγούδια, πιστεύω, ότι πολλά τους είναι έργα σαρακατσιαναίϊκα. Να μερικοί στίχοι που μούπε το 1964 ο πατέρας μου (82 χρονών τότε) και που ολοφάνερα δείχνουν, ότι τους έφκιασαν άνθρωποι που ζούσαν σε στάνες και σε πράματα:
...Πώς να σι αφίκου αδερφέ μ'
δεν είσαι βρωμοζύγουρο μηδέ παλιοπρατίνα
μόν είσι ο Αντώνης ξιακουστός σι ούλα τα βιλαέτια....
Τα λόγια αυτά είναι του Χασιώτη προς τον Κατσιαντώνη όταν τους κύκλωσαν κι ο Κατσιαντώνης τούλεγε του Χασιώτη να τον αφήσει και να φύγει. Ο Σταμέλος στον «Κατσαντώνη» του, σελ. 274, σημ. 196, γράφει ότι ο Κατσιαντώνης είπε στο Χασιώτη:
Κόψε με, Γιώργο μ’ , κόψε με,
πάρε μου το κεφάλι,
να μην το πάρει η παγανιά,
ο αγά Μουχουρνταρης.
Και στη σελ. 267-268, σημ. 149, παραθέτει ένα τραγούδι απ’ την περιοχή των Σερρών (Γ. Καφταντζή: Τα δημοτικά τραγούδια του νομού Σερρών, σελ. 25) για τον πηγαιμό του Κατσιαντώνη στην κλεφτοσύναξη της Λευκάδας το 1807, όπου τον ανακήρυξαν πολέμαρχο:
Στης Παναγιάς την εκκλησιά, στον κάμπο της Λευκάδας,
καπεταναίοι, κάθονται και όλοι καρτερούνε,
τον Κατσιαντώνη καρτερούν, το πρώτο παλικάρι,
Για να τον κάμουν αρχηγό, της κλεφτουριάς καμάρι.
Το πρώτο δείχνει ομοιότητα με τους στίχους που μούπε ο πατέρας μου. Το τελευταίο, ότι είναι σαρακατσιαναίϊκο, γιατί πως αλλιώς θα τραγουδιώνταν στο νομό Σερρών, αν δεν το είχαν μεταφέρει εκεί Σαρακατσιαναίοι.
Η επίδοσή τους στην τέχνη περιορίζεται στην ξυλογλυπτική, την υφαντική, τα κεντήματα, τις φορεσιές τους. Γι’ αυτά γράφει πολλά και με αρμοδιότητα η Χατζημιχάλη. Για τις φορεσιές τους μόνο θα πω τούτα τα λίγα που ξέρω. Μέχρι το 1900, περίπου, οι άντρες στ’ Άγραφα φορούσαν φουστανέλα. Βλάχοι και χωριάτες. Σ‘ άλλα μέρη όμως, ιδίως Μακεδονία-Θράκη, οι Σαρακατσιαναίοι φόραγαν-φουστανέλα κι ως αργότερα. Για τη γυναικεία φορεσιά η γριά του Λία Ψαρογιώργου μούλεγε το 1978, ότι παλιά ήταν ετούτη: Φουστάνι (η φούστα με τις πολλές δίπλες), κοντόκαπα κεντητή, ζουστάρι κεντητό, μπροστά: ποδιά, κουστέκια (κοσμήματα), λουρί, φούστα (πουκάμισο βαμπακομαλλίσιο). Η παλιά η φορεσιά πρέπει να είχε πολλά κοσμήματα ασημένια, κουστέκια, κόπιτσες, αλύσια κι άλλα, γιατί θυμώμαι η μάνα μου είχε μιά σακκαρέλα γεμάτη τέτοια, που χάθηκαν όμως. Να και μερικές ονομασίες κομματιών γυναικείας φορεσιάς, που έχω ακούσει, χωρίς όμως και να μπορώ να τα προσδιορίσω όλα: Κάλτσες, τσουράπια, ποδιά (μπροστοποδιά), φανέλα, πουκάμισο, τζιάκος, τσιαμαντάνι, κοντόκαπα, πολκάκι, ζακέτα, σαλιούρα, μαντήλι. Μεταγενέστερη γυναικεία φορεσιά, κατά πως μούλεγαν οι αδερφές μου: φανέλλα συντονίσια (στημόνι βαμπακερό, υφάδι μαλλίσιο), πουκάμισο (πανί κάμποτ αγοραστό ), μαλλίνα (κεντημένη από κάτω με μύτες), ζουστάρι, φουστάνι (με τις δίπλες ως τη φτέρνα με φρέντζες δυό σειρές), ποδιά μπροστά με χρώμα συνήθως ροζ με πούλιες, πολκάκι, ζακέτα, μαντήλι κίτρινο στο κεφάλι με πουλιά ή ποδήλατο στάμπα. Και τα μαλλιά στη μέση χωρισμένα σε κουσάνες (κοτσίδες) με πλεξίδια (κορδέλες) τριανταφυλίσια. Οι παλιές γυναικείες φορεσιές πρέπει νάταν άβολες και καθόλου πρακτικές στη δουλειά, στην οποία αποκλείεται να τις φορούσαν ατόφιες, θα τις φορούσαν κάπως πιο απλοποιημένες.
Ο ιδεολογικός κόσμος των Σαρακατσιαναίων ήταν απόρροια και αντανάκλαση του φυσικού τους βίου, της εξάρτησης τους σε πολύ μεγάλο βαθμό απ’ τη φύση και τα στοιχεία της. Είχαν παράξενες δοξασίες, πολλές προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Ανάφερα μερικές στα προηγούμενα κεφάλαια. Κι ήταν διαφορετικές απ' του υπόλοιπου αμόρφωτου αγροτικού πληθυσμού σε πολλά σημεία. Ακόμα και τη χριστιανική θρησκεία την έβλεπαν με κάπως διαφορετικό μάτι. Πίστευαν και μολόγαγαν για φαντάσματα, για στοιχειά, για νεράιδες και διαολικά.
Θυμώμαι στο σπίτι μας στην Καρυά, άμα φύσαγε αέρας και κούναγε τα καρέλια απ’ τον αργαλειό στη μέσα κάμαρη και βρόνταγαν, η μάνα μου σταυροκοπιόνταν, γιατί πίστευε ότι τον χτύπαγαν τον αργαλειό διάολοι. Πίστευαν ότι οι παλιότεροι άνθρωποι ήταν αθώοι και «έβγαιναν» σε αυτούς οι άγιοι ή η Παναγία. Μια θειά μου Αγόρω, θυμώμαι και μολόγαγε για λίρες, σα ζωντανές χήνες, που έβγαιναν και τις μάζωνε ο κόσμος. Για τον κεραυνό πίστευαν ότι έπεφτε απ’ τον ουρανό «αστροπόβολος», οι πέτρες που πυρακτώνονταν απ’ την ηλεκτρική εκκένωση, και που τις φύλαγαν και τις είχαν για φυλαχτό . Για τους Μαλαμ(ουλ)αίους πίστευαν ότι είναι αθάνατοι, ότι το βιο τους είναι στοιχειωμένο, ότι το φυλάει τσιοπάνος-ίσκιος που βγαίνει τη νύχτα, κι άλλα. Σ’ αυτά απόδιναν την προκοπή τους και το πολύ το βιό τους. Έλεγαν ακόμα για τους Μαλαμ(ουλ)αίους, σαν ιστορική μνήμη αυτό, ότι τριακόσια χρόνια δε μέρασαν ποτέ το βιό τους, δηλαδή είχαν από έναν μαναχογιό κι έτσι η περιουσία πέρναγε ατόφια απ’ τον έναν στον άλλον.
Άμα τους έκλεφταν κάνα αυγό, το ξέταζαν ότι θα πάθουν ζημιά στα πράματα, θα τους φάει ζ(ου)λάπ(ι) σφαχτό και τέτοια. Άμα βασίλευε ο ήλιος, δε δάνειζαν τίποτα, ας πούμε ψωμί και τέτοια, εκτός αν τους πάαιναν λίγο αλάτι. Σκιάζονταν μην πάθουν ζημιά. Παραμονή της Παρασκευής ή γιορτής, μόλις βασίλευε ο ήλιος, οι γυναίκες παράταγαν τη ρόκα, σταμάταγαν να γνέθουν. Παρασκευή επίσης δεν έπιαναν βελόνι στο χέρι να μπαλώσουν ρούχο. Το ξέταζαν ως κακό για κείνον που φόραγε το ρούχο αυτό. Βράδυ δε δάνειζαν φωτιά, ούτε αλάτι. Βγάζοντας την πυρουστιά απ’ τη φωτιά, άμα έβγανε σπίθες και αυτές πάαιναν κατά τη γωνιά της πυρουστιάς (σ' όποια απ’ τις τρεις), το ξέταζαν ότι θα πάρουν παράδες.
Άμα γεννιόνταν ένα παιδί κι ήταν η φτέρνα του ερεθισμένη, κόκκινη, το ξέταζαν ότι θα υποφέρει, θα βασανιστεί στη ζωή. Αυτό το πίστευε η μάνα μου. (Νάχει άραγε κανιά σχέση με την «αχίλλεια πτέρνα»;).
Άμα φώλιαζε φίδι στο σπίτι, το θεωρούσαν στοιχειό που φυλάει το σπίτι. Το ίδιο και για το μελίσσι. Θυμώμαι στην Καρυά, είχαμε ιδεί ένα φίδι να βγαίνει απ’ τον τοίχο του σπιτιού μας και μέρες το συζήταγαν, άντρες και γυναίκες, αν πρέπει να προσπαθήσουμε να το σκοτώσουμε. Άμα οι φλόγες της φωτιάς έβγαναν τσιριξιές-ήχους, έλεγαν ότι «κουβεντιάζει η φωτιά» κι ότι μας κουβέντιαζαν άλλοι εμάς, για καλό ή για κακό. Άμα κανιά βολά έπιαναμε τα δαυλιά της φωτιάς ανάποδα, μα δε θυμάμαι πώς, η μάνα μου μας μάλωνε, δεν έκανε, λέει.
Οι διάφορες δοξασίες, δεισιδαιμονίες, μύθοι, μαγικές πράξεις κλπ. ήταν και πολλές και παράξενες στους Σαρακατσιαναίους. Το δυστύχημα είναι, ότι δε θα μαθευτούν και δε θα καταγραφούν, γιατί και οι γνώστες τους λίγοι είναι πιά, αλλά κι αυτοί που επιζούν δύσκολο να τους βγάλεις λέξη απ’ το στο μα τους, οι Σαρακατσιαναίοι είναι και λιγόλογοι και επιφυλαχτικοί.
Ιστορική συνείδηση για το σύνολο της λαότητάς τους δεν είχαν οι Σαρακατσιαναίοι. Αιτία, μου φαίνεται, είναι το ότι δεν είχαν μόνιμη ρίζα-εγκαταστάση. Γιατί για να δημιουργηθεί ιστορική παράδοση και να γίνει ιστορική συνείδηση, πρέπει να συνδέεται και ν’ αναφέρεται σε κάποιον τόπο και σε κάποια συμπαγή πληθυσμιακή μάζα. Κι οι Σαρακατσιαναίοι δεν άλλαζαν κατοικία μόνο στα όρια μιας περιοχής π.χ. μέσα στη Θεσσαλία, αλλά κι από περιοχή σε περιοχή ακόμα, έστω κι αν αυτό δε γίνονταν τόσο συχνά και τόσο εύκολα, π.χ. απ’ τη Στερεά στη Μακεδονία κι απ’ την Ήπειρο στη Θράκη ή στη Βουλγαρία κλπ. Κι επίσης, πουθενά δεν ήταν συγκεντρωμένοι σε μια κάπως σημαντική πληθυσμιακή μάζα. Μόνο στο κάθε σόϊ σώζεται κάποια ιστορική παράδοση-μνήμη για το σόϊ αυτό. Όλοι οι Σαρακατσιαναίοι έχουν να μολογήσουν λίγα ή πολλά, και συνήθως πολλά, για το οικογενειακό σόϊ τους. Για όλο όμως το συνάφι το σαρακατσιαναίϊκο δεν έχουν σχεδόν τίποτα να πουν.
Να μια παράδοση-μνήμη για τους Μαμαλαίους, όπως την άκουσα από Μαμαλαίους: Η παλιότερη κοιτίδα τους ήταν η περιοχή των Σαλώνων. Ήταν τόσο μεγάλη φάρα, που «μέτραγαν πεντακόσια τουφέκια». Κι ο Αλή-Πασιάς τους είχε δώσει μπουγιουρντί-άδεια, να πααίνουν στα βάθη της Αλβανίας για ξεκαλοκαιριό. Κάποτε φιλοξένησαν τον πάτερ Κοσμά και τον ρώτησαν πότε θα ξεπέσουν, δηλαδή θα χάσουν το μεγάλο όνομα, τη σειρά, την αίγλη, το μεγάλο σόϊ τους. Και τους απάντησε: Όταν ένας Μάμαλης τα φκιάσει με μια πρωτοξαδέρφη του. Πράμα που κι έγινε. Ένας Σπύρο Μάμαλης είχε αφίκει δυό γιους, το Μήτρο και το Σπύρο, κοιλάρφανον αυτόν. Ο Μήτρος τάφκιασε με τη Ρίνα Πεπόνα, πρωτοξαδέρφη του, κορίτσι του αδερφού της μάνας του. Κι από τότε, με τη ντροπή αυτήν, πήραν τον κατήφορο και σκόρπισαν σε διάφορα μέρη. Η Ρίνα έμεινε έγκυος κι όταν μαθεύτηκε τη σκότωσαν, την έριξαν σε γκρεμό. Ο Μήτρος πήγε κλέφτης, και κατ’ άλλους αυτοκτόνησε σε μιά σπηλιά, και κατ’ άλλη εκδοχή εξαφανίστηκε και μάλιστα τον φέρνουν ότι πήγε στη Μικρά Ασία και απόγονοι του γύρισαν πρόσφυγες το είκοσι δύο κι έλεγαν αυτή την ιστορία. Η γριά του Σπύρου Μάμαλη με το Σπύρο τον κοιλάρφανον, έφυγε απ’ τον τόπο εκείνον κι είχε μαζί της έναν τρουβά φλουριά. Για την παράνομη αγάπη των ξαδερφιών υπάρχει και τραγούδι:
Ρινούλα μ’ τί του ζήλεψες του Μήτρου Μαμαλάκου;
Του ζήλεψα τα χαϊμαλιά, μωρ' Ρίνα του Πεπόνα...
Οι Σαρακατσιαναίοι διάβαζαν διάφορες φυλλάδες, ιδίως οι τσιοπαναραίοι, που σκότωναν μ’ αυτές και την ώρα τους. Βίους αγίων, όπως του αγίου Αντωνίου, την Αποκάλυψη, βιογραφίες λήσταρχων, Γιαγκούλα, Ρετζαίων κλπ., τη Γκόλφω πολύ, τον Κατσιαντώνη, τον Αγαθάγγελο που τις προφητείες του τις είχαν πάντα στο στόμα τους, όπως ότι θα πλέξει το μοσχάρι στο αίμα και τέτοια. Σε πολύ-πολύ μεγάλη υπόληψη είχαν τον Πάτερ Κοσμά, τον Πατροκοσμά, όπως τον έλεγαν. Κι όχι μονάχα στ’ Άγραφα πούταν ολοζώντανη η θύμησή του κι απ’ το ότι είχε μαθητέψει στη Σχολή των Βραγγιανών, αλλά και σ' όλη τη διασπορά των Σαρακατσιαναίων, καθώς ο πάτερ Κοσμάς είχε γυρίσει όλον τον ελλαδικό χώρο. Και τι δεν έλεγαν για τον πάτερ Κοσμά. Γύριζε και δίδαχε. Κι έλεγε, εδώ θα γένει έτσι, και θα δεθεί όλος ο κόσμος μ’ ένα ράμμα (ο τηλέγραφος), θα καλιγωθεί ο κόσμος με πέταλα (τα τσαρούχια με πρόκες), για τους πολέμους κι άλλα. Κάποτε τον ρώτησαν πότε θα γένει πόλεμος, έδειξε ένα δέντρο, «άμα πέσει αυτό ». Έπεσε κι έγινε ο πόλεμος του δώδεκα Βγήκε μια βολά στο Βοϊδολίβαδο (των Βραγγιανών), αγνάντεψε γυροβολιά κι είπε: «Καημένα Τζουμέρκα κι Άγραφα, εδώ θα γλυτώσει καμιά ψυχή, όποιος προλάβει και πάρει κοντά του λίγο αλάτι». Κι άλλα κι άλλα.
Δυο λόγια για τον χαραχτήρα των Σαρακατσιαναίων. Γενικά ήταν πονηροί, όπως όλοι οι αγρότες Τότε και οι αδύνατοι και κατατρεγμένοι σ' όλες τις εποχές, και τούτοι περισσότερο, γιατί όπως κι οι ίδιοι έλεγαν «ιμάς τ’ς βλάχ(οι) μας κυν(η)γάν θιοί κι δαίμουνις». Κι όταν με την πονηριά δεν τάβγαζαν πέρα, το γύρναγαν στην παληκαριά και το ζορμπάλμα. Ήταν γενικά, γιατί ατομικά εύρισκες όλους τους χαραχτήρες, άνθρωποι στοχαστικοί, λιγόλογοι, δύσπιστοι, κριψύνοες. Είχαν μεταξύ τους μπέσα κι άμα έβλεπαν, και σε ξένους ακόμα, φανερή αδικία η κατατρεγμό, ρίχνονταν και βόηθαγαν. Τον κατατρεγμένο τον προστάτευαν. Κακομοίρηδες και μαγκούφηδες δεν ήταν. Μπορεί να προσποιώνταν καμιά φορά και τους κακόμοιρους από ανάγκη, μα δεν ήταν. Είχαν φρόνημα υψηλό κι αντρίκιο.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"