Όντας Σαρακατσιάνος ο ίδιος, γεννημένος στη στάνη, όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια, αλλά κι υστερότερα και χωρίς ποτέ να ξεκόψω απ' το συνάφι μου, έκατσα κι έγραψα τα όσα θα διαβάσετε, παρακινημένος από τρεις λόγους.
Πρώτα-πρώτα από μεράκι. Κάθε άνθρωπος, εκτός από λίγες περιπτώσεις, αναθυμάται μ’ ευχαρίστηση και νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια. Το ίδιο κι γω. Και τα όσα γράφω, τα περ'σότερα τα έζησα παιδί. Και μου ‘δωσε τρανή χαρά, που τα ανασκάλεψα αγάλια-αγάλια στη θύμηση μου και τα ‘γραψα.
ΤΟ ΞΕΧΕΙΜΑΣΜΑ
Ας πάμε στα βλαχοκόνακα, τα σαρακατσιαναίικα. Ήταν και πέντε και δέκα και είκοσι αντάμα, και παραπάνω, ανάλογα με τη στάνη. Τα δικά μας στη Νταουτζιά, τη σημερινή Πέρδικα του Αλμυρού, ανατολικά απ' το χωριό δυο-τρία χιλιόμετρα, ήταν κανιά δεκαπενταριά. Εκεί σε νιά λάκκα, δίπλα, δεξιά απ’ την καρρόστρατα πώρχονταν απ’ τον Αρμυρό. Την τοποθεσία τη λεν τώρα «Παλιοκόνακα». Θ(υ)μώμαι είχαμε το κονάκι μας, τρανό τουρλωτό καλύβι, την καλύβα με τα σέϊα και την αλογοκάλυβα που έβαναμε τ’ άλογο, το μπινέκι του πατέρα μου. Το ίδιο κι οι Νικολαίοι, ο μπάρμπα Κολιός, ο αδερφός του πατέρα μου. Οι άλλοι είχαν μικρότερα καλύβια. Το καλύτερο ήταν το θ'κό μας.
Σώθηκε η στράτα η χινοπωριάτικη, έφτασαμε στον προορισμό μας, στα χειμαδιά, στο λιβάδι μας. Το καραβάνι, όπως έρχεται, σταματάει μπροστά στα κονάκια, ανακατώνεται. Όσοι ξεχείμαζαν και πέρσι εδώ, έχουν καλύβια, παν και ξεφορτώνουν μπροστά στα καλύβια τους. Όσοι δεν ήταν εδώ πέρσι, ή πάν σε κάνα καλύβι που ο περσινός νοικοκύρης του δεν ήρθε φέτος, ή αν δεν υπάρχει τέτοιο καλύβι, διαλέν κι αυτοί έναν καλυβότοπο κοντά στ’ άλλα καλύβια, για να φκιάσουν καινούριο και κει ξεφορτώνουν. Τους βοηθάν να διαλέξουν τόπο κι οι παλιοί, πούταν και πέρσι εδώ και ξέρουν.
Οι Σαρακατσιαναίοι τα καλύβια τα λεν και κονάκια. Κι ενώ με τη λέξη καλύβι και καλύβα εννοούν τη στέγη τους, την κατοικία (και περσότερο με τη λέξη καλύβι, γιατί με τη λέξη καλύβα εννοούν περσότερο ένα μικρότερο καλύβι που βάνουν μέσα «σέϊα», πράματα, ή κάνα ζώο και μόνο την καλύβα στο μαντρί την εννοούν σαν στέγη του τσομπάνου), με τη λέξη κονάκι και κονάκια εννοούν πολλά πράματα. Κονάκια λένε τα καλύβια, όλα τα καλύβια, τον «οικισμό» που μένει η στάνη. Δηλαδή τα κονάκια εδώ έχουν την έννοια του χωριού. Όπως θάλεγε ένας τσιοπάνος χωριάτης «σήμερα θα πάω στο χωριό ν’ αλλάξω ή να πάρω ψωμί», έτσι θάλεγε κι ο βλάχος, «σήμερα θα πάω στα κονάκια ν’ αλλάξω ή να πάρω ψωμί». Χωριό του ο σκηνίτης έχει τα κονάκια του.
Οι Σαρακατσιαναίοι τα καλύβια τα λεν και κονάκια. Κι ενώ με τη λέξη καλύβι και καλύβα εννοούν τη στέγη τους, την κατοικία (και περσότερο με τη λέξη καλύβι, γιατί με τη λέξη καλύβα εννοούν περσότερο ένα μικρότερο καλύβι που βάνουν μέσα «σέϊα», πράματα, ή κάνα ζώο, και μόνο την καλύβα στο μαντρί την εννοούν σαν στέγη του τσομπάνου), με τη λέξη κονάκι και κονάκια εννοούν πολλά πράματα. Κονάκια λένε τα καλύβια, όλα τα καλύβια, τον «οικισμό» που μένει η στάνη. Δηλαδή τα κονάκια εδώ έχουν την έννοια του χωριού.
Καλά και τα καλύβια, αλλά η ζωή της στάνης κρέμονταν απ’ τα πράματα, γι' αυτό κι η έννοια και η φροντίδα για τα μαντριά ήταν περσότερη απ' ό,τι για τα καλύβια. Κι η στάνη λίγες μέρες μετά τον ερχομό της στο χειμαδιό ρίχνεται συν γυναιξί και τέκνοις να φκιάσει μαντριά. Και θέλει πολλά. Γαλαρομάντρια, στερφομάντρι, ζυγουρομάντρι, γρέκια για τα γκαστρωμένα, οβορό, καλύβες για τους τσοπαναραίους. Αρχινάν απ' το γκαστρόγρεκο. Το γρέκι αυτό γίνεται πρόχειρα, με πουρνάρια, ένας στρογγυλός φτάχτης με νιά ντίρα, αμπουριά (άνοιγμα).
Τα γιδομάντρια τα ‘φκιαναν σαν τα γαλαρομάντρια, με νταϊαμά. Τα γίδια είναι μαργουσιάρ(ι)κα πράματα και δεν αντέχουν βροχή και κρύο, γιατί δεν έχουν και κάπα, όπως τα πρότα με το μαλί τους, αυτουνών το μαλί είναι αρειό. Έφκιανε όμως ο καθένας το δικό του, κι ευκαιριακά, στα ενδιάμεσα από τις άλλες δουλειές. Και τη δουλειά αυτή την έκαναν περσότερο οι γυναίκες και βόηθαγε και κάνας άντρας, όταν άδειαζε απ’ τις άλλες δουλειές του.
Απ’ τα β(ου)νά το χινόπωρο δεν έρχονταν αντάμα με τα κονάκια και τα πρότα. Αυτά τάφ’ναν στα β'νά, παραπίσω κι ανάλογα και με τον καιρό, να ξεχινοπωριάσουν, όσο να ζυγώσει ο γέννος, ή νοίκιαζαν λιβάδι χινοπωριάτικο, χινοπωριό, ή ξεχινοπωριό τόλεγαν. Εμείς, πολλές βολές, θ(υ)μώμαι, τάβαναμε στη Νεβρόπολη, εκεί πούναι τώρα ή λίμνη του Μέγδοβα, πλερώναμε στην Κοινότητα του Μεσενικόλα ή στο Νεχώρι. Άλλες βολές πάλι κύλαγαν τον καιρό έτσι στη στράτα, από περιφέρεια σε περιφέρεια, από χωριό σε χωριό. Τα ζυγούρια όμως τάφερναν με τα κονάκια. Δεν άντεχαν αυτά σε κακοκαιρίες και σε ψηλώματα. Το ίδιο και τα γίδια, αν δεν τάχαν στείλει και μπροστύτερα.
Δεν πρόφταιναν οι Σαρακατσιάνοι ν' αποτελειώσουν τα μαντριά και τα καλύβια τους και τους έπαιρνε σβάρνα ο γέννος, ιδίως άμα τα πρότα ήταν πρώιμα κι είχαν φούριες, δουλειά πολλή. Κι άμα ήταν καλοχρονιά, χορταροχρονιά, «ευτυχία» και τα πρότα, τα γκαστρωμένα είχαν βοσκήσει καλά, όλα καλά πάαιναν. Γένναγαν καλά, είχαν γάλα, βυζόπιαναν τ' αρνιά. Άμα όμως δεν είχε χορτάρι κι ήταν λείψα, λειψοχρονιά, «δυστυχία» κι έπαιρνε και κάνα βαρυχείμωνο, μαύρα κι άλαλα.
Πολύ παλιά οι Σαρακατσιαναίοι δεν ήξεραν απο ταές. Το βιό τους έζηγε με το χορτάρι πώβοσκε. Κι όταν λέμε πολύ παλιά, εννοούμε ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, περίπου. Ως τότε το βιό τους κρέμονταν απ’ το Θεό, δηλαδή απ’ τον καιρό και το χορτάρι πώβγανε ο τόπος. Γι’ αυτό, άμα τύχαινε κανιά λειψοχρονιά κι έπαιρνε μάλιστα και κάνα βαρυχείμωνο, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να χαθούν, να ψοφήσουν όλα τα πράματα και «να μείνει την άνοιξη ο Σαρακατσιάνος με την κλίτσα», πώλεγαν. «Τάχασι φέτους ου τάδι», έλεγαν, «απόμ'κι μι τ(η)ν κλίτσα».
Τα γίδια δε γεννάν νύχτα, όπως τα πρότα. Γεννάν μέρα, όπως και μέρα μαρκαλιώνται. δεν αποκλείονταν να γεννήσει και καένα νύχτα. Όπως και πρότο να γεννήσει μέρα.
Τα γιδομάντρια, όπως είπαμε, δεν τάχαμε αλάργα, τάχαμε στα κονάκια. Κι όταν γένναγαν τα γίδια, έτρεχαμε όλα τα λιανοπαίδια πούχαμε γίδια, τ' απογιοματάκι, να τα καρτερέσουμε πέρα μακρυά απ’ τα κονάκια να ιδούμε μάκι (μήπως) γέννησε κάνα θ'κό μας, να το πάρουμε. Κι η χαρά μας ήταν διπλή, άμα το κατσίκι που γεννιόνταν ήταν και θηλυκό, κατσικάδα. Τα θηλυκά αυγάταιναν το βιό και μεις εκείνο έγλεπαμε χειροπιαστό και μας ευχαρίσταγε. Το ότι το σερκό θα νάδωνε παράδες, δεν είχε αξία για μας.
Τα μαντριά γίνηκαν, ο γένος αρχίνησε, τα γεννολίβαδα γιομώνουν κι οι γαλαροκοπές κόβονται. Ας πούμε ότι έχει και χορτάρι, δεν είναι λειψοχρονιά. Όμως δε φτάνουν αυτά, για να βγει πέρα το βιό κι ιδίως τ' αρνιά, να γένουν για το χασάπη κι όσα δεν πουληθούν, οι αρνάδες, να τα πάρει η Άνοιξη, να βγουν σε «σαλαμέτι», να σωθούν. Θέλουν έγνοια, κόπο, δουλειά και φροντίδα κάθε μέρα, ώστε με λίγη θροφή, με το χορτάρι μαναχά, να ζήσουν, να μη χρειαστούν ταές, γιατί άμα αρχινήσουν ταές, δε βγαίνει πέρα η στάνη.
Τις νύχτες το χειμώνα στα κονάκια οι γυναίκες κι ιδίως τα κοριτσόπουλα νυχτέρευαν. Μαζώνονταν σε κάνα κονάκι, πούχε κι αυτό κορίτσια, όχι σε μικροφαμελίτισσες, αυτές δεν είχαν άδεια κι όρεξη για τέτοια, κι έπλεγαν (έπλεκαν) κι έλεγαν και παραμύθια κι απεικαστά (αινίγματα) και τραγούδια. Για να γλέπουν είχαν τη φωτιά και τα πουρνάρια, που τάβαναν ένα-ένα στη φωτιά κι απόλαγαν φλόγα, μπουμπούνα. Ο φέξος δε μπόρ(ε)γε να καίει τόσες ώρες, θα νάταν έξοδο. Και δω που τα λέμε, τα χέρια των κοριτσιών ήταν τόσο σβέλτα και τόσο μαθημένα και πιτήδεια στό πλέξιμο, που οι βέργες πάαιναν μαναχές τους εκεί πώπρεπε.
Είχαν κι άλλες μικροχαρές οι γυναίκες. Στα κονάκια έρχονταν μπακάληδες και γυρολόγοι πραματευτάδες. Μπακάλη έλεγαμε εκειόν πώφερνε φαγώσιμα, σύκα, μήλα, πορτοκάλια (πορδοκάλια τα λέγαμε), καρούμπες (χαρούπια), σταφίδες, στραγάλια, καραμέλες, λουκούμια, χαλβά. Πραματευτή και γυρολόγο έλεγαμε εκειόν πώφερνε, ας πούμε, ψιλικά, τσίτια κι άλλα πανικά, ταμτέλες, κουμπιά, κόπτσες, δαχ(τυ)λήθρες, βελόνια, βελονάκια, βελόνες, ράματα, κουβαρίστρες κι άλλα ειδήσματα πολλά και διάφορα. Πολλές βολές ο ίδιος είχε και πράματα της μπακαλικής και ψιλικά.
Παζαρευόμασταν στον Αρμυρό. Το παζάρι γένονταν, όπως και τώρα η λαϊκή αγορά, μέρα Σαββάτο. Και πάαιναν κι απ’ τα κονάκια οι άντρες να ψωνίσουν γέννημα, αλάτι, λίγο πετρέλιο, λίγο λάδι, κάνα κρεμμύδι, πιπέρι, κάνα κομμάτι μπακαλιάρο, να κάνουν κανιά δουλειά, να ιδούν το δικη(γ)όρο τους, γιατί είχαν πολλά νταραβέρια οι Σαρακατσιαναίοι με τους δικηγόρους εξ' αίτιας πώκαναν αγροζημιές και φασαρίες στα σύνορα, για γιατρό και φάρμακα. Και θυμώμαι από τώρα κοντα, πούμαν πιανούμενο παιδάκι και πάαινα και γω κανιά βολά, μέρα Σαββάτο μαυρολόγαγαν τα σοκάκια τ' Αρμυρού απ’ τις σκούφιες τις σαρακατσιαναίικες, τόσοι πολλοί ήταν. Τότε ξεχείμαζαν πολλά και τρανά τσελιγκάτα στη γούρνα τ’ Αρμυρού, είναι καλό χειμαδιό, κοντα στη θαλασσα.
Όπως είδαμε, η στάνη το χειμώνα είχε την τρανύτερη έννοια και φροντίδα στ' αρνιά. Τάριχναν στο καλύτερο λιβάδι, τους έφκιαναν τα καλύτερα μαντριά, τάστρωναν συχνά-πυκνά να κοιμώνται στη στέγνα, να μη κακοπάθουν. Τάχαν μη σταξει και μη βρέξει. Να τα πουλήσουν γλήγορα, να τσαγκαδευτούν τα πρότα, γιατί τσαγκάδια (χωρίς αρνιά να τα βυζαίνουν) αντέχουν περσότερο, να προλάβουν μην πάρει κάνα βαρυχείμωνο, μη σωθεί το λιβάδι, να γλυτώσουν τις ταές και να μαξουλέψουν.
Π(ου)λήθ(η)καν τ' αρνιά, η στάνη ξανάσανε. Ύστερα, άφικαμε και τις γιορτές, τα Χριστόημερα, γιατί τ' αρνιά πουλιώνταν τέλη Γεννάρη αρχές Φλεβάρη κι αργότερα. Έτσι, ας ρίξουμε νιά ματιά, να πούμε τίποτα και για τις γιορτές αυτές, ό,τι θυμώμαι.
Εκείνες τις χρονιάρες μέρες, τ’ Χριστού τ’ άη Βασ(ι)λειού κι ακόμα και τις αποκριές, δε γένονταν μεγάλα πράματα, ιδίως απ’ τους άντρες, γιατί ήταν χειμώνας και το βιό ήταν απλωμένο, είχαν γέννο, είχαν δουλειές πολλές. «Λίγα πράματα. Για τ' αντέτ(ι). Δεν τ'ς άφ'νει η πρατοοδ'λειά. Μαναχά ελιγαν χρόνια πουλλά».
Το χασάπη έτρεχαν να τον φέρουν όταν γένονταν τ' αρνιά για πούλημα. το γάλατα όμως, δηλαδή τον έμπορα π' αγόραζε το γάλα και το τυροκόμαγε, τον είχαν απ’ το χινόπωρο ή κι απ’ το καλοκαίρι ακόμα, γιατί είχαν πάρει προκαταβολές, του είχαν προπωλήσει το γάλα, τούχαν δομένο το γάλα, όπως έλεγαν.
Είπαμε ότι το γάλα γένονταν πολύ, άμα αποκόβονταν κι οι αρνάδες. Κι αποκόβονταν τον Απρίλη. Τότε έρχονταν για τα καλά η Άνοιξη κι έβγανε κι ο τόπος πολλά και καλά χορτάρια. Γιατί τ' αρνί θέλει ψιλά, τρυφερά χορτάρια. Θυμώμαι που μώλεγε (τότε, εκείνα τα χρόνια) ο πατέρας μου, ότι τ' αρνιά τρών’ πολύ το μπλιατσ(ι)κάρι. τι χορτάρι όμως είναι, δε θυμώμαι καλά, ένα ψιλούτσικο μου φαίνεται που ορθώνεται απ' τη γης σαν πράσινο συρματάκι. και το κουκοστάφυλλο το τρών’ πολύ τ' αρνιά. Είναι ένα χορταράκι σα μικρό τσαμπί σταφύλι, μπλέ βαθύ σκούρο, που βγαίνει στις καλαμιές επί το πλείστον.
Ήρθε ο γαλατάς, αποκόψαμε τ'ς αρνάδες, είναι άνοιξη, κοντεύει Λαμπρή. Όμως για να φτάσουμε στη Λαμπρή, πρέπει να περάσουμε την αποκριά και τη μεγάλη σαρακοστή, πούναι δύσκολη. Ας πούμε για την αποκριά αυτήν.
Λέμε για τη Μεγάλη Σαρακοστή, τη μεγάλη νηστεία για το Πάσχα. Είναι και η μικρή, το σαρανταήμερο, η αποκριά για του Χριστού. Αυτήν όμως την περνάγαμε ξώπετσα. Πολλές βολές μας έπιανε και στη στράτα απ’ τα β'νά. Όμως κι αυτήν κάτι την κράτ(η)γαμε, σαρακόστευαμε κάμποσο και γι' αυτήν.
Τα πρότα τα κούρευαν στα χειμαδιά. Πριν τα κουρέψουν όμως, τα κωλοκούριζαν. Το κωλοκούρισμα γίνεται το Μάρτη, που πιάνουν οι πρώτες ζέστες. στον κωλοκούρο τους κούρευαν το στήθος, την κοιλιά, γύρω στο μαστάρι και την ουρά, για να ξαλαφρώνουν λίγο απ’ το μαλλί, να παίρνουν αέρα και να μην κολλάν οι τσίρλες στα μαλλιά και ν' αρμέωνται τα γαλάρια εύκολα και πιο καθαρά. Στον κωλοκούρο τάγραφαν τα πρότα, πόσα κωλοκουρίζονταν, γιατί όσα έζηγαν ως τα τότε, πλέρωναν, όπως θα ιδούμε, τοπιάτικο, ρόγα και είχαν όλες τις υποχρεώσεις.
Η πιο τρανή πληγή και το τρανύτερο βάσανο για το Σαρακατσιάνο ήταν, χειμώνα-καλοκαίρι, Άνοιξη-Χινόπωρο κι ιδίως το χειμώνα και την Άνοιξη, οι αγροζημίες, οι "αγριοζημιές" όπως τις έλεγαν, Κι οι δραγάτες, οι αγροφύλακες (αγριοφύλακες τους έλεγαν). Ο Σαρακατσιάνος όλο τον κόσμο τον βλέπει ανάμεσα απ’ το στομάχι απ’ τα πράματα τ'. Βόσκουν καλά αυτά, ούλα καλά είναι. Δε βόσκουν καλά, ούλα μαύρα κι άραχλα είναι. Τα πρότα έχουν γαϊδουρινό πρόσωπο, έλεγαν οι Σαρακατσιαναίοι, εννοώντας ότι απ’ την ανάγκη σου να τα βοσκήσεις καλά, σε κάνουν μασκαρά, σε ντροπιάζουν.
Πολλά πεσκέσια έφευγναν απ’ τα κονάκια. Τυριά, βούτυρα, αρνιά, μαλλιά, γάλα, διαούρτη σακουλίσια. Τότε οι Σαρακατσιαναίοι ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας και η ζωή μιας στάνης ήταν λίγο πολύ παράνομη. Θα νάβοσκε οπωσδήποτε στο ξένο σύνορο, ιδίως τ' χωριού και γι’ αυτό χρειάζονταν οι πλάτες τ' αγροφύλακα, του πρόεδρου, κανενός νοικοκύρη. Θα νάβοσκε σε καψάλα απαγορεμένη και χρειάζονταν οι πλάτες του δασικού. Θα νάχαν εντάλματα απ’ το φόρο αιγοπροβάτων ή από δικαστικά έξοδα και χρειάζονταν οι πλάτες του αστυνόμου να μην τους κλείσει μέσα καταχείμωνο και καταστραφούν.
Εκεί πώζηγαμε εμείς στα κονάκια, ο κόσμος πώγλεπαμε, ήταν όλο θ’κοί μας Βλάχοι κι η εικόνα πούχαμε, εμείς τα μικρά ιδίως, για τον άνθρωπο, ήταν, για τον άντρα: σκούφια, τσαρούχια, πατατούκα, κλίτσα στο χέρι και περπατησιά ζωντανή, περήφανη. Για τη γυναίκα: φουστάνι πώπιανε απ’ τη μέση και κάτω με πάρα πολλές δίπλες (πτυχές) κι έφτανε ως τον αστράγαλο, ζωσμένο στη μέση και κουμπωμένο μπροστά με κόπτσες και πάνω στη ζώνη αυτή και πέτσινο λουρί, φαρδύ με πούλιες (το φόραγαν όλες οι Σαρακατσιάνες παντρεμένες και κορίτσια), ποδιά μπροστά, βελεντζούλα γαλάζια στην πλάτη και κουμπωμένη μπροστά στο λαιμό (ριγμένη σαν σάλι), κεφάλι κουκουλωμένο με μαντήλι, περπάτημα σκυφτό και ταπεινό και όλο με το ζαλίκι στην πλάτη.
Τότε, εκείνα τα χρόνια, υπήρχε ο περίφημος φόρος αιγοπροβάτων, κεφαλιάτικο στα πράματα, μου φαίνεται τον έλεγαν και νόμιστρο. Μέχρι, πίσω-μπροστά, το 1930, δεν θυμάμαι. Τον λέω περίφημον, γιατί ήταν αβάσταχτο βάρος για τους Σαρακατσιαναίους, όπως και για όλους τους κτηνοτρόφους.
Εμείς τα Σαρακατσιανόπουλα πάαιναμε και στο δάσκαλο. στο χωριό ύπαρχε σκολείο, νιά χλιβερή χαμοκέλα, με νιά κάμαρη με πεσμένους σοβάδες, λίγα σαραβαλιασμένα, άβαφα και καταμελανιασμένα και καταπελεκημένα απ’ τους σουγιάδες και λερωμένα και σπασμένα θρανία, μ' έναν ξεβαμένον μαυροπίνακα με λαγοπόδαρο για σφουγγάρι, μ' ένα σκέτο, άβαφο και τρικλό τραπέζι και νιά καρέκλα για το δάσκαλο και νιά σαραβαλιασμένη και κατάμαυρη ψευτοσόμπα, που μας κάπνιζε σαν τα κουνάβια στην τρύπα, μ' αυτή την «αίθουσα παραδόσεων» κι ένα άλλο πιό μικρό ακόμα καμαράκι για σπίτι του δάσκαλου, αυτό ήταν το σκολείο. Απ’ τα κονάκια μας λοιπόν ως το χωριό, που υπήρχε αυτό το σκολείο, η απόσταση ήταν γύρω στα δυό-τρία χιλιόμετρα.
Τελείωσε ο κούρος, ήρθε τ' άη Γιωργιού, έμασε ο καιρός για τα β'νά. Τελειώνουν και τα παλιά φκιασίματα, οι συμφωνίες, θα γένουν καινούρια για το καλοκαίρι και καινούρια συντροφιά. Έτσι, πρέπει να ξελογαριαστεί η στάνη και να βγει ο λογαριασμός του κάθε μιανού ξεχωριστα, νάναι έτοιμος να πάει όθε τον καλιάζει το καλοκαίρι.