Δεν πρόφταιναν οι Σαρακατσιάνοι ν' αποτελειώσουν τα μαντριά και τα καλύβια τους και τους έπαιρνε σβάρνα ο γέννος, ιδίως άμα τα πρότα ήταν πρώιμα κι είχαν φούριες, δουλειά πολλή. Κι άμα ήταν καλοχρονιά, χορταροχρονιά, «ευτυχία» και τα πρότα, τα γκαστρωμένα είχαν βοσκήσει καλά, όλα καλά πάαιναν. Γένναγαν καλά, είχαν γάλα, βυζόπιαναν τ' αρνιά. Άμα όμως δεν είχε χορτάρι κι ήταν λείψα, λειψοχρονιά, «δυστυχία» κι έπαιρνε και κάνα βαρυχείμωνο, μαύρα κι άλαλα. 

Στήν αρχή «φαίνονταν» κάνα γεννημένο. Κι άκουγες να ρωτάν: «Φάν'κι ωρέ σήμιρα κάνα γιν'μένου;» Κι άμα έμπαινε κανονικά ο γέννος: «Πόσα γιν 'μένα ήταν σήμιρα ωρέ;» και γένναγαν πολλά, «ντόλι», όπως έλεγαν, κάθε μέρα. Τα πρότα γεννάν τη νύχτα, γιατί το καλοκαίρι νύχτα μαρκαλιώνται, τη μέρα σταλίζουν.

Εκεί στο γρέκι οι γκαστριάρηδες την αυγή, πριν τα πάρουν τα γεννημένα για το γεννολίβαδο οι γυναίκες, τα τήραγαν μην τυχόν κάνα αρνί δε βυζόπιασε και το βυζόπιαναν, να λατανίσει, δηλαδή να φάει γάλα, να βυζάξει. Τα γεννημένα με τ' αρνιά τους τα κουβάλαγαν οι γ(υ)ναίκες απ' το γκαστρολίβαδο στο γεννολίβαδο. Παλιότερα φόρεγαν γι' αυτή τη δουλειά κάπες, τις έζωναν με νιά τριχιά στη μέση τους και κει στο διάκενο έβαναν τ' αρνιά, από πέντε μέχρι δέκα. Μώλεγε ο πατέρας μου ότι η βαβά μ' η Ζώϊω, η μάνα του, του μολόγαγε ότι νιά βολά στο Καραξίνι (λιβάδι στη Λειβαδιά, κοντά στον Ορχομενό, που κάποτε ξεχείμαζε ο παπούλης μ(ου), κουβάλησε μονομιάς, με νιά στράτα, είκοσι αρνιά. Εγώ θυμήθηκα τις γυναίκες να κουβαλάν(ε) τ' αρνιά με βελέντζες, που τις είχαν ριχμένες στις πλάτες τους και κουμπωμένες καλά μπροστα στο στήθος τους και ζωσμένες στη μέση τους με τριχιά. Μπροστά οι γυναίκες με τ' αρνιά που βέλαζαν, πίσω οι γεννημένες οι πρατίνες βελάζοντας κι αυτές για τ' αρνιά τους και παραπίσω κάνας τσιοπάνος να μαζώνει τις πρατίνες, τραβάν για το γεννολίβαδο, που μπορεί νάναι και ώρες ολόκληρες αλάργα και τ' αφήνουν στο μαντρί κοντά. Εκεί πια τα περιλάβαιναν οι γαλαριάρηδες, ο τσιοπάνος κι ο αποδότης.

Το σερκοχώρισμα:
Τ’ αρνιά τάριχναν χώρια τα σερ'κά, χώρια τα θηλ'κά. Αυτή η δουλειά γένονταν ή με το γέννο, δηλαδή τα πάαιναν απ' την αρχή σ' άλλο μεράδι όσα γένναγαν σερκά, στο σερκολίβαδο, και σ' άλλο όσα γένναγαν θηλυκά, ή αφού γένναγαν όλα τα πρότα και κόβονταν (συμπληρώνονταν) οι γαλαροκοπές, τότε νιά μέρα σερκοχώριζαν όλα τα κοπάδια. Κι αλλού έρριχναν τα σερκά, αλλού τα θηλ'κά. Το δεύτερο γένονταν τις περσότερες βολές. Τα σερκά τάριχναν σε καλύτερο λιβάδι, γιατί τα πρόσεχαν περ(ι)σσότερο, να παχύνουν, για το χασάπη.

Αυτοί που φύλαγαν τα πρότα με αρνιά, τις γαλαροκοπές, ήταν οι πιό πολύπειροι κι οι πιό μαστόροι τσιοπαναραίοι, γιατί τ' αρνί θέλει τέχνη, θέλει τρόπο και χάδια για ν' αναστηθεί και να προκόψει, να παχύνει. Και τ' αρνί, άμα έχει η μάνα του γάλα και τρώει, κοιμώται σε στέγνα και καλοφοριώται, παχαίνει σαν το γουρούνι, μώλεγε ο πατέρας μου. Στις γαλαροκοπές έβαναν άντρες, όχι παιδαρέλια και τήραγαν νάναι και καλοί αρμεχτάδες. Κι ο κάθε τσιοπάνος με το σύντροφό του, τον αποδότη, έβαναν ξεσυνερισιά με τους άλλους, της άλλης γαλαροκοπής, ποιος θα φκιάσει τα καλύτερα αρνιά. Κι οι αποδότες τήραγαν κι ήθελαν ο καθένας να πάει σε κείνο το κοπάδι που θα νάπεφταν τα πιό πολλά απ' τα δίκά του τα πρότα. Και τόξεραν αυτό περίπου, γιατί ήξεραν τι καιρό μαρκαλίστηκαν το Καλοκαίρι τα πρότα τους κι υπολόγιζαν τι καιρό θα γένναγαν και σε ποιο μεράδι θα νάπεφταν, αφού τα γεννημένα τάριχναν με την αράδα στα μεράδια, όπως γένναγαν, γιόμωνε το ένα κι ύστερα έρριχναν στ' άλλο. Κι ο καιρός του γέννου δεν ήταν ο ίδιος για ολονών τα πρότα, γιατί το Καλοκαίρι μπορεί να ξεκαλοκαίριαζαν σε διαφορετικά βουνά ο καθένας, ή να τάχαν αχώρια, χωριστά τα πρότα τους. Για τους τσοπαναραίους δε γένονταν τόσο λόγος, γιατί αυτούς τους όριζε ο τσέλιγκας σε ποιο κοπάδι θα πάαιναν. Τους αποδότες όμως τους άφιναν και να διαλέξουν, γιατί ήξεραν ότι θα νάχαν περ(ι)σσότερο ζήλο, άμα πάαιναν σε κοπάδι που θα νάπεφταν και πολλά δικά τους πρότα.
Για την ξεσυνερισιά μολόγαγε η θειά μ' η Αγορίτσα, αδερφή του πατέρα μου, ότι κάποτε φύλαγαν σύνορο, δηλαδή γειτονικά, τις γαλαροκοπές τους ο πατέρας μου κι ο μπάρμπα Σπύρος, ο άντρας της, ήταν κι οι δυό τους αποδότες, κι ότι απ' την ξεσυνερισιά που είχαν, ποιος να τα βοσκήσει καλύτερα και να φκιάσει καλύτερα αρνιά, έφταναν στο σημείο να βόσκουν κρυφά ο ένας τ' αλλ(ου)νού το λιβάδι, -το κάθε κοπάδι έχει σύνορο ως που θα βοσκήσει και πιάνονταν, καυγάδιζαν, κι ότι ο πατέρας μου απ' τη ζήλεια του, που τ' αρνιά του μπάρμπα Σπύρου ήταν καλύτερα, τα τουφέκισε νια μέρα το κοπάδι του γερο-Σπύρου εκεί στο σύνορο, καθώς είχαν ζυγώσει στο δικό του.

Είπαμε ότι οι τσιοπαναραίοι, που φύλαγαν πρότα με αρνιά, έπρεπε νάναι μαστόροι, οι πιό καλοί, γιατί απ' τα πρότα αυτά είχε απαντοχή η στάνη, να πουλήσει αρνιά και γάλα. Κι οι τσιοπαναραίοι αυτοί το πρώτο πούχαν να κάμουν ήταν να κανονίσουν πόσες «απουλ(υ)σιές» θα το κάμουν το λιβάδι τους. Άμα ήταν καλή χρονιά, κι όπως ήταν φυλαμένο όλο το Χινόπωρο (απ' τ’ Αη Δημητριού και πολλές βολές κι απ' του Σταυρού), ως που να γεννήσουν τα πρότα έβγανε χορτάρι πολύ.

Και δεν το ‘βοσκαν όλο σβάρνα απ' την αρχή. Κανόνιζαν νάχουν λιβάδι με χορτάρι ως την ώρα που θα πουλιώνταν τ' αρνιά. Έτσι απ' τη μέρα που έρχονταν τα πρότα γεννημένα κι όσο να μαζωχτούν όλα και να κοπεί η γαλαροκοπή, τάβοσκαν εκεί γυροβολιά στο μαντρί, κι ύστερα κάθε μέρα τους έδωναν και απο νιά απουλσιά. Είχαν κανονισμένο πόσες απουλσιές θα το κάμουν όλο το μεράδι. Έβαναν και σημάδια και τους άκουγες να λεν(ε): «Μίνια απουλ(υ)σιά θα του κάμουμι απού κεί ως ικεί, άλλ(η) μίνια απού κει ως ικεί...». και υπολόγιζαν και δυό-τρείς απουλ(υ)σιές παρα πάνω, εφεδρεία, για κάνα χιόν(ι). Κι έγλεπες κάθε αυγή που τ' άφηναν σε καινούργια απουλ(υ)σιά, πως αδρόμαγαν λιμασμένα τα πρότα στο «καθαρό» και μπόλικο χορτάρι της καινούριας απουλ(υ)σιάς κι έτρωγαν λαίμαργα κι οι τσιοπαναραίοι να τα στομώνουν, να τα κρατούν στο σύνορο της απουλ(υ)σιάς. Κι αφού «έπαιρναν νιά καλή κ(οι)λιά» και στόμωνε λίγο η πείνα τους και τα στόμωναν λίγο κι οι τσιοπαναραίοι από μπροστά, ματαγύρναγαν σιγά-σιγά όλο το απολυμένο ως τότε λιβάδι, το «απολίβαδο», όπως τόλεγαν. Κι άμα τα κατάφερναν μπιτίζοντας οι απουλ(υ)σιές, να πουληθούν και τ' αρνιά, ήταν μεγάλη πετυχιά.

Το δέσιμο. Ο πατέλος. Τα τσαγκάδια:
Άμα νιά πρατίνα δεν ήθελε τ' αρνί της, δηλαδή δεν τάφηνε να βυζάξει, οι τσιοπαναραίοι της έφκιαναν ένα «δέμα», ένα μικρό φράχτη όξω απ’ το μαντρί, ή αν χώραγε και μέσα στην καλύβα τους, έμπηχταν εκεί μέσα ένα παλούκι, έδεναν σ' αυτό ένα σκοινί, ένα «λητάρι» και με την άλλη άκρη, κοντά-κοντά, έδεναν την πρατίνα απ' το μπροστινό ποδάρι κι έρριχναν και τ' άρνί μέσα στο «δέμα». Και την ανάγκαζαν με φοβέρες, βαρώντας την και στη μύτη με την κλίτσα, να το «πάρει», δηλαδή σιγά-σιγά ν' αρχίσει να το βυζαίνει. Άμα ήταν λείψα, κακοχρονιά, «δυστυχία», τύχαινε κι έδεναν πολλές τέτοιες πρατίνες κάθε μέρα. Μολόγαγε ο πατέρας μου, νιά βολά με το Γιάννη τον ανεψιό του, σε νιά γαλαροκοπή που φύλαγαν οι δυό τους, είχαν δέσει νιά βραδυά (ξέχασα να πω, βράδυ τάδεναν) τριάντα δυό πρατίνες! Ήταν «λειψουχρουνιά»! 

Τις πρατίνες που τ' αρνιά τους δεν τα βυζόπιαναν, ή ήταν οι ίδιες κακορίζικες ή ήταν μπλιορούλες, δηλαδή μηλιόρες, νιές, πρωτογένες κι άμαθες, κι ήθελαν το βράδυ πιάσιμο και τήραμα από μίνια-μίνια, να βυζοπιάσουν τ' αρνιά τους, τις έφκιαναν ξεχωριστό κοπαδάκι και τόλεγαν «πατέλο», για να μη βρίσκονται μέσα στη γαλαροκοπή κι αναγκάζονται ν' ανακατώνουν το βράδυ μέσ' στο μαντρί όλο το κοπάδι, τους έφκιαναν και ξεχωριστό μαντράκι, πρόχειρο με δεματσούλες, που κι αυτό τόλεγαν πατέλο και μάζωναν αυτά τα λίγα τα «ατάλικα», τα «άταλα», δηλαδή τα κακορίζικα, τ' αδύνατα. Το κοπαδάκι τους αυτό λέονταν πατέλος, γιατί ήταν πατελά, αδύνατα.
Τέτοιο κοπαδάκι ήταν και τα τσαγκάδια, τα γεννημένα πούχουν μείνει χωρίς αρνιά, είτε γιατί ψόφησαν, είτε γιατί τάφαγε ζ'λάπι, είτε γιατί είχαν γεννηθεί ψόφια. Για τα πρότα αυτά έλεγαν ότι είχαν «τσαγκαδευτεϊ», όπως το ίδιο έλεγαν και για τα πρότα πούχουν πουλήσει τ' αρνιά τους. Τα τσαγκάδια τάχαν στα κονάκια και το μαντράκι τους τόλεγαν τσαγκαδάρη, ή τσαγκαδομάντρι. Και τον τσιοπάνο τους, κάνα παιδαρέλι, κι αυτόν τον έλεγαν τσαγκαδάρη.

Άμα κανιά πρατίνα ψόφαγε τ' αρνί της και για να τη γαλαρέψουν, να μη στερφέψει, ή για να δυναμώσουν κάνα αδύνατο αρνί, ή να ζήσουν άλλο πούχε ψοφήσει η μάνα του, τόδεναν μ' αυτή την πρατίνα· Όμως για να το πάρει ευκολότερα, έγδερναν το ψόφιο της τ' αρνί και τ' αρνιακό του (το δέρμα του) το πέρναγαν στ' άλλο τ' αρνί και ξεγελιώνταν η πρατίνα και τόπαιρνε ευκολότερα.

Για το γέννο πρέπει να πούμε και τούτο: Τ' αρνιά τα σημάδευαν ο καθένας τα δικά του μόλις γεννιώνταν, για να τα γνωρίζουν που τάχαν όλοι αντάμα. Τα κατσίκια όμως τα σημάδευαν τη Μεγάλη Πέφτη, γιατί ο καθένας τάχε χωριστά στο γιδομάντρι του. Το ξέταζαν για τη Μεγάλη Πέφτη.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.