Είχαν κι άλλες μικροχαρές οι γυναίκες. Στα κονάκια έρχονταν μπακάληδες και γυρολόγοι πραματευτάδες. Μπακάλη έλεγαμε εκειόν πώφερνε φαγώσιμα, σύκα, μήλα, πορτοκάλια (πορδοκάλια τα λέγαμε), καρούμπες (χαρούπια), σταφίδες, στραγάλια, καραμέλες, λουκούμια, χαλβά. Πραματευτή και γυρολόγο έλεγαμε εκειόν πώφερνε, ας πούμε, ψιλικά, τσίτια κι άλλα πανικά, ταμτέλες, κουμπιά, κόπτσες, δαχ(τυ)λήθρες, βελόνια, βελονάκια, βελόνες, ράματα, κουβαρίστρες κι άλλα ειδήσματα πολλά και διάφορα. Πολλές βολές ο ίδιος είχε και πράματα της μπακαλικής και ψιλικά.

Πούλαγαν περσότερο με ανταλλαγή, με αυγά, μαλλιά και τέτοια είδη που υπήρχαν στα κονάκια και λιγότερο με παράδες. Οι παράδες ήταν λιγοστοί και δυσεύρετοι και κρύβονταν στη σακούλα, που οι γριές την πέρναγαν με γαϊτάνι απ’ το λαιμό τους ή απο κανιά κουμπότρυπα στα σκουτιά τους και την έχωναν βαθειά στον κόρφο τους. Αυτοί οι μπακάληδες και γυρολόγοι ήταν Βλάχοι, απ' αυτουνούς που μιλάν τα βλάχικα, όχι Σαρακατσιαναίοι, Περιβολιώτες, Σαμαρινιώτες κι Αβδελιώτες, κατοικημένοι από χρόνια στό Βελεστίνο. Τους θυμώμαι καλά. Φόρ(ε)γαν μαύρες λερωμένες φουστανέλλες, στό κεφάλι μαύρο κούκο, όχι σκούφια ατλαζένια σαν τους Σαρακατσιαναίους, και στα ποδάρια άλλοι τσαρούχια κι άλλοι παπούτσια γόβες. Την πραμάτεια τους την κουβάλαγαν φορτωμένη σε μουλάρια ή σε άλογα, μέσα σε κλειστά ντουλάπια με ράφια από μέσα όταν πρόκονταν για ψιλικά, ή σε σακιά ή καλάθια μεγάλα, κοφίνια, όταν πρόκονταν για φαγώσιμα. Η πραμάτεια τους ήταν της κακιάς ώρας, ιδίως τα φαγώσιμα. Τα μήλα και τα σύκα τους ήταν αποδιαλεούδια, από κείνα που δίνουν στα πράματα. Μα στα κονάκια ήταν καλοδεχούμενα και μεις τα λιανοπαίδια έτρεχαν τα σάλια μας, μόλις τα γλέπαμε. Τα καταπίναμε σαν παντεσπάνι. Κι ήταν επόμενο. Τα φαγιά της στάνης ήταν τα ίδια και τα ίδια. Ψωμί (τις περσότερες βολές μπομπότα) και τυρί, πίτες, κάνα ψευτομαέρεμα κι ιδίως φασούλια πώφερναμε απ’ τα βνά κι ήταν όμως πεντανόστιμα, λάχανα, τραχανάς πούταν απαραίτητος κάθε αυγή πριν σκροπίσει η φαμελιά για τα πράματα. Και την Άνοιξη και γαλατάκι. Αλλά και κραμποκούκι, ζυμάρι ανεβατό, νερωτό με κρεμμύδι και κόκκινο πιπέρι που ψένονταν στο ταψί, στο γάστρο. Και νερστά, αλεύρι καθάριο στη σκαφίδα που το ρένταγαν (ράντιζαν) με νερό, το ζύμωναν λίγο και γένονταν μικρά κουρδουμπουλάκια, βώλοι. Αυτά τα ζεμάταγαν στο νερό κι έβραζαν κι ύστερα τα καβούρτιζαν στο τηγάνι με λάδι, αλάτι και πιπέρι, ή με τυρί και βούτυρο, δηλαδή τάφκιαναν και σαρακοστιανά και αρτυμένα. Και μακαρόνια φκιαστά, όχι αγοραστά. Έφκιαναν ζυμάρι καθάριο και στην άκρη του πλαστηριού το κύλαγαν, το κύλαγαν με την παλάμη τους και γένονταν χοντρό μακαρόνι πώπεφτε στη σκαφίδα σε αλεύρι για να μην κολλάν. Και τάβραζαν και τα ζεμάταγαν με λάδι ή με βούτυρο, κι ήταν νόστιμα.

Η ανταλλαγή με τους μπακάληδες γένονταν πολύ άδικη. Σκεδόν νιά οκά μαλλιά νιά οκά σύκα. Όταν κουρεύαμε τα πρότα, δεν έλειπαν οι μπακάληδες, κι έκαναν χρυσές δουλειές. Εξόν απ’ τα μαλλιά πώδωναν οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι και οι γυναίκες τους για να πάρουν μήλα-σύκα, έδωναμε και μεις τα λιανοπαίδια κρυφά, να πάρουμε κι άλλα.

Απ’ όλους τους γυρολόγους θυμώμαι πιο πολύ τον Κουτσιομύτη. Αλλοιώς τον έλεγαν, αλλά κάτι είχε πάθει η μύτη του, μπορεί λαβωματιά νάχε κι ήταν μισή και γι' αυτό στα κονάκια τον έλεγαν Κουτσιομύτη. Ήταν ηλικιωμένος και πολύ άσκημος, μα καλός κι υπομονετικός. Κάθε βολά πώρχωνταν, έπιανε νιά άκρη στα κονάκια, βάρ(ε)γε την τρουμπέτα του και σε λίγο βρίσκονταν κ(ου)λουρωμένος, τροϋρισμένος απ’ το  γυναικομάνι, που τσίριζε και χαχάνιζε και ρώταγε και ρώταγε, για να ιδεί την πραμάτεια του, να πάρει και να δώκει. Όλα τ' αυγά που γένναγαν οι λίγες κοτούλες της στάνης τα μάζωνε στα καλάθια του ο Κοτσιομύτης.

Εμείς τα δόλια τα λίμαζαμε τ' αυγά, αλλά στη χάση και στή φέξη τα γλέπαμε. Μ' αυτά έπαιρνε η κάθε νοικοκυρά την κουβαρίστρα, το βελόνι, το κουμπί κι ό,τι άλλο τής χρειάζονταν. Τρουμπέτα είχαν όλοι οι γυρολόγοι πώρχονταν στα κονάκια. Κι έρχονταν περσότερο με τον καλό καιρό, το χινόπωρο και προ πάντων την Άνοιξη. Τρουμπέτα είχε κι ο ταχυδρόμος, που πέρναγε αντίκρυ απ’ τα κονάκια από νιά στρατούλα, όχι απ’ την καρρόστρατα, γιατί σκιάζονταν τα σκυλιά μας. Εκεί που πέρναγε, βάρ(ε)γε την τρουμπέτα και πάαινε καένας να δώκει κάνα γράμμα ή να πάρει, αν κι οι Σαρακατσιαναίοι πολύ αριά άλλαζαν γράμματα, εξόν κι αν υπηρέταγε καένας στρατιώτης.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού "Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.