Εκεί πώζηγαμε εμείς στα κονάκια, ο κόσμος πώγλεπαμε, ήταν όλο θ’κοί μας Βλάχοι κι η εικόνα πούχαμε, εμείς τα μικρά ιδίως, για τον άνθρωπο, ήταν, για τον άντρα: σκούφια, τσαρούχια, πατατούκα, κλίτσα στο χέρι και περπατησιά ζωντανή, περήφανη. Για τη γυναίκα: φουστάνι πώπιανε απ’ τη μέση και κάτω με πάρα πολλές δίπλες (πτυχές) κι έφτανε ως τον αστράγαλο, ζωσμένο στη μέση και κουμπωμένο μπροστά με κόπτσες και πάνω στη ζώνη αυτή και πέτσινο λουρί, φαρδύ με πούλιες (το φόραγαν όλες οι Σαρακατσιάνες παντρεμένες και κορίτσια), ποδιά μπροστά, βελεντζούλα γαλάζια στην πλάτη και κουμπωμένη μπροστά στο λαιμό (ριγμένη σαν σάλι), κεφάλι κουκουλωμένο με μαντήλι, περπάτημα σκυφτό και ταπεινό και όλο με το ζαλίκι στην πλάτη.
Τα κορίτσια φόραγαν αντί το φουστάνι φούστα. Άμα φαίνονταν κανιά βολά και κάνας άνθρωπος από άλλο μιλέτι, χτύπαγε στο μάτι, κι άκουγες: «ένας χουριάτ’ς», άμα πρόκονταν για χωριάτη, άνθρωπο από χωριό, που διέφερνε απ’ το Βλάχο, ότι ναι μεν φόραγε κι εκείνος ρούχα σκουτίσια όπως ο Σαραακτσιάνος, μα δεν είχε σκούφια,. τσαρούχια, κλίτσα και τέτοια. Κι άμα φαίνονταν και κάνας με κάνα ρούχο πιο ντελικάτο, πιο ψιλό, έστω και ντρίλι και παπούτσια σκαρπίνια ή μποτίνια στα ποδάρια και κάπως λεπτότερο παρουσιαστικό: «ένας πουλίτ’ς», έλεγαμε, δηλαδή άνθρωπος από πόλη.
Όπως είπαμε μπροστά απ' τα κονάκια μας πέρναγε ο καρόδρομος πώρχονταν απ' τον Αλμυρό και πάαινε για το χωριό. Όμως οι χωριάτες, οι Νταουτζιώτες, σπάνια πέρναγαν από κει, σκιάζονταν τα σκ'λιά μας. Πέρναγαν αλαργότερα, είτε αποπερούλια απ' τη στρατούλα που πέρναγε κι ο ταχυδρόμος, είτε από πιό χαμηλότερα ακόμα. Τους θυμώμαι πως πέρναγαν γυρνώντας απ' τον Αρμυρό, καβάλα στ' άλογά τους και κουκουλωμένοι με τις κάπες τους. Θυμώμαι νιά βολά που στάθηκε ένας κι είχε κρεμασμένα πίσω στο σαμάρι νιά αρμαθιά ψάρια, κι έκρινε (φώναξε) και μας τάδωκε, τάχε παραγγείλει ο πατέρας μου. Άλλη νιά βολά, το θυμώμαι σαν τώρα, πέρναγε μπροστά στα κονάκια στον καρόδρομο ο γέρο Κεντρής (ένας απ' το χωριό) μ' έναν άλλον και μ' ένα μικρό κάρο, κι είχαν ζεμένο ένα γαϊδούρι. ;Hταν ανηφοράκος εκεί μπροστά στα κονάκια, είχε φαίνεται και λάσπη και δυσκολεύονταν το κάρο να βγει κι έσπρωχναν κι οι δυό, ο γέρο Κεντρής κι ο άλλος. Ου, πως μου φάνηκε παράξενο, νάναι ζεμένο γαϊδούρι στο κάρο!
Το Χινόπωρο αργά, πέρναγαν μπροστά στα κονάκια πολλά κάρα φορτωμένα τα καπνά του χωριού, πούχαν πουληθεί και τα πάαιναν στον Αρμυρό. Ήταν για μας τα λιανοπαίδια πανηγύρι, γιατί πάαιναμε και κρεμιόμασταν πίσω απ’ τα κάρα και χόρταναμε καβάλα ως κάτου στην Ανάβρα και κανιά βολά κι ως πέρα στην «πλατειά στράτα». Ήταν όμως και καμπόσοι καροτσιαραίοι τόσο σκληροί, που απ’ τη θέση τους μπροστά μας βάρεγαν με το καμιτσίκι τους και θυμώμαι καλά τις καμιτσικιές πώχω φάει.
Ό ταχυδρόμος πέρναγε, όπως είπαμε, εκεί αποπερούλια απ’ τα κονάκια. Που να κοτήσει ο άνθρωπος να περάσει απ’ τα κονάκια, δε θάβγαινε πέρα απ’ τα σκ’λιά. Τον θυμώμαι καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι, αλλά και πεζός κανιά βολά. Κοντοστέκονταν, βάρεγε την τρουμπέτα του και πάαινε κάνας απ’ τα κονάκια να δώκει ή να πάρει γράμμα. Ιδίως όσοι είχαν κάνα παιδί στο στρατό κερτέρεγαν τον ταχυδρόμο. Με το γράμμα τόδωναν και το λιάνωμα που χρειάζονταν για το γραμματόσημο. Αυτοί δεν αγόραζαν νάχουν γραμματοσήματα. Τάχε και τα κόλλαγε ο ταχυδρόμος. Και κανιά βολά τους έγραφε και το πανώγραμμα, τη σύσταση, πάνω στο φάκελο. αλλά η γραμματαλλαγή της στάνης ήταν λιγοστή.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"