Τα γιδομάντρια τα ‘φκιαναν σαν τα γαλαρομάντρια, με νταϊαμά. Τα γίδια είναι μαργουσιάρ(ι)κα πράματα και δεν αντέχουν βροχή και κρύο, γιατί δεν έχουν και κάπα, όπως τα πρότα με το μαλί τους, αυτουνών το μαλί είναι αρειό. Έφκιανε όμως ο καθένας το δικό του, κι ευκαιριακά, στα ενδιάμεσα από τις άλλες δουλειές. Και τη δουλειά αυτή την έκαναν περσότερο οι γυναίκες και βόηθαγε και κάνας άντρας, όταν άδειαζε απ’ τις άλλες δουλειές του.
Γυροβολιά στα γιδομάντρια, όχι κολλητά, αλλά σε κάποια απόσταση, πέρναγαν από πουρνάρι σε πουρνάρι ή απ’ ό,τι άλλο κλαρί ύπαρχε, ή από παλούκι σέ παλούκι, αν δεν ύπαρχε κλαρί, σκοινί φλώρο, κρέμαγαν φλώρα παλιοσκούτια και κάρφωναν στα παλούκια κι αλογοκέφαλα (καύκαλα-κρανία) για σκιάχτρα ή και παλιοντενεκέδια, για να σκιάζωνται τα ζ’λάπια. Το ίδιο μπορεί νάκαναν και στα πρατομάντρια. Ακόμα στα γιδομάντρια άπλωναν φλώρο σκοινί και μέσα στο μαντρί, από λούρο σ' αντικρυστό λούρο, ψηλά στην κορφή τους, κάμποσα τέτοια και κρέμαγαν λουρίδες φλώρο πανί ή σκουτί, να σκιάζωνται οι αητοί, πώρχονταν κανιά βολά κι έπαιρναν κάνα κατσίκι.
Τα γίδια δεν ήταν και πολλά. Είχαν ο καθένας από είκοσι μέχρι το πολύ εκατό και σπάνια και περσότερα, και καμπόσοι και καένα. Ύστερα τάχαν και παρακατιανά τα γίδια, γιατί δεν έδωναν σόδημα σαν τα πρότα. Σαρακατσιαναίοι πούχαν μαναχά (μόνο) γίδια ήταν πολύ λίγοι. Κι οι άλλοι τους έλεγαν περιφρονητικά «γιδομαμέδες» και «μανταβέληδες». Γιδομαμέ όμως έλεγαν και τον καλόν γιδάρη. Τα γιδομάντρια δεν τα ‘στρωναν, όπως έστρωναν τα πρατομάντρια που θα ιδούμε παρακάτω. Τα σάρωναν, τα σκούπιζαν με σάρωμα, κανιά κλάρα ή φρύγανα. Αυτό γένονταν γιατί, ενώ τα πρότα κάνουν περσότερο βουνιές κι όχι στεγνές κακαράντζες και λασπώνει απ' αυτές το μαντρί τους, τα γίδια κάνουν κακαράντζες και μπόρεγε και σαρώνονταν το μαντρί τους.
Στα γιδομάντρια έφκιαναν και τσάρκο. Ο τσάρκος ήταν κάτι σαν πολύ μικρή καλυβούλα, κολλητά στο γιδομάντρι, κι είχε άνοιγμα πρός τα μέσα, στο μαντρί. Στόν τσάρκο έβαναν τα κατσίκια απ’τη πρώτη ώρα που γεννιώνταν, για να κάθονται εκεί μαζωμένα, νάναι ζεστα και να μην κ(ου)νιώνται, ώστε να ζουν με λίγο γάλα. Ύστερα ευκολύνονταν κι ο σκάρος με τον τσάρκο, γιατί το βράδυ πώρχονταν τα γίδια απ’τη βοσκή, έβγαναν τα κατσίκια, βύζαιναν και τα ματάβαναν στον τσάρκο κι έτσι τη νύχτα πώβγαναν τα γίδια για το σκάρο δε χρειάζονταν ν' αμποδάν και τα κατσίκια, να μη βγουν κι αυτά. Τα γίδια τα σκάριζαν απ’το Χινόπωρο ως τις μεγάλες αποκριές. Στον τσάρκο τα κατσίκια τα κράτηγαν ως το Μάρτη που ζέσταινε. Τον Μάρτη τ' απόλαγαν και στη βοσκή, χωρίς όμως να τάχουν αποκόψει ακόμα, γιατί τούχαν έθιμο να μην τα πιάσει ο Μάρτης μέσα. Τα γίδια τα κουμαντάριζαν και τα περιποιόνταν οι γυναίκες. Τάβαναν μέσα το βράδυ η κάθε μιά τα δικά της, όταν έρχονταν απ' τη βοσκή ολωνών αντάμα, γιατί στη βοσκή γένονταν ένα κοπάδι και τα φύλαγε ένας τσιοπάνος, άνοιγαν τα κατσίκια απ’ τον τσάρκο, τα βύζαιναν όταν χρειάζονταν, γιατροκόμαγαν κάνα άρρωστο, τάβγαναν τη νύχτα για το σκάρο και την αυγή για τη βοσκή, σάρωναν το μαντρί. Το «περιποιώμαι» τα γίδια τόλεγαν «φκιάνω τα γίδια». Κι άκουγες να λέει, φεύγοντας την αυγή για τη δουλειά της, κανιά γυναίκα στην πεθερά ή το κορίτσι της: «Του βράδ(υ), αν αργήσου, να φκιάσεις τα γίδια». Η μάνα μου, πολυφάμελη, κάθε τόσο παιδοκόμι, κονάκι ολόκληρο στην πλάτη της, να πααίν(ει) για στρώματα στα πρότα και το βράδυ κατατσακισμένη και φορτωμένη ξύλα για τη φωτιά, κανιά βολά και χορτάρι, από μέσα απ' τις πουρνάρες, για κάνα γαϊδούρι ή τ' άλογο, να πάει να φκιάσει και τα γίδια, να μας φκιάσει και μας να φάμε, ξεθεώνονταν απ' την αποσταμάρα. Κανιά βολά ο πατέρας μου πλέρωνε γυναίκα για να δουλεύει στα μαντριά, στα στρώματα.
Την Άνοιξη, όταν τ' απόκοβαν τα κατσίκια, τάβγαναν στη βοσκή, στις καψάλες ιδίως, και τάβοσκαν τα λιανοκόρ(ι)τσα. Θυμώμαι που πάαιναν οι αδερφάδες μου, η Φωτεινή κι η Κωσταντω κι η Χρύσω του μπάρμπα τ’ Κολιού. Και πέρναγαν τη μέρα πλέκοντας, τραγουδώντας και παίζοντας τα πεντόβολα. Κι από κοντά και ‘μείς τα μικρότερα τα λιανοπαίδια. Και το βράδυ όταν μαζώναμε τα κατσίκια για τα κονάκια, τήραγαμε εμείς τα παιδιά να βρούμε κάνα γομάρι της στάνης πώβοσκε εκεί, να το καβαλικέψουμε. Θυμώμαι νιά βολά ένα παλιογόμαρο (γέρικο) του μπάρμπα Κολιού, που του ανέβηκα καβάλλα και σ' έναν κατήφορο «μαχαίρι», δεν έλεγα να κατεβώ, ώσπου έπεσα από μπροστα, απ' τ' αφτιά του. Άσε που πλήγιαζε ο πισινός μας απ' τη ράχη του γαϊδουριού, γιατί τα καβαλλικεύαμε ξεσαμάρωτα, όπως ήταν.
Εκτός απ' τα μαντριά πούπαμε, έφκιαναν κι οβορό για τ' άλογα, το βαλμαριό, τ' αλογοκόπαδο δηλαδή, που τόλεγαν και λακνιά. Και τ' άλογα που έβοσκαν στο βαλμαριό και δεν τάχαμε στα κονάκια, τάλεγαν λακνιάρικα. Τον οβορό τον έφκιαναν κάπως σαν το γρέκι, και περ(ι)σσότερο μαναχοί τ(ου)ς οι βαλμάδες (οι αλογοφύλακες). Και σε κάνα μέρος απάγκειο με βράχια ή κοτρώνια γύρω κι έφραζαν κάνα πέρασμα. Έτσι θυμώμαι σε μας απάνω στη βελαώρα, κατα το Καρανταναλή. Κανιά βολά χρειάζονταν και κάνα άλλο πρόχειρο γρέκι. Τις στρούγκες τις έφκιαναν με δεματσοΰλες. Οι δεματσούλες γένονταν με πουρνάρια, που τάβαναν «κώλο με κώλο», δηλαδή τα έσμιγαν κοτσιάνι με κοτσιάνι και τάδεναν στη μέση με τσιμπούκια. Έπαιρναν τις δεματσούλες, τις έστεναν μίνια πίσω απ' την άλλη, όχι καταλόρθες, λίγο λοξά, τις πάταγαν με τα ποδάρια να ενωθούν καλά, να πατηκωθούν, έμπηχναν και παλούκια στη γης, περνώντας τα μέσα απ' τις δεματσούλες, για να στεριωθούν κι έτσι έφραζαν ένα μέρος, φκιάνοντάς το είτε στρούγκα με πέρασμα από μπροστα, για να περνάν τα πρότα ν' αρμέωνται, το λεγόμενο μπροστοστρούγκι και με άνοιγμα, την αμπουριά, από πίσω για να μπαίνουν, είτε κάνα άλλο πρόχειρο χώρισμα μέσα στο μαντρί ή απόξω απ' το μαντρί, κάναν «πατέλο», έτσι τόλεγαν, για να βάνουν τίποτα πρότα τσαγκάδια, ή με «πατελά» (αδύνατα) αρνιά, ή άρρωστα πράματα. Τα γίδια όμως δεν κρατιώνται εύκολα στη στρούγκα με τις δεματσούλες, γιατί αυτά τις πηδάν, γι' αυτό τήραγαν η στρούγκα π' αρμέονταν και γίδια, νάναι ψηλή και δυνατή.
Κανιά βολά έφκιαναν στρούγκα και με «λιάσες», σαν τις λισιές απ' τα καλύβια, αλλά λίγο τρανύτερες, που τις έστεναν τη μίνια δίπλα απ' την άλλη κι ήταν στερεότερες και μπορούσαν μ’ αυτές και ν' αλλάξουν ευκολότερα τη θέση της στρούγκας. Τις φορτώνονταν οι γυναίκες και τις πάαιναν όπου ήθελαν. Ακόμα τέτοιες λιάσεις τις χρησιμοποιούσαν κι οι τσιοπαναραίοι, ιδίως γκαστριάρηδες, στο γρέκι τους για στρέχα, να φυλάωνται απ' τη βροχή και τα χιόνια.
Απότο βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"