ΤΟ ΞΕΧΕΙΜΑΣΜΑ
Ας πάμε στα βλαχοκόνακα, τα σαρακατσιαναίικα. Ήταν και πέντε και δέκα και είκοσι αντάμα, και παραπάνω, ανάλογα με τη στάνη. Τα δικά μας στη Νταουτζιά, τη σημερινή Πέρδικα του Αλμυρού, ανατολικά απ' το χωριό δυο-τρία χιλιόμετρα, ήταν κανιά δεκαπενταριά. Εκεί σε νιά λάκκα, δίπλα, δεξιά απ’ την καρρόστρατα πώρχονταν απ’ τον Αρμυρό. Την τοποθεσία τη λεν τώρα «Παλιοκόνακα». Θ(υ)μώμαι είχαμε το κονάκι μας, τρανό τουρλωτό καλύβι, την καλύβα με τα σέϊα και την αλογοκάλυβα που έβαναμε τ’ άλογο, το μπινέκι του πατέρα μου. Το ίδιο κι οι Νικολαίοι, ο μπάρμπα Κολιός, ο αδερφός του πατέρα μου. Οι άλλοι είχαν μικρότερα καλύβια. Το καλύτερο ήταν το θ'κό μας.

Ήταν πολύ μερακλής και τεχνίτης ο πατέρας μου. Νιά βολά, τόφκιαναμε καινούριο, πάταγε σ’ ένα σαμάρι για να φτάνει να δένει τα τσιμπούκια. Απ' τη δύναμη που τάσφιγγε, κόπηκε ένα κι έπεσε ο πατέρας, βάρεσε δυνατά στη μέση και πόνεγε. Ήρθε η θειά μ' η Καλομοίρα, η αδερφή τ’ και του τράβηξε τ' απάκια. Το καλύβι μας ήταν κατάνακρα, κατά τη μεριά της καρρόστρατας. Ζερβά μας, όπως τήραγε το καλύβι μας, προς το βοριά, ήταν το Νικολαίικο, τρανό κι αυτό, κι από κει και πέρα ήταν τ' άλλα. Πίσω απ’ τα καλύβια ήταν ένας δομός, μια λουρίδα σα ζουνάρι, πουρνάρια, απ’ τη μιάν άκρη απ’ τα κονάκια ως την άλλη.

Σήμερα να πάω, θα βρω τον καλυβότοπό μας κι ας χάθηκαν και τα πουρνάρια και γίνηκε όλο χωράφι.

Στα πουρνάρια πούταν στην άκρη απ’ τα κονάκια, ήταν χεζολόγος. Δεν τον έφκιασε καένας, ούτε τον όρισε για τέτοιον. Το μέρος ήταν ανάμερο, κρυφό και πάαινε ο κόσμος εκεί. Νιά βολά μ' έπιασε ο μπάρμπα Κολιός να κάνω τη δ(ου)λειά μ’. Ντροπιάστηκα, σηκώθηκα, έμασα τα βρακιά μ', μα αυτός ο καημένος μούπε: «άει κόπρισι του τόπου πιδί μ'».

Έπιασαμε την άκρη του κουβαριού. Ας την ξετυλίξουμε αγάλια-αγάλια, νάρθει στο μυαλό μας, όσο είναι μπορετό, όλη η ζωή της στάνης. Ποια νάναι η παλιότερη θύμηση μου απ' τη ζωή εκείνη; Ξέρω και γω; Ίσως ετούτο: Μπροστά στο κονάκι μας, κάθεται σ‘ ένα πεζούλι, σ‘ ένα λιθάρι, κάπου τέλος πάντων, η μάνα μου, και γω στα γόνατα της. Θυμώμαι καλά, είχε φλώρο μαντήλι και καφέ ποδιά. Ήταν νιά η μάνα μου τότε. Και γω τι χαρά, τι καλά!

Μπροστά στα κονάκια, απ‘ κάτ' απ' τη στράτα, μέσα σε κάτι αριά κοντοπούρναρα, ήταν τα γιδομάντρια. Κάθε κονάκι είχε το δικό του γιδομάντρι. Έβανε μαναχά τα θ'κά τ' τα γίδια εκεί. Όχι όπως τα πρότα, όλα τα σημάδια αντάμα. Το γιδομάντρι μας ήταν κι αυτό κατάνακρα απ' τ' άλλα, όπως και το κονάκι μας. Τα γίδια τα φύλαγαν τα παιδιά της θειάς μ' της Καλομοίρας, ο Τόλης κι ο Αλέκος. Θυμώμαι νιά βολά, τι κακό πώγινε! Σκυλεύονταν νιά σκύλα κι όλα τα σ(κυ)λιά της στάνης έτρεχαν από κοντά της και δεν είχαν το νού τους στα ζ'λάπια. Ήρθαν λύκοι τη νύχτα, τρύπησαν ένα γιδομάντρι κι έφαγαν πόσα γίδια! Το θυμώμαι σαν τώρα δα τι κακό ήταν εκείνο. Απ’ το μαντρί ως κάτω, τόπο πολύν, γίδια σφαμένα και ξεκοιλιασμένα και γιομάτος ο τόπος αίματα. και να κλαίει, ή καημένη η Κώτσαινα Αραπίτσαινα. Του Κώτσιου Αραπίτσα ήταν τα γίδια, μιανού πολύ φτωχού. Δε θυμώμαι ποιος έλεγε, πως είχε 'νειρευτεί τη νύχτα να καίεται το καλύβι της, σημάδι που θαλα πάθαιναν τη ζημιά.

Κιντύνευαν πολύ τότε τα πράματα απ’ τα ζ'λάπια. Ο τόπος ήταν πιο δασωμένος και πιο αραιοκατοικημένος, με την έννοια ότι δεν υπήρχαν οι δρόμοι που υπάρχουν τώρα και δεν κυκλοφόραγαν αυτοκίνητα, μηχανήματα και κόσμος όπως τώρα. Και ήταν γιομάτο λύκοι. Λίγο να το ‘χανες απ' τα μάτια σ’ το πράμα σ', στ' άρπαζε ό λύκος. Το «ξεραμένο», όπως το ‘λεγαν, για να μην το πουν με τ' όνομα τ(ου). Κι άμα τα κατάφερνε καένας και σκότωνε λύκο, τον έγδερνε, έπαιρνε το τομάρι τ' και γύρναγε στις στάνες και μάζωνε τυρί, τραχανά, αλεύρι, ψωμί, μαλλιά, παράδες. Αυτό το ‘καναν ιδίως δραγάτες και χωριάτες, Βλάχος, Σαρακατσιάνος δεν έβγαινε ποτέ, να γυρίσει να μάσει δοσίματα. Το θεώρ(η)γε ντροπή. Πάντως άμα έρχονταν στα κονάκια καένας με λυκοτόμαρο, εκτός απ’ό,τι τώδωναν, οι γυναίκες πάαιναν και κάρφωναν στο στόμα του λυκοτόμαρου βελόνια, «να φάει βελόνι να μην τρώει τα πράματα», «να χαβωθεί το ξεραμένο», δηλαδή ν' αποβλακωθεί, να στραβωθεί, να μην τρώει τα πράματα, έτσι το ξέταζαν. Τώβαναν και λιθαράκια στο στόμα, «να φάει λιθάρι», για να τρώει τα λιθάρια κι όχι τα πράματα. Κι άλλα πίστευαν οι Σαρακατσιαναίοι για το λύκο. Ότι άμα πέσει στο κοπάδι, σφάζει ως 99 κι άμα φτάσει στα 100, σκάει. Είναι αλήθεια, ότι πνίγει - σφάζει με μια δαγκωματιά στο λαιμό πολλά. Δεν τα τρώει, απλώς τα σφάζει. Είναι αιμοβόρο ζώο. Λένε πάλι, ότι πίνει το αίμα. Πάντως είδα ο ίδιος μια βολά πολλά πρότα πνιγμένα με δαγκωματιές στο λαιμό, όταν μια νύχτα έπεσε λύκος στο κοπάδι και δεν τον πήραν είδηση. Αυτά τ' αναφέρει κι ό Γρανίτσας στα «Αγρια και τα ήμερα...», σελ. 31.

Καμπόσοι έβαναν στα σκυλιά τους ένα πλατύ πέτσινο περιλαίμιο, πούχε στεριωμένα κοντά καρφιά, για ν' αντιπαλεύουν με τ' αστήθι το λύκο. Αυτό το περιλαίμιο τόλεγαν «χανάκα».

Τα πρότα μας τάταν αλάργα, πολλά κοπάδια και σε πολλές μεριές, στην Ξηρόβρυση, στη Σπηλιά, στη Γκιούζλα, στη Γκουτζιαλάκκα κι αλλού. Εκεί στα κονάκια κάτι λίγα τσαγκάδια (γεννημένα που ψόφησαν τ’ αρνιά τους) έφερναν. Την άνοιξη όμως, εκεί κούρευαν, εκεί άρμεγαν, εκεί παρέκει απ’τα κονάκια έφκιαναν τη γαλατοκάλυβα, το γαλατάτ(ι)κο (τυροκομείο), ή κι από πέρα απ’την Ανάβρα, πούταν ένας τρανός δέντρος, και το ‘λεγαν στον «Παλιόδεντρο». Και τώρα το λεν στον «Παλιογαλατά», γιατί είχε γένει στρούγκα και γαλατάτ(ι)κο. Ο δέντρος τώρα έχει πέσει, ίσια και που τον θ(υ)μώμαι.

Άλλ' αφού πήραμε πιά την άκρη κι αρχινήσαμε να ξετυλάμε τις θύμησες, ας τα πάρουμε τα πράματα με την αράδα. Να ιδούμε όλη τη ζωή στα χειμαδιά απ’ την ώρα που φτάνει η στάνη απ’ τα β(ου)νά, ως την ώρα που ματακινάει πάλι για τα β(ου)νά. Κι υστέρα να πάμε και στα ίδια τα β(ου)νά.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.