Ήρθε ο γαλατάς, αποκόψαμε τ'ς αρνάδες, είναι άνοιξη, κοντεύει Λαμπρή. Όμως για να φτάσουμε στη Λαμπρή, πρέπει να περάσουμε την αποκριά και τη μεγάλη σαρακοστή, πούναι δύσκολη. Ας πούμε για την αποκριά αυτήν.
Λέμε για τη Μεγάλη Σαρακοστή, τη μεγάλη νηστεία για το Πάσχα. Είναι και η μικρή, το σαρανταήμερο, η αποκριά για του Χριστού. Αυτήν όμως την περνάγαμε ξώπετσα. Πολλές βολές μας έπιανε και στη στράτα απ’ τα β'νά. Όμως κι αυτήν κάτι την κράτ(η)γαμε, σαρακόστευαμε κάμποσο και γι' αυτήν.

Τί θυμώμαι απ’ τις αποκριές, απ' τη μεγάλη σαρακοστή;

Απ’ τη μέρα της αποκριάς λίγα πράματα. Έπεφτε βλέπετε τις περσότερες βολές καταχείμωνο, κι οι άνθρωποι, της στάνης οι άνθρωποι, είχαν την «πρατοχλίψη», δεν είχαν άδεια για άλλα πράματα. Μαναχά έτρωγαμε καλά εκείνη τη μέρα, πίτες κι ιδίως γαλατόπιτα. Κι ούλα τα κονάκια, άλλος λίγο άλλος πολύ, αγόραζαν απ’ το παζάρι κρασί στην κόφα, την τσιότρα. Εμείς τα μικρά το βράδυ πάαιναμε στους Νικολαίους και φιλάγαμε το χέρι του μπάρμπα Κολιού και της θειάς της Νικολάκαινας. Κι αυτό γένονταν ανάμεσα σ' όλα τα κονάκια πούχαν μεταξύ τους στενή συγγένεια ή περσότερες σκέσεις. Οι τρανοί εκείνο το βράδυ συχωριώνταν ο ένας τον άλλο για μαλώματα και δυσαρέσκειες πούχαν μεταξύ τους. Μασκαρέματα δέ γένονταν, εκτός κάνα λιανοπαίδι, κι αυτό όχι ολοένα.

Όμως ύπαρχε ένα έθιμο για το βράδυ της αποκριάς. την ώρα πώτρωγαμε, άμα φτερνίζονταν καένας, κι ιδίως κάνα μικρό, τώταζαν αρνί ή κατσίκι ή ζυγούρα, αλλά κάνα κακορίζικο όχι καλό, για να το φκιάσει με το τυχερό του καλό αυτός ο τυχερός που φτερνίστηκε. Και το μικρό τόδενε κόμπο το τάμα και για χρόνια τόχε το ζωντανό που τώταξαν για ξεχωριστα δικό του, όχι της άλλης φαμελιάς. Και θυμώμαι, τώρα κοντά πρίν τον πόλεμο του σαράντα, χώρισαν κάτι ξαδέρφια μου, μέρασαν το βιό τους κι ο μεγάλος, που σε κάποιο παιδί του είχαν τάξει κάποια αποκριά νιά αρνάδα που πρόκοψε κι έκαμε κι άλλα δυό-τρία, παραπονιώνταν απ’ τους άλλους, ότι δεν τώβγαλαν του παιδιού του ξεχωριστά αυτά τα δυό-τρία πρατάκια!

Απ’ την Καθαροδευτέρα εκείνο που θυμώμαι, είναι η μάνα μου πώπλενε απόξω απ’ το καλύβι μας ούλα τα χαλκώματα -ήταν τα πιατικά και τα κατσαρολικά γενικά του κονακιού- τρίβοντας τα καλά με στάχτη. Πάστρα πέρα-πέρα.

Κι αρχίναγε η μεγάλη σαρακοστή, πούταν βάσανο τρανό, γιατί την κράτ(η)γαμε, σαρακοστεύαμε. Και το φαΐ μας ήταν συχνά-πυκνά λάχανα. Και νάχαν και λάδι μπόλικο, κομμάτια να γένονταν. Που όμως λάδι! Στάλα-στάλα τόρριχναμε. Κι αυτά θυμώμαι εγώ, που ο πατέρας μου είχε κάτι καλύτερα απ’ τους άλλους, αφού αυτός με τον αδερφό του, το μπάρμπα Κολιό, ήταν οι τσελιγκάδες. Όμως τι τα θέλεις! μπούγιο πολύ και ζωή στερημένη. Μαναχά η θειά μ' η Καλομοίρα-Σφοντύλω την παραγκόμιαζαμε, γιατί ήταν απόκοντη και σταματημό δεν είχε, όλο τριγύρναγε σα σφοντύλι, η αδερφή του πατέρα μου, άμα έρχονταν ή σαρακοστή έστελνε τον άντρα της το μπάρμπα Μητράκο, έναν καλόν κι αγαθόν άνθρωπο, που τον είχε του χεριού της η θειά μ' η Σφοντύλω, απ’ λέτε, και πάαινε στο παζάρι κι έφερνε μαερέματα, κ(ου)κιά, ρεβύθια, φακές και τέτοια κι άλλαζε κάπως το φαΐ της. Αυτό το θυμώμαι περσότερο απ’ το κουτσομπολιό που της έκαναν της καημένης της θειάς μου οι άλλοι και λιγότερο ότι έβλεπα ή έπαιρνα χαμπέρι εγώ τι γένονταν. Και τ' άλλα τα κονάκια έτρωγαμε τέτοια μαερέματα, λάχανα και φασούλια, νερστά σαρακοστιανά, κραμποκούκι, ζυμαρόπιτα σαρακοστιανή, κανιά λαχανόπιτα, αλλά και γυφτοφάσουλα, που τάπαιρναμε απ’ τους Γκαραγκούνηδες στη στράτα, όταν ερχόμασταν απ’ τα β'νά. Τα φασούλια τάφερναμε απ’ τα βουνά κι ήταν πολύ νόστιμα, πάρα πολύ. Αλλά να τα φας μίνια, δυό, τρεις βολές, όχι τόσο συχνά που τάτρωγαμε εμείς. Όσο για τα λάχανα, είχε μπόλικα ο τόπος: λαψάνες, παπαρούνες, λάπατα, λουβουδιές, μπαζιά, καυκαλήθρες, ζώχια, πρασουλήθρες (σά σκόρδα) κι άλλα πολλά. Λάχανα βραστά, που θυμώμαι τάστιφτε η μάνα μου, αφού έβραζαν, με νιά ξύλινη χούλια (κουτάλα) σ' ένα καπάκι, τα στέγνωνε ντίπ και ντίπ, τους έριχνε αλάτι και λίγο λάδι και τάτρωγαμε, αλλά και λάχανα για πίτα, τριφτά όπως τάλεγαν. Και τα λάχανα τάτρωγαμε για φαΐ, όχι για σαλατικό. το σαλατικό δεν τόξεραν οι Σαρακατσιαναίοι. Το πολύ-πολύ νάφερναν τη Λαμπρή απ’ το παζάρι κάνα μαρούλι και κάνα φρέσκο κρεμμύδι και σκόρδο, για τα γεμίδια περσότερο.

Οι γυναίκες σκεδόν πάσα μέρα που πάαιναν στα μαντριά για στρώματα, το βράδυ γύρναγαν φορτωμένες ξύλα ή πουρνάρια και στον τροβά τους ή στήν ποδιά τους και λάχανα, που τάπλεναν κιόλας, καθώς πέρναγαν σε κάνα ρέμα. Και το βράδυ στα σβέλτα τάβραζαν, τάστιφταν, αλατάκι και κανιά στάλα λάδι κι άειντε να φας και τι να φας! Τρώονται τα λάχανα και μάλιστα πολλές βολές και με μπομπότα; Κι όμως τάτρωγαμε. Άλλες βολές πάν'γαν (πήγαιναν) και ξεπίτηδες οι γυναίκες για λάχανα.

Τέτοια δύσκολη ήταν η σαρακοστή μας. Δε λέω ότι κρατιώνταν πέρα-πέρα ολόκληρη, αλλά κρατιόνταν πολύ. Οι γερόντοι κι ιδίως οι γ'ναίκες οι τρανές την κράτηγαν ολόκληρη. Αλλά και οι υπόλοιποι, μικροί-μεγάλοι, απαραίτητα νιά-δυό βδομάδες στην αρχή κι άλλο τόσο στο τέλος, πριν τη Λαμπρή κι ιδίως το μεγαλοβδόμαδο, που καένας δεν αρτένονταν. Τη μεγάλη Παρασκευή μάλιστα δεν κάθονταν ντιπ να φαν σε τάβλα. Έτρωγαν ψωμί με νερόξυδο, Κι ένα άλλο έκαναν τη Μεγάλη Παρασκευή. Έπλεναν τις τέντες. Πίστευαν ότι εκείνη τη μέρα έβγαινε με το πλύσιμο η καπνιά, γιατί ήταν ο ουρανός συγνεφιασμένος. 

Με τα πολλά πέρναγε κι η σαρακοστή. Κι έρχονταν η Λαμπρή. Άργειε και μας φαίνονταν άσωτες οι μέρες όσο νάρθει. Κάθε τόσο λογαριάζαμε, πόσες μέρες ήθελαμε ακόμα. Όμως κάποτε έρχονταν. Λαμπρή την έλεγαμε και Λαμπρή ήταν και για μας και ούλα τα κονάκια και τη στάνη. Λαμπρή στο φαΐ, λαμπρή στις φορεσιές, λαμπρή όλος ο τόπος γυρ(ο)βολιά με τα χορτάρια και τα λούλουδα, λαμπρή το βιό μας πούχε βγάλει πιά το χειμώνα και τον κίντυνο και τώρα έβοσκε μπόλικο χορτάρι κι έδωνε μπόλικο μαξούλι. Ούλα Λαμπρή, κι ο τόπος κι η ζωή, κι οι καρδιές κι η ψυχή μας.

Λαμπρή και πάρα Λαμπρή!

Το μέγα Σάββα, έτσι τόλεγαμε το μεγάλο Σάββατο, όλοι οι νοικοκυραίοι κατέβαιναν στο παζάρι στον Αρμυρό να ψωνίσουν, αλλά και να π(ου)λήσουν κάνα όψιμο απομειμένο αρνί ή κατσίκι, κάνα «ψιμάρνι ή σφουγγάρι ή σουγγάρι», όπως τάλεγαν, πούχε μείνει απούλητο. Στην Ανάσταση πάαιναμε πολλοί απ’ τα κονάκια στην εκκλησιά. Τόμ (μόλις) ακούονταν τη νύχτα η πρώτη καμπάνα, μας ξύπναγε η μάνα μου κι αρχίναγαμε να τοιμαστούμε. Να νιφτούμε, να βάλουμε τις καινούριες σαλιούρες μας (έτσι έλεγαν τις ποδιές), που μας είχε ράψει η μάνα μας για λαμπριάτικες και τα καινούρια παπούτσια που μας είχε αγοράσει ο πατέρας. Ξεκινάγαμε απ’ τα κονάκια μέσ' στη νύχτα μπουλούκι ολόκληρο λιανοπαίδια αλλά και τρανοί και πάαιναμε στο χωριό. Δεν ήταν κι αλάργα. Έμπαιναμε μέσ' στην εκκλησιά κι αιστάνομαν όπως θα αιστάνομαν σήμερα αν έμπαινα σ' ένα στάδιο με λαοθάλασσα, τόσο πολυκοσμία μου φαίνονταν, κι επισημότητα και λαμπρότητα. Και σκέπτομαι τώρα, ότι το χωριό δεν είχε πάρα πάνω από είκοσι-εικοσιπέντε οικογένειες! Όταν έβγαναν την Ανάσταση όξω, οι Βλάχοι έρριχναν τις περσότερες τουφεκιές με τα κουμπούρια τους. Μεταλάβαιναμε κιόλας. Και θυμώμαι κι ένα σχετικό πάθημα του μπάρμπα Μήτρου του Ρουπακιά, Κόρκος ήταν το επίθετο του αλλά τον έλεγαν Ρουπακιά. Γέροντας ο μπάρμπα Μήτρος, είπε κι αυτός κάτι να κάμει και για την ψυχή του κι αποφάσισε να πάει να μεταλάβει. Όμως, όπως στέκονταν εκεί στην εκκλησιά, μέρασαν πριν τη μεταλαβιά αντίδωρο, πέρασαν κι από μπροστά του, είδε τους άλλους που έπαιρναν, πήρε κι αυτός και τόφαγε. Όταν όμως ύστερα πήγε να μεταλάβει, κάποιος που τον είχε δει, τούπε ότι δεν κάνει, αφού έφαγε αντίδωρο. Απελπισμένος ο μπάρμπα Μήτρος δέ βάσταξε: Ού απ’ να πάρ(η) ου διάουλους μι τ' αντίδουρου τ', που βρέθ'κι μπρουστά μ' !» κι έκαμε πίσω.

Τούς χωριάτες και τις χωριάτισσες τους τήραγαμε σαν αλλιώτικα πλάσματα, αλλά κι αυτοί το ίδιο μας τήραγαν. Πρέπει εμείς νάμασταν τ' αγρίμια κι αυτοί οι ήμεροι. Με το απόλυμα της εκκλησιάς ξημέρωνε και γυρνάγαμε όλο χαρά και χοροπηδώντας στη στράτα για τα κονάκια. Μαζώναμε και κόκκινες παπαρούνες από τα σπαρτά. Έφταναμε στα κονάκια, ευκές «Χριστός Ανέστη - Αληθώς Ανέστη», τσούγγριζαμε κόκκινα αυγά. Στο μεταξύ σ' ούλα, πέρα-πέρα τα κονάκια έσφαζαν κι έψεναν αρνιά στις σούφλες. Η μάνα μου κι όλες οι γυναίκες έφκιαναν απ’ το μέγα Σάββα λαμπρόκλουρα κι έπηζαν αποβραδίς πρόβεια διαούρτ(η) και μόλις έμπαινε τ'αρνί στη φωτιά, έφκιαναν τα γιομίδια. Οι Σαρακατσιαναίοι δεν έφκιαναν το Πάσχα μαγειρίτσα. Έβραζαν ολόκληρη τη σηκοταριά, τα «μέσα» τ' αρνιού, ύστερα πάνω σ' ένα πλαστήρι χτυπώντας την με μαχαίρι την έκοβαν μικρά-μικρά κομματάκια, κι όλο αυτό το καβούρντιζαν με φρέσκο βούτυρο, κρεμμύδι κι αλατοπίπερο. Αυτά ήταν τα γιομίδια. Πολύ πικάντικος και πεντανόστιμος μεζές. Οι τρανοί έπιναν μ' αύτα τσίπουρο, όπως πάαιναν ο ένας στην ψησταριά τ' αλλ(ου)νού κι ευκιόνταν χρόνια πολλά. Εμείς τα καρτέρ(ε)γαμε στο μεσημεριανό τραπέζι. Μόνο την κοιλιά τ' αρνιού δεν έβαναν στα γιομίδια. Αυτήν την έπλεναν καλά, την έκοβε θυμώμαι ο πατέρας μου λωρίδα, της πέρναγε στη μιά άκρη ένα μυτερό διχαλωτό ξυλαράκι, κι όπως έφερνε γυροβολιά τ' αρνί στη φωτιά, κάρφωνε τη μιά άκρη στο αρνί, και φέρνοντας γύρω το αρνί, τυλίγονταν όλη η λωρίδα η κοιλιά στο αρνί, και με την άλλη άκρη την ματακάρφωνε στο αρνί. Ψένονταν γλήγορα, την έβγανε ο πατέρας μου και μας τη μέραζε. Ήταν πολύ νόστιμη.

Το μεσημέρι έτρωγαμε για τα καλά μπόλικο λιανισμένο κριάσ(ι), γιομίδια, κανιά σαλάτα και στο τέλος και διαούρτι. Και βέβαια έπιναν και κρασί, οι τρανοί πολύ, εμείς τα λιανοπαίδια λίγο. 'Εδώ θυμώμαι και κάτι άλλο: Χάλευαμε μυαλό απ’ το κεφάλι τ' αρνιού κι ο πατέρας μου από κανιά βολά δε μας έδωνε, λέοντάς μας ότι δε μαθαίνουμε γράμματα (τα παιδιά) και τα κορίτσια ότι δε μαθαίνουν κεντίδια. Τ' απόγιομα οι άντρες πάαιναν από κονάκι σε κονάκι, έλεγαν χρόνια πολλά, έπιναν, τραγούδαγαν, μέθαγαν. Τώρα ήταν Άνοιξη, δεν ήταν Χειμώνας. Άδειαζαν. Το δειλινούτσ(ι)κο όμως, μόλις άραζαν τα κοπάδια για άρμεμα, αδρόμαγαν ούλ(οι) στα κονάκια τους, ξάλλαζαν, έβαναν κάνα παλιοπανωβράκι κι έτρεχαν στο άρμεμα. Και γάμος να γένονταν, την ώρα πούταν για άρμεμα, έπρεπε να σταματήσει. Δε γένονταν αλλιώς.

Τ' άη Γιωργιού. Τρανή γιορτή κι αυτή για τα κονάκια. Άη Γιώργης κι άη Δημήτρης ήταν το τέλος κι η αρχή της κάθε μιάς απ’ τις δυό εποχές -τις δυό κτηνοτροφικές περίοδες- του Χειμώνα και του Καλοκαιριού. Κι οι Σαρακατσιαναίοι λογάριαζαν περσότερο εορτολόγιο και λιγότερο ημερολόγιο. Δηλαδή για ημερολόγιο είχαν το εορτολόγιο και μ' αυτό μέτραγαν το χρόνο. Πιο τρανή απ’ τις δυό θεωρούνταν τ' άη Γιωργιού η γιορτή. Βόηθαγε σ' αυτό και ή Άνοιξη. Πάλι ούλα τα κονάκια έψεναν αρνί. Και γένονταν γλέντια κι ιδίως στα κονάκια πούχαν και Γιώργο.

Εκεί, Λαμπρή - άη Γιωργιού, γένονταν κανιά βολά και κάνας γάμος. Οι Σαρακατσιαναίοι το περσότερο παντρεύονταν καλοκαίρι, πούχαν άδεια, αλλά κανιά βολά γένονταν και την άνοιξη γάμοι στα χειμαδιά. Τύχαινε αλλού να πρόκειται να πάει η νύφη το Καλοκαίρι, αλλού ο γαμπρός, και δεν κάλιαζε να γένει ο γάμος το Καλοκαίρι και γένονταν στα χειμαδιά την Άνοιξη. Θυμάμαι έναν γάμο την Άνοιξη στα κονάκια μας στη Νταουτζιά, κι απ’ αυτόν μαναχά ετούτο: Φαίνεται κορίτσι έπαιρναν απ’ τα κονάκια μας, καποιανού Μπανιά, κι είχαν έρθει ξένοι συμπεθέροι, μάλλον απ’ το Τουρκουμουσλή (το σημερινό Άργιλοχώρι) κι είχε φέρει νιά παρέα ο πατέρας μου στο κονάκι και θυμώμαι είχε μπει μέσα στο κονάκι μας, καβάλλα στ' άλογο του, ο Μητράκο Νανάς, ένας τσέλιγκας απ’ το Τουρκουμουσλή, Κι η μάνα μου κέρναγε μ' ένα δίσκο γιομάτον ποτήρια κρασί. Γλένταγαν άγρια οι Σαρακατσιαναίοι.

Απότο βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.