Τότε, εκείνα τα χρόνια, υπήρχε ο περίφημος φόρος αιγοπροβάτων, κεφαλιάτικο στα πράματα, μου φαίνεται τον έλεγαν και νόμιστρο. Μέχρι, πίσω-μπροστά, το 1930, δεν θυμάμαι. Τον λέω περίφημον, γιατί ήταν αβάσταχτο βάρος για τους Σαρακατσιαναίους, όπως και για όλους τους κτηνοτρόφους.
Έρχονταν πιτετραμένοι υπάλληλοι, και με χωροφύλακες αντάμα, και μέτραγαν τα πράματα, ούλα τα κοπάδια. Και θυμώμαι πως αναστατώνονταν τα κονάκια άμα έπαιρναν χαμπέρι, ότι έρχονται για μέτρημα, Άνοιξη γένονταν αυτή ή δουλειά. Άδρόμαγαν κι ειδοποίγαγαν σ' ούλα τα κοπάδια και τ' αναμέραγαν όσα μπόρεγαν σε τίποτα ρέματα κι απόκρυφες μεριές. Ήταν όμως ένας υπάλληλος απ’ τον Αρμυρό, ο Κίμων, ένας με τρανό παχύ κεφάλι, σημαδεμένος στο πρόσωπο, που τον είχαν φόβο και τρόμο. Πάαινε και τα ξετρύπωνε και τους έκαιγε. Κι όχι μαναχά αυτό. Άμα είχε κάνα ένταλμα για κάποιον, ήταν εισπράκτορας ταμιακός, τους κιντύνευε πολύ και τους έκλεινε μέσα. Τούχαν τόσο ινάτι οι Βλάχοι, που άμα μπόρεγαν θα τον έτρωγαν ζωντανόν. Και τι δεν τώσερναν. Ο φόρος αυτός είχε επιβληθεί απ’ τα πρώτα χρόνια πώγινε ελληνικό. Και μάλλον κράταγε απ’ τον καιρό της τουρκοκρατίας. Γράφει γι' αυτόν ο Κορδάτος στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας (τόμος Γ', 'Αθήνα 1957, σελ. 57-58 και 199 και τόμος Δ' — 'Αθήνα 1958, σελ. 165-166). Κι ο Δημήτριος Ζωγράφος (Ιστορία Ελληνικής Γεωργίας, έκδοση Α.Τ.Ε. τόμος Γ' σελ. 53) λέει, ότι επιβλήθηκε με το θέσπισμα της 18/2/1825 του Βουλευτικού χρονιάτικος φόρος 2 παράδες το κεφάλι τα γιδοπρόβατα, 6 τα χοντρά ζώα και 4 οι χοίροι, με καταμέτρηση των ζώων και καταβολή του φόρου το Φλεβάρη. Και στη σελ. 115 ότι ο Καποδίστριας με το ύπ. άρ. 601/4-2-1830 ψήφισμα τον έκαμε 5 λεπτά το γιδοπρόβατο και 20 λεπτά οι χοίροι και τ' άλλα νομαδικά χοντρά ζώα, εκτός τα μεταφορικά και τ' αροτριώντα.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"