Τα γίδια δε γεννάν νύχτα, όπως τα πρότα. Γεννάν μέρα, όπως και μέρα μαρκαλιώνται. δεν αποκλείονταν να γεννήσει και καένα νύχτα. Όπως και πρότο να γεννήσει μέρα.
Τα γιδομάντρια, όπως είπαμε, δεν τάχαμε αλάργα, τάχαμε στα κονάκια. Κι όταν γένναγαν τα γίδια, έτρεχαμε όλα τα λιανοπαίδια πούχαμε γίδια, τ' απογιοματάκι, να τα καρτερέσουμε πέρα μακρυά απ’ τα κονάκια να ιδούμε μάκι (μήπως) γέννησε κάνα θ'κό μας, να το πάρουμε. Κι η χαρά μας ήταν διπλή, άμα το κατσίκι που γεννιόνταν ήταν και θηλυκό, κατσικάδα. Τα θηλυκά αυγάταιναν το βιό και μεις εκείνο έγλεπαμε χειροπιαστό και μας ευχαρίσταγε. Το ότι το σερκό θα νάδωνε παράδες, δεν είχε αξία για μας.

Θυμώμαι νιά βολά, είχαμε πάει πέρα απ’ τη «στράτα πλατειά», νιά στράτα που, επειδή ήταν πλατειά στα μάτια τα δικά μας τότε, την έλεγαμε έτσι, και είχε γεννήσει νιά γίδα μας, η Παρδαλομούτσουνη. Ήταν στο κεφάλι της και τη μουτσούνα της παρδαλή και γι' αυτό την έλεγαμε Παρδαλομούτσουνη. Ήταν νιά καλή και πολύ όμορφη γίδα. Αδρόμησαμε, δε θυμώμαι με ποιο αδέρφι μου, το Γιώργο ή κάποιο απ’ τα κορίτσια, να πάρουμε το κατσίκι στην αγκαλιά, να μαυλίσουμε και τη γίδα, να τα φέρουμε στα κονάκια. Όμως η Παρδαλομούτσουνη δεν ήταν μαναχά όμορφη και καλή γίδα, ήταν και καλή μάνα. Κι όπως εμείς είμασταν λιάτερα, δε μας άφηνε να ζυγώσουμε στο κατσίκι. Έσκυφτε το κεφάλι με τα κέρατα της κατ’ εμάς, έτοιμη να μας κουντρήσει, κι εμείς λάκαγαμε. Χρειάστηκε να 'ρθει o ξάδερφός μου ο Τόλης, αυτός φύλαγε τα γίδια, να πάρει το κατσίκι να μας το δώκει, ένα παρδαλό κι αυτό σα σαλαμέντρα κι όμορφο, και να πάμε καταχαρούμενα με το κατσίκι στην αγκαλιά, και πίσω η Παρδαλομούτσουνη αγριεμένη, για τα κονάκια. Κι απ' τη χαρά μας όλο μαύλαγαμε ρ...ρ...ρ...ρ... γίδα μ', ρ...ρ...ρ...ρ... γίδα μ'. Έτσι μαύλαγαν τις γίδες όταν έπαιρναν το κατσίκι τους και τις πάαιναν για το μαντρί. Και στην αγκαλιά το κατσίκι. Ενώ τ' αρνιά οι τσιοπαναραίοι τάπιαναν απ’ το πισινό ποδάρι και προχώραγαν κρεμασμένα και σβαρνίζοντας τα και μαύλαγαν τις πρατίνες τπρ...τπρ...τπρ... πρατίνα μ', τις γίδες όταν τις μαύλαγαν χωρίς κατσίκι, αλλά έτσι με κάτι στο χέρι, ή και με τίποτα, τις μαύλαγαν: τσίπ, τσίπ.. Κι όταν ήθελαν να τις στομώσουν από κάπου: τσάπ, τσάπ... ή και ϊστ(ι)..ϊστ(ι). Ενώ τις πρατίνες και τις μαύλαγαν και τις στόμωναν με το τπρ... κι άλλα επιφωνήματα. Τα γίδια όταν απογένναγαν, τελείωναν όλα από γέννο, τ' αλατίζαμε. Όχι όπως το καλοκαίρι σε αλαταριές. 

Θυμώμαι ανακάτωνε η μάνα μου στη σκαφίδα αλεύρι καλαμποκίσιο, ακοσκίνιγο, με αλάτι τριμένο ψιλό και με ζεστό νερό, τόφκιανε πρόχειρο ζυμάρι. Τόβαναμε στα ταψιά και τα πάαιναμε μέσα στο γιδομάντρι και κρατάγαμε τα ταψιά στα χέρια κι έπεφταν λιμασμένα τα γίδια και τότρωγαν. Τους κάνει καλό έλεγαν, που είναι απ’ το γέννο, λεχώνες οι γίδες.

Όταν γένναγαν τα γίδια, έτρωγαμε και κολάστρα, το πρώτο γάλα μετά τη γέννα, πούναι πολύ παχύ και τόμ αρχινάει να βράζει, πήζει. Έπρεπε όμως νάχει μπόλικο γάλα η γίδα, να περισέψει απ’ το κατσίκι της. Κολάστρα γένεται κι από το πρόβειο το γάλα, αλλά τα πρότα τάταν αλάργα και το πολύ-πολύ νάτρωγαν απ' αυτά κολάστρα οι τσοναπαραίοι και μόνο με καλοχρονιά και καιρό καλόν.

Ξέχασα να πω, ότι και οι γίδες κι οι πρατίνες, όταν γένναγαν, άγλειφαν το μικρό τους και το καθάριζαν απ’ τα γκάτινα, το κολλώδες περίβλημα που έχουν τα νιογέννητα. Τάτρωγαν οι μανάδες τους αυτά τα γκάτινα.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.