Όπως είδαμε, η στάνη το χειμώνα είχε την τρανύτερη έννοια και φροντίδα στ' αρνιά. Τάριχναν στο καλύτερο λιβάδι, τους έφκιαναν τα καλύτερα μαντριά, τάστρωναν συχνά-πυκνά να κοιμώνται στη στέγνα, να μη κακοπάθουν. Τάχαν μη σταξει και μη βρέξει. Να τα πουλήσουν γλήγορα, να τσαγκαδευτούν τα πρότα, γιατί τσαγκάδια (χωρίς αρνιά να τα βυζαίνουν) αντέχουν περσότερο, να προλάβουν μην πάρει κάνα βαρυχείμωνο, μη σωθεί το λιβάδι, να γλυτώσουν τις ταές και να μαξουλέψουν.

Εκείνα τα χρόνια η κατανάλωση στο κρέας ήταν περιορισμένη κι η αγορά ήταν αυτό που λέμε «στενή», οι συναλλαγές περιορισμένες, το χρήμα λιγοστό, η οικονομία φυσική. Τώρα οι έμποροι, καθώς έχουν καλυτερέψει πολύ κι οι συγκοινωνίες, τρέχουν ως το τελευταίο καλύβι για να πάρουν ακόμα κι ένα αρνί ή άλλο σφαχτό.
Τότε όμως δεν ήταν έτσι. Μόλις γένονταν τ' αρνιά για πούλημα, έπρεπε οι τσελιγκάδες να κινήσουν να παν οι ίδιοι, να φέρουν χασάπη, να τα δώκουν. Δεν έρχονταν ο χασάπης γυρεύοντας, πάαιναν οι ίδιοι. Τ’ αρνιά δεν πουλιώνταν σφαμένα, με το ζύγι. Πουλιώνταν κουτ(ου)ρού, με το κομμάτι, τόσο τόνα. Έρχονταν, που λέτε, οι χασάπηδες, τάβαναν στο μαντρί, έπιαναν ένα, δυό, τρία, πέντε, δέκα και περσότερα, τα καπούλιαζαν (τάπιαναν στη ράχη, στα καπούλια τους, να δουν τι κρέας έχουν), τα ξετίμαγαν, τα ζύ(γ)ιαζαν με το χέρι, κι αρχίναγε το παζάρεμα. «Έχεις διακόσια», έλεγε ο χασάπης, «παίρνω τα εκατόν πενήντα με τόσο». «Όχι» απάνταγε ο τσέλιγκας, «τα εκατόν ογδόντα και με τόσο». «Καί πόσες χωρ(ι)σιές θα τα κάμ'ς»; Δηλαδή σε πόσες δόσεις θα τα παραδώσουμε να τα σφάξεις. Ο τσέλιγκας παζάρευε κι όλοι οι τσιοπαναραίοι παραστέκονταν μαζωμένοι με τις κάπες τους κι ακουμπισμένοι στις κλίτσες τους, έλεγαν κι αυτοί κάναν λόγο να σιγοντάρουν τον τσέλιγκα, ιδίως οι γεροντώτεροι. Κι αυτή η δουλειά κράτηγε ώρες, και μέρα ολόκληρη κανιά βολά. Όλα τα τερτίπια τα μεταχειρίζονταν και τόνα μέρος και τ’ άλλο. Οι χασάπηδες έπιαναν τ' άλογά τους -με άλογα έρχονταν- κι έκαναν πως καβαλλικεύουν να φύγουν, απογοητεμένοι τάχα, οι Βλάχοι έλεγαν: «Δε γένιτι τίπουτα» κι άλλα τέτοια. Ύπαρχαν χασάπηδες ξακουστοί για τη σφιχτάδα και την παζαρευτική τους ικανότητα, που πάντα γέλαγαν τους Σαρακατσιαναίους, και δω που τα λέμε αυτό γένονταν τις περσότερες βολές. Αλλά και τσελιγκάδες, σπανιώτερο αυτό, που γέλαγαν τους χασάπηδες. Τέτοιος μολόγαγαν ήταν ο γέρο Αλέξαντρο Ακρίβος. Μώλεγε ο πατέρας μου ότι απ’ αυτόν ποτέ χασάπης, που πήρε τ' αρνιά του δεν κέρδισε, ολοένα έχαναν.
«Ωρέ τήρα το τι βρακί έχ(ει)», έκανε ο Βλάχος, πιάνοντας τ' αρνί ανάμεσα στα λιμπά του και την ουρά του, που όταν τ' αρνί, μόνο το σερκό όμως, είναι παχύ κι έχει έναν κόμπο λίπος και λένε ότι έχει «βρακί», «είναι βρακωμένο». Για το θηλυκό, όταν είναι παχύ, λένε ότι έχει μαστάρι, δηλαδή είναι φουσκωμένο το μαστάρι του απ’ το πάχος. Τις αρνάδες τις κοιτάνε και στην ουρά, να μην είναι «κομπολόϊ», δηλαδή κόκκαλα χωρίς κρέας. «Μαλλιά είναι καημένε» απάνταγε ο χασάπης, θέλοντας να πει πως όλο το μπούγιο τ' αρνιού είναι το μαλλί του. Τέλος, άμα συμφώναγαν πόσα θα πάρει απ’ το σύνολο, σε πόσες χωρισιές και με πόσο τόνα, στέκονταν στη ρούγα του μαντριού ο χασάπης, έπιαναν οι Βλάχοι τ' αρνιά από ένα-ένα, του τάδωναν στα χέρια, τα τήραγε αυτός κιάμα του έκαναν, τα σημάδευε με ειδικό εργαλείο σαν πένσα, τσιάκα μου φαίνεται τόλεγαν. Τα ξεσμέτιζε, τα ξεσκάρτιζε που λέμε, έκανε επιλογή δηλαδή ο χασάπης, άφινε τα ζ'μέτια, τ' αδύνατα. Όμως μέσα στα όρια τής συμφωνίας, δηλαδή δε μπόρ(ε)γε ν' αφίκει περσότερα απ' όσα είχαν συμφωνήσει, έπρεπε να διαλέξει και να πάρει όσα είχαν συμφωνήσει. Εκεί γενιώνταν και μικροδιαφορές για κάνα αρνί που οι Βλάχοι, κι ιδιαίτερα εκεινού που ήταν, θεώραγαν άδικη την απόρριψή του απ’ τον χασάπη. Τέλος τελείωνε κι αυτή η δουλειά κι ο χασάπης όπως πέρναγε τ' αρνιά απ’ τα χέρια του, το καλύτερο τόδωνε σε κάποιον να το κρατήσει. Τόψεναν το βράδυ στα κονάκια για τον χασάπη.
Η συμφωνία όριζε, όπως είπαμε, και πόσες χωρισιές θα γένονταν, δηλαδή πόσες τμηματικές παραδόσεις και πού, τις περσότερες βολές σε κάποιο κοντινό κεφαλοχώρι ή πολιτεία, όπου και θα σφάζονταν. Εμείς τα παράδωναμε, θυμώμαι, στην Αχέλω (Αγχίαλο), ή στον Αρμυρό. Κανιά βολά και στο Βόλο. Όλα αυτά κανονίζονταν απ’ τις ανάγκες του χασάπη. Ήταν ακριβοί τότε οι χασάπηδες. Θυμώμαι νιά χρονιά ξεκίν(η)σαμε για τα βνά και τ' αρνιά τάχαμε απούλητα. Είχαν γένει κριαρόπουλα, τάχαμε αποκομμένα και τα φύλαγε ο μπάρμπα Μητράκος ο Αραπίτσας.
Αν διάβαζες γράμμα πώστελναν το χειμώνα οι Βλάχοι ο ένας στον άλλον, το πρώτο πράμα που θάγλεπες ήταν να ρωτάν, ή να λέν, αν πούλησαν αρνιά και πόσο τα πούλησαν.
Όσο για τα κατσίκια, αυτά, όπως καθένας αχώρια κουμαντάριζε τα γίδια του, έτσι αχώρια πούλαγε και τα κατσίκια του. Και σε τιμή μικρότερη απ’ ό,τι τ' αρνιά. Δεν ήταν όπως τώρα που ο κόσμος αποφεύγει τ' αρνιά επειδή έχουν λίπος πολύ, ενώ τα κατσίκια έχουν λίγο. Τότε το λίπος ήταν λιγοστό και στα πράματα και στους ανθρώπους. Όμως τις περσότερες βολές ένας χασάπης έρχονταν στα κονάκια για τα κατσίκια και σ' αυτόν τάδωναν όλοι και στην ίδια τιμή.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.