Η πιο τρανή πληγή και το τρανύτερο βάσανο για το Σαρακατσιάνο ήταν, χειμώνα-καλοκαίρι, Άνοιξη-Χινόπωρο κι ιδίως το χειμώνα και την Άνοιξη, οι αγροζημίες, οι "αγριοζημιές" όπως τις έλεγαν, Κι οι δραγάτες, οι αγροφύλακες (αγριοφύλακες τους έλεγαν). Ο Σαρακατσιάνος όλο τον κόσμο τον βλέπει ανάμεσα απ’ το στομάχι απ’ τα πράματα τ'. Βόσκουν καλά αυτά, ούλα καλά είναι. Δε βόσκουν καλά, ούλα μαύρα κι άραχλα είναι. Τα πρότα έχουν γαϊδουρινό πρόσωπο, έλεγαν οι Σαρακατσιαναίοι, εννοώντας ότι απ’ την ανάγκη σου να τα βοσκήσεις καλά, σε κάνουν μασκαρά, σε ντροπιάζουν.

Όχι αλάργα απ’ τα κονάκια μας υπήρχαν χωράφια σπαρμένα, ξένα, τ' χωριού, γιατί εμείς τότε δεν είχαμε σπαρμουδιά. Και θυμώμαι έναν δραγάτη, το λάη-Μήτρα. Τ' όνομά του ήταν Μήτρος Μελίσσης και παιδιά κι αγγόνια του ζουν τώρα στο χωριό, αν δεν έχουν φύγει για καμιά πόλη. Όμως ήταν αρβαντόβλαχος (Βλάχοι που μιλάνε βλάχικα και ξεκαλοκαίριαζαν κάποτε στην Αρβανιτιά) κι αυτοί λένε πολύ το λάη (μαύρος), κι επειδή ήταν μαύρος, τον έλεγαν λάη-Μήτρο, λάη-Μήτρα και τη γριά του, υστερότερα που τη γνώρισα όταν κατοίκεψαμε μέσα στο χωριό, λάη-Μήτραινα την έλεγαμε και τα παιδιά της λάη-Μητράκια τάλεγαμε. Αυτός ο μπάρμπα Λάη-Μήτρας ήταν ψηλός, ξερακιανός, μαύρος σαν καψαλισμένος ξέρακας, με μαύρα σεγκούνια και φουστανέλες, κι ήταν αγροφύλακας τ' χωριού, δραγάτης. Όμως δραγάτες και Σαρακατσιαναίοι ήταν, όπως είπαμε, σαν το σκύλο με τη γάτα. Ο Σαρακατσιάνος θέλει να βοσκήσει τα πρότα και δε λογαριάζει τίποτα άλλο, κι ο δραγάτης να φυλάξει τα σπαρτά. Κι έτσι βρίσκονται πάντα σε μάχη. Πολλές βολές μπαίνει ανάμεσα το γάλα, το τυρί, το μαλλί κι η ξαγορά και βόσκουν και τα πράματα και τα σπαρτά φυλαμένα βγαίνουν, με μόνον ζημιωμένον τον καημένο το χωριάτη. Αλλά όσο νάναι δε μπορεί να γένεται ολοένα αυτό. Πολλές βολές τα πράματα μας έκαναν ζημιές στα χωράφια εκεί κοντά στα κονάκια, έρχονταν ο Λάη-Μήτρας, έβλεπε τις ζημιές και χούϊαζε και διαμαρτύρονταν ποιος έκαμε τη ζημιά. Κι όπως μίλαγε τα ελληνικά πολύ σπασμένα, θυμώμαι κάτι λιανοκόριτσα δικά μας, που περιγελώντας τον γι' αυτό, του χούϊαζαν: "Έ μπάρμπα Λάη-Μήτρα, τα σ'ταρια τάφαγαν κάτι λύκοι μι δυο πουδάρια" Από άλλη βολά πάλι, έχω μπροστά μου τούτη τη σκηνή: Είχαν πάει κάτι άλογα της στάνης μέσ' στα χωράφια, έφτασε ο Λάη-Μήτρας, τάβγαλε απ’ το χωράφι και τα μάζωνε να τα πάει στο χωριό, να τα ξαγοράσει, να πάρει πεδοκόπι, σύλληπτρα δηλαδή. Όμως σαν αδρομάμε εμείς τα λιανοπαίδια από μπροστά, στομώνουμε τ' άλογα, τα βαρούμε, τα προγκάμε, λακάν, χάνονται απ’ τα μάτια του Λάη-Μήτρα, χουϊάζει, φοβερίζει αυτός με την κλιτσάρα του, τρέχει να μας πιάσει, αλλά ποιόν και τι να πιάσει, πιάνονται οι διάολοι; Αυτός χούϊαζε και μας κυνήγαγε και μείς λάκαγαμε και τον αναγέλαγαμε. Τα Σαρακατσιανόπουλα απ’ την ίδια τη ζωή πώκαναν, σα να τούχαν στο αίμα τους, είχαν μέσα τους, από γεννησιμιού τους την τάση για αρπαγή και βία.

Ας πάμε και σ' ένα άλλο περιστατικό, πιό χαραχτηριστικό για το που μπορεί να σε φτάσει το νταμάχι, να βοσκήσεις τα πράματα. Ήταν Άνοιξη, στη Νταουτζιά, γύρω στα 1935-36, δε θυμάμαι ακριβώς. Ήμαν φοιτητής, αλλά βρίσκομαν στο χωριό. Λίγα πρότα είχαμε πιά, το τσελιγκάτο είχε διαλυθεί και δεν είχαμε κοπάδι ξεχωριστό για ν' αποκόψουμε τις αρνάδες. Κανόνισε με κάποιον γείτονα Σαρακατσιάνο ο πατέρας μου, να τις πάμε στα πρότα του ν' αποκοπούν. Και τα πήραμε μια μέρα τ' αρνιά ο πατέρας μου κι εγώ και τα πάαιναμε για κει, στο Μπίσδα ή στον Τσινή, αν θυμάμαι, στο Καρανταναλί. Περνάγαμε τη στράτα κάτω απ’ το προσφυγικό χωριό Καρανταναλί (σήμερα Άνω Μαυρόλοφος). Από δω κι από κει σπαρτά. Σε νιά μεριά όμως δίπλα απ' τη στράτα, μέσα στο σπαρτό, ήταν μια πατουλιά πουρνάρι, νιά χεσιά τόπος που λέν, καψαλισμένο όμως, κι όπως ήταν Άνοιξη κι αβόσκητο, ήταν χωμένο από λαχταριστό χορτάρι. Ο πατέρας μου μόλις το είδε, ντε και καλά να βάλουμε τ' αρνιά εκεί μέσα, "να πάρουν νια χαψιά", όπως έλεγε. Όμως για να τα βάλουμε εκεί μέσα, έπρεπε να τα περάσουμε από μέσα απ’ το σπαρτό, βρώμη ήταν θυμώμαι. Στα χαμένα πάσκισα να τον πείσω ότι αυτό δεν ήταν σωστό, κι ότι θάρθει ο νοικοκύρης του σπαρτού να μας κάμει πέντε παράδες. Αλύγιστος αυτός, ώσπου τάβαλε. Όμως εκεί πώβοσκαν, τα είδε και να σου κι έφτασε ο νοικοκύρης του χωραφιού, ένας πρόσφυγας κι έμπηξε τις φωνές. Το τι μας λάλησε, δε λέγεται. "Αν δεν ήσουν εσύ" του λέει του πατέρα μου, "δεν ξέρω κι εγώ τι θάκανα". Είμασταν, βλέπεις, γνωστοί και γειτόνοι και ντρέπονταν ο άνθρωπος. Όμως παρ' όλα αυτά δεν εννοούσε να μας αφήσει να τα βγάλουμε στη στράτα πάλι περπατώντας τα από μέσα απ’ το σπαρτό. Και θέλοντας και μη, αναγκαστήκαμε να τα βγάλουμε τα περσότερα κουβαλώντας τα στην αγκαλιά από ένα-ένα. Και είχα καταστεναχωρεθεί απ' τη ντροπή, αλλά και μώρχονταν και γέλια με το πάθημα μας. Του τόλεγα μετά του πατέρα μου ολοένα αυτό, άμα έρχονταν η κουβέντα, κι αυτός ατάραχος, χαμογέλαγε και μ' απάνταγε: "Τα πρότα έχουν γαϊδουρ(ι)νό πρόσουπου πιδί μ' ".

Για να πούμε όμως κι όλη την αλήθεια, πρέπει να πούμε και τούτο. Εκείνα τα χρόνια, τουλάχιστο στη Θεσσαλία που ξέρω, αλλά σίγουρα και παντού, οι αγροφύλακες ήταν πληγή αγιάτρευτη. Τα πάντα μεταχειρίζονταν για να τζερεμετίσουν τον κτηνοτρόφο, να βγάλουν έστω και μια δραχμή, που λεν. Και πολλοί τους ήταν άνθρωποι του σκοινιού και του παλουκιού. Θυμώμαι μολόγαγαν στα κονάκια ότι κι ένας εισαγγελέας ακόμα σε μια δίκη τους στηλίτεψε και τους χαραχτήρισε "πληγή αγιάτρευτη".

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.