Πολύ παλιά οι Σαρακατσιαναίοι δεν ήξεραν απο ταές. Το βιό τους έζηγε με το χορτάρι πώβοσκε. Κι όταν λέμε πολύ παλιά, εννοούμε ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, περίπου. Ως τότε το βιό τους κρέμονταν απ’ το Θεό, δηλαδή απ’ τον καιρό και το χορτάρι πώβγανε ο τόπος. Γι’ αυτό, άμα τύχαινε κανιά λειψοχρονιά κι έπαιρνε μάλιστα και κάνα βαρυχείμωνο, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να χαθούν, να ψοφήσουν όλα τα πράματα και «να μείνει την άνοιξη ο Σαρακατσιάνος με την κλίτσα», πώλεγαν. «Τάχασι φέτους ου τάδι», έλεγαν, «απόμ'κι μι τ(η)ν κλίτσα».

Μολόγαγε ο πατέρας μου για τον πατέρα του, τον παπούλη μου το γέρο Γιαννάκη, ξεχείμαζε νιά χρονιά στο Καραξίνι, στη Λειβαδιά, ήταν μεγάλη λείψα, έπεσε χιόνι πολύ, τάχαν στα μαντριά κλεισμένα τα πρότα μέρες νηστικά, βέλαζαν. Κάποτε αναπήρε λίγο ο καιρός, τ' άνοιξαν, κι όπως μπροστα σ' ένα μαντρί ήταν ξερά, τρανά αγκάθια απ' το Καλοκαίρι, μπήδησαν τα πρότα σα στραβά στ' αγκάθι, έφαγαν, ήταν παγωμένο μέσα στο μεδούλι του τ' αγκάθι, τάκοψε, ψόφησε όλο το κοπάδι, έμεινε ο γέρο Γιαννάκης σχεδόν με την κλίτσα. Ήταν όμως διαολεμένος άνθρωπος, κι όπως μώλεγε το 1978 ο ξάδερφος μου Κώστας Μποτός, μόλις τα είδε ψόφια, παράγγειλε και τώφεραν ένα μπουκάλι ρακή, έβγαλε τη φλοκάτα του και κει απάνω στο χιόνι, πίνοντας και ρακή για να ζεσταίνεται, τάγδαρε όλα τα ψόφια. Είχαν τιμή τα τομάρια και με τα λεπτά πώπιασε απ' τα τομάρια, ίσως και με υπόλοιπα δικά του, πήγε το καταχείμωνο στα βουνά κι αγόρασε κι έφερε ένα μπακατσάκ(ι) πρότα.

Τέτοιες καταστροφές τις πάθαιναν συχνά εκείνα τα χρόνια οι Σαρακατσιαναίοι. Να κι ένα τραγούδι σχετικό, όπως μου τόπε το 1961 ο Κώστας Καρακαντάς απ' την Καλαμπάκα. Είναι της τάβλας και μούπε ότι τραγουδιώται στην περιοχή της Καλαμπάκας:

Ανάθεμα σε Παχνιστή, Γεννάρη και Φλεβάρη
και συ βρε Μάρτη αντέμαχε, βρε Μάρτη αφορισμένε, 

αχ Σαρακατσιάνε μου, 
μου ψόφησες τα πρόβατα, μου ψόφησες τα γίδια,
μου ψόφησες και τ' άλογα, φοράδες με πουλάρια, 

αχ Σαρακατσιάνε μου,
μου σκόρπισες και τα παιδιά, ούλα μέσ' στα σουκάκια
και γω ο πατέρας τους κοντά, όλο παρακαλώντας, 

αχ Σαρακατσιάνε μου,
γυρνάτε πίσω, βρε παιδιά, στα έρμα τα κονάκια,
εφτά χιλιάδες ψόφησαν και δεκαοχτώ σας παίρνω, 

αχ Σαρακατσιάνε μου.

Παραλλαγή του τραγουδιού άκουσα κι απ' το Σαρακατσιάνο τραγουδιστή Νάκα, που έζησε στη στάνη:

Πανάθεμά σε Παχνιστή,
Σαρακατσιάνα μου,
Γεννάρη και Φλεβάρη

και συ βρε Μάρτη αντίμαχε,
Σαρακατσιάνα μου,
που φέρνεις τους αέρες, 

μας φόφησες τα πρόβατα,
Σαρακατσιάνα μου,
μας ψόφησες τα γίδια 

και τα παιδιά μας φύγανε...

Η πρώτη παραλλαγή φαίνεται νάναι παλιότερη και σωστότερη. Πάντως το τραγούδι είναι απόηχος της καταστροφής κάποιου τσέλιγκα, που ψόφησαν τα πρότα του απ’ το κακοχείμωνο. Όμως ταυτόχρονα δείχνει και τη νοοτροπία του Σαρακατσιάνου, το φρόνημα του, που θέλει να γυρίσουν πίσω τα παιδιά του στη στάνη και τα κονάκια, να μη γυρνάν στα σοκάκια, θεωρεί τη ζωή της στάνης την καλύτερη. και φαίνεται έτσι ήταν τότε, στα παλιά τα χρόνια, ίσως της τουρκοκρατίας, που οι νομάδες κτηνοτρόφοι ήταν οι πιο λεύτεροι απ' τους άλλους ραγιάδες κι ίσως και οικονομικά σε πιό καλή μοίρα.

Να και μιά τρίτη παραλλαγή του τραγουδιού, όπως δημοσιεύθηκε στη μηνιάτικη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Ήχώ των Σαρακατσάνων» φύλλο 13-14/1979:

θα σε ρωτήσω ξάδερφε και να μου πεις ν' αλήθεια
φέτος σιαπού ξεχείμασες, το φετεινό χειμώνα,
πούχε τα χιόνια τα βαρειά, τα κρούσταλα μεγάλα.
Στον Αλμυρό ξεχείμασα, στον άνυδρον τον τόπο
τα πρόβατα τα χάσαμε, τα γίδια κινδυνεύουν
και τα παιδιά μας φύγανε και πήγαν με τούς κλέφτες,
τρανό, βλάμη μ', κακό που πάθαμε....

Η παραλλαγή αυτή, έκτος από δυο λέξεις: «Αλμυρό», που σίγουρα ήταν « Αρμυρό» και «κινδυνεύουν», που σίγουρα ήταν «κιντυνεύουν» ή πιό σωστα «κιντύνεψαν», δείχνει κι ένα άλλο: Την ευκολία με την οποία οι Σαρακατσιαναίοι το γύρναγαν στό κλέφτικο.

Ότι πάθαινε καταστροφές η κτηνοτροφία εκείνα τα χρόνια το αναφέρουν και ιστορικοί. Ο Κορδάτος στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, τόμος Γ', Αθήνα 1957, σελ. 539 γράφει ότι ό χειμώνας του 1850 ήταν πολύ βαρύς και ψόφησαν χιλιάδες γιδοπρόβατα.

Απ’ τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και δώθε αρχίνησαν ν' αγοράζουν τροφές, ταές και να τα ταΐζουν, άμα δεν είχε χορτάρι, ή άμα έριχνε πολύ χιόνι και δε μπόρεγαν να βοσκήσουν. Έπαιρναν καλαμπόκι, τάκοβε τσίρλα μ' αυτό, αλλά κατέβαζαν γάλα, κριθάρι που τάσφιγγε, τα δυνάμωνε, βαμπακόσπορο, βαμπακόπιτα, καρούμπα (χαρούπια). Θυμώμαι παλιότερα δεν είχαν ούτε κοπάνες, τις έλεγαν περσότερο κορίτες, έριχναν τις ταές καταής, σωρούς-σωρούς και σκοτώνονταν τα πρότα ποιο να πρωτοφτάσει να φάει, όπως τ' απόλαγαν απ’ το μαντρί. Άμα τα τάιζαν καρούμπα, τα συναγωνιζόμασταν και μεις τα λιανοπαίδια στο φαΐ. Ήταν γλυκές οι καρούμπες.

Θυμώμαι και τούτο. Άμα έριχνε χιόνι, οι τσιοπαναραίοι κύλαγαν μπάλες χιόνι, για να ξεχιονίζεται ο τόπος, να βόσκουν τα πρότα. Και μεις τα λιανοπαίδια την έκαναμε αυτή τη δουλειά και για να παίξουμε. Πάντως όταν έπεφτε χιόνι, κατσούφιαζε όλη η στάνη, γιατί συναιστανόνταν τον κίντυνο για τα πράματα.

Άμα τα κατάφερναν να βγάλουν το χειμώνα χωρίς να ταΐσουν, ήταν νιά χαρά. Γιατί για τις ταές έπρεπε να χρεωθούν, τις περσότερες βολές, στο γαλατά. Γι' αυτό το χινόπωρο πώφταναν απ’ τα β'νά, άμα εύρισκαν τον τόπο καλοχορταριασμένον, αναγάλιαζε η καρδιά τους. Τα καλύτερα χορτάρια στα χειμαδιά είναι το αγριοτρέφυλλο, το σ(ι)ταροχόρτι, η λαψάνα, τα λάπατα. Είναι πρατόχορτα αυτά και γαλαροχόρταρα, βγάνουν γάλα.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.