Σώθηκε η στράτα η χινοπωριάτικη, έφτασαμε στον προορισμό μας, στα χειμαδιά, στο λιβάδι μας. Το καραβάνι, όπως έρχεται, σταματάει μπροστά στα κονάκια, ανακατώνεται. Όσοι ξεχείμαζαν και πέρσι εδώ, έχουν καλύβια, παν και ξεφορτώνουν μπροστά στα καλύβια τους. Όσοι δεν ήταν εδώ πέρσι, ή πάν σε κάνα καλύβι που ο περσινός νοικοκύρης του δεν ήρθε φέτος, ή αν δεν υπάρχει τέτοιο καλύβι, διαλέν κι αυτοί έναν καλυβότοπο κοντά στ’ άλλα καλύβια, για να φκιάσουν καινούριο και κει ξεφορτώνουν. Τους βοηθάν να διαλέξουν τόπο κι οι παλιοί, πούταν και πέρσι εδώ και ξέρουν.
Οι άντρες τηράν τον τόπο, πως είναι από χορτάρια. Οι γ'ναίκες τα καλύβια π’ θα μάσουν το νοικοκυριό τους. Τα καλύβια είναι κατάξερα, φρυγανιασμένα απ’ το καλοκαίρι, παλιωμένα και λίγο βαϊασμένα. Ο τόπος καταχορταριασμένος και μόλις ξεφορτώνουμε κι αρχινάει εκεί γυροβολιά το πέρα-δώθε απ’ τον κόσμο, γένονται μεσ' στα χορτάρια ντίρες και μονοπάτια. και τα λιανοπαίδια και τα σκυλιά ακόμα, τρέχουν πέρα-δώθε και κυλιώνται στα χορτάρια ξεφωνίζοντας χαρούμενα. Τύχαινε όμως κανιά βολά, που δεν είχε βρέξει, ή είχε βρέξει πολύ πρώιμα κι ύστερα έκαμε ξέρα κι είχε «απορρίξει ο τόπος», όπως έλεγαν οι Βλάχοι, κι ήταν να σε παίρνει το κλάμα, μαύρος, ξεχαρχαλιασμένος κι άχαρος, να τον χλίβεσαι. Η γης σκασμένη απ' την ξέρα, χωρίς ούτε ένα χορταρόφυλλο. Τήραγαν οι Βλάχοι και σκοτείνιαζε το μάτι τους απ' την απελπισία. «Άει θα τα χάσουμι φέτους, ούτι πουδάρ(ι) δε θα μείν(ει), ούτι γκάτινου δε θα βιλάξ(ει)» έλεγαν κι αναστέναζαν.
Οι πρώτες δουλειές.
Καλά, αχαμνά, όμως ο καιρός και οι δουλειές δεν καρτέρεγαν. Έπρεπε να γένουν τα καλύβια ή να μπαλωθούν τα παλιά. Να γκεζερίσουν οι άντρες το λιβάδι, να το ιδούν όλο πως είναι από χορτάρι, να σκεφτούν πως θα «φκιάσουν» τα πράματα, και πώς θα τα «ρίξουν», δηλαδή που κι από πόσα θα τοποθετήσουν. Πού τα γαλάρια, πού τα στέρφα, πού τα ζυγούρια και και να φκιάσουν τα μαντριά πριν τους πάρει ο γέννος κι ο Χειμώνας. Ανασκουμπώνονται πριν πάρουν καλά-καλά ανάσα απ' τη στράτα. Κι αρχινάν απ’ τα καλύβια για να βάλουν μέσα τις φαμελιές τους.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"