Είπαμε ότι το γάλα γένονταν πολύ, άμα αποκόβονταν κι οι αρνάδες. Κι αποκόβονταν τον Απρίλη. Τότε έρχονταν για τα καλά η Άνοιξη κι έβγανε κι ο τόπος πολλά και καλά χορτάρια. Γιατί τ' αρνί θέλει ψιλά, τρυφερά χορτάρια. Θυμώμαι που μώλεγε (τότε, εκείνα τα χρόνια) ο πατέρας μου, ότι τ' αρνιά τρών’ πολύ το μπλιατσ(ι)κάρι. τι χορτάρι όμως είναι, δε θυμώμαι καλά, ένα ψιλούτσικο μου φαίνεται που ορθώνεται απ' τη γης σαν πράσινο συρματάκι. και το κουκοστάφυλλο το τρών’ πολύ τ' αρνιά. Είναι ένα χορταράκι σα μικρό τσαμπί σταφύλι, μπλέ βαθύ σκούρο, που βγαίνει στις καλαμιές επί το πλείστον.
Τις αρνάδες μόλις αποκόβονταν τις περιλάβαινε και τις φύλαγε κάνας γέροντας πολύξερος, π'τήδειος και με σύντροφο κάναν νιώτερο νάχει ποδάρια, γιατί τ' αρνιά περπατούν πολύ.
Με τον αποκομμό οι γαλαροκοπές πώρχονταν στα κονάκια, στο γαλατάτικο, κι αρμέονταν αυγή και βράδυ (αργά το δειλινό), γένονταν πολλές. Κι ήταν θεού χαρά, όπως έρχονταν από ένα-ένα τα κοπάδια και πέρναγαν στη στρούγκα κι αρμέονταν. Μαζώνονταν όλοι οι άντρες για τ' άρμεμα, κουβέντιαζαν, συζήτηγαν, λακάρντιζαν, φασάριζαν, τσιακατίζονταν. Και μεις τα λιανοπαίδια αδρόμαγαμε ούλα να βαρέσουμε στη στρούγκα από πίσω και κάνα-δυό, τα πιό τρανά, μέσα να κενταν με τις κλίτσες τα πρότα από ένα-ένα να περνάν στο μπροστοστρούγκι. Εγώ δεν είχα και τόσο ζήλο για κάτι τέτοια, αντίθετα απ’ τον αδερφό μ' το Γιώργο πούταν πολύ πρόθυμος και ορεξάτος για τα πράματα. Εγώ ανέβαινα καβάλλα στα πρότα ή στα κριάρια κι όλο με μάλωναν. Αλλά εμένα μ' άρεθαν να φκιάνω καρότσια, μύλους σε κανιά βρύση, να πλιατσιανάω στα νερά. Μ' έγλεπε ο μπάρμπα Κολιός κι έλεγε του πατέρα μου: «Άλέξαντρι, αυτό τού παιδί δε μοιάζ(ει) ιά βλάχους, μυλουνάς θα γέν(ει)». Μόλις τελείωνε τ' άρμεμα, κι όπως ήταν τα καρδάρια γιομάτα ζεστό, αφριστό γάλα, μας έλεγαν οι αρμεχταδες να πιούμε απ’ τα καρδάρια. Έπιναν κι αυτοί. Έπιναμε και παραφύλαγαμαν ένα τ' άλλο, την ώρα πούταν σκυμένο στο καρδάρι, να του ζουπίσουμε το κεφάλι μεσ' στο γάλα. Μας τόκαναν κι οι τρανοί αυτό και γέλαγαν με τ' ασπρισμένα απ’ το γάλα μούτρα μας.
Τελείωνε τ' άρμεμα κι όσο ν' αλαργέψουν τα κοπάδια, μαζώνονταν πάλι τσιοπαναραίοι κι αποδότες, λόρθοι, ακουμπισμένοι στις κλίτσες τους και συζήταγαν για τη χρονιά, για τα χορτάρια, το μαξούλι και το πούλημα. και στο μεταξύ οι τσιοπαναραίοι έβραζαν και το γάλα τους να φαν. Τους έβγαναν μισή οκά τον έναν, δικαιωματικά.
Και τα κατσίκια τον Απρίλη τ' απόκοβαν, αλλά έπρεπε πρώτα να βαρέσει καλά το κλαρί, να βαρέσει το ροϊδάμι, δηλαδή να βγάλουν τα πουρνάρια, τα φυλίκια, οι γκορτζιές και τ' άλλα κλαριά καινούργια, τρυφερά βλασταρια. Αλλά και πρίν τ' αποκόψουν, τους κρέμαγαν μέσα στο μαντρί βάντες καλό φυλίκι και πουρνάρι κι έτρωγαν. Για τα κατσίκια όμως δεν έβαναν τσιοπάνο. Τα φύλαγαν τα λιανοκόριτσα, όπως είπαμε. Από κάθε κονάκι πούχε γίδια πάαινε κι ένα κοριτσάκι με τα κατσίκια του, τάσμιγαν ούλα αντάμα και τα πάαιναν για βοσκή, όχι και πολύ αλάργα απ’ τα κονάκια και προτίμαγαν τις καψάλες. Το βράδυ σα γύρναγαν, τα κατσίκια ξεχώριζαν μαναχά τους και πάαινε το καθένα στο μαντρί του. Θυμώμαι πάαιναμε και μεις τα λιανοπαίδια με τα κορίτσια. και τα κορίτσια για να περνάν και την ώρα τους, μέσα στην ανοιξιάτικη μέρα πούταν τρανή, έπαιζαν τα πεντόβολα, έπλεγαν, τραγούδαγαν, έλεγαν απεικαστά, χόρευαν, πειράζονταν.
Θα σας πω πως παίζονταν τα πεντόβολα, όπως μου τόπε η αδερφή μου η Κατίνα, που το θυμώνταν: Τα πεντόβολα, το λέει και τ' όνομα, είναι πέντε μικρά στρογγυλά πετραδάκια. Τα τέσσερα κάτω και η μάνα στο δεξί χέρι. Το κορίτσι που έπαιζε τάπιανε, πετώντας τη μάνα απάνω, πρώτα από ένα-ένα, πιάνοντας όμως ταυτόχρονα και τη μάνα πούχε πετάξει απάνω. Ύστερα από δυό-δυό. Ύστερα ούλα ανταμα. Ύστερα τα πέρναγε από ένα-ένα, πάντα πετώντας και τη μάνα απάνω και ματαπιάνοντας την με το πεντόβολα αντάμα, στην καμάρα του ζερβιού της χεριού. Δηλαδή ακούμπαγε το δείχτη και τον αντίχειρα στο χώμα κι έφκιανε καμάρα. Ύστερα τα ματαπέρναγε από ένα-ένα, ανάμεσα όμως απ’ τα δάχτυλα, που τάμπηχνε διχάλα στο χώμα. Κι ύστερα τα μέραζε στα δυό' πλόχερα, δηλαδή στα δυό της χέρια, έκρυφτε τα χέρια της πίσω και ρώταγε: «πόσα στόνα πόσα στ’ άλλο;» Αυτό το τελευταίο τόλεγαν «λύκο». Κι άμα τα πέρναγε όλα αυτά τα στάδια, χωρίς να καεί, έλεγαν ότι έκαμε μίνια «λούφα». Άμα όμως καίονταν έπαιρνε άλλη αράδα. και κείνη που καίονταν, όταν ματάρχονταν η αράδα της, αρχίναγε από κει πούχε καεί.
Τα πεντόβολα ήταν κοριτσίστικο παιγνίδι. Εμείς τα παιδιά δεν το παίζαμε, έπαιζαμε άλλα παιγνίδια: Το κρυφτούλι, την τσιλίκα, τους κλέφτες και στρατιώτες, τα σκαμνάκια. Αυτό το τελευταίο παίζονταν έτσι: Έμπαιναμε στην αράδα όλα σκυμένα κι ο τελευταίος, όπως είμασταν αραδιασμένα, μας πήδαγε με τη σειρά κι έλεγε: «Στα ένα μας στα δυό μας, στα τρία-τεσσερά μας, στα πέντε-εξη-έφτα μας, στα όχτώ-έννιά-δεκούλια μας, τρύπ'σαν.τα σακούλια μας, χύθ'κι η φασουλάδα μας, αχιλώνα μι του γκέμ(ι), μπάκακας μι του καπίστρ(ι)». Πάρα κάτω, όταν θα πάμε στα β’νά, που θα ‘χουμε κι άδεια, θα πούμε και για τ' άλλα τα παιγνίδια πώπαιζαμε.
Απο το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"