Οι Σαρακατσιαναίοι τα καλύβια τα λεν και κονάκια. Κι ενώ με τη λέξη καλύβι και καλύβα εννοούν τη στέγη τους, την κατοικία (και περσότερο με τη λέξη καλύβι, γιατί με τη λέξη καλύβα εννοούν περσότερο ένα μικρότερο καλύβι που βάνουν μέσα «σέϊα», πράματα, ή κάνα ζώο και μόνο την καλύβα στο μαντρί την εννοούν σαν στέγη του τσομπάνου), με τη λέξη κονάκι και κονάκια εννοούν πολλά πράματα. Κονάκια λένε τα καλύβια, όλα τα καλύβια, τον «οικισμό» που μένει η στάνη. Δηλαδή τα κονάκια εδώ έχουν την έννοια του χωριού. Όπως θάλεγε ένας τσιοπάνος χωριάτης «σήμερα θα πάω στο χωριό ν’ αλλάξω ή να πάρω ψωμί», έτσι θάλεγε κι ο βλάχος, «σήμερα θα πάω στα κονάκια ν’ αλλάξω ή να πάρω ψωμί». Χωριό του ο σκηνίτης έχει τα κονάκια του.

Όταν όμως λέει κονάκι ο Βλάχος, ο Σαρακατσιάνος κι η Σαρακατσιάνα, εννοούν και το νοικοκυριό, το συγύριο. Και κανιά βολά και την οικογένεια. «Άειντι πιδί μ’ να παντριφτείς, να φκιάσεις κονάκ(ι)». Ακόμα με το κονάκι εννοούν και τον κάθε σταθμό στη στράτα απ’ τα βουνά στα χειμαδιά κι απ' τα χειμαδιά στα βουνά. Και την κάθε ξεχωριστή καθημερινή διαδρομή στη διάρκεια της στράτας. «Έκαναμαν ένα κουνάκ(ι) απ 'του Καζνέσ(ι) ως του Καλ(ι)φών(ι)», ή «Έκαναμαν κουνάκ(ι) (δηλαδή στάση), ή ξιφόρτουσαμι στου τάδι μέρους». Ακόμα με το κονάκι εννοούν, όπως κι όλοι οι άλλοι, και το σπίτι του τσιφλικά.

Ας ιδούμε πώς γένονταν ένα καλύβι καινούριο, απ’ τ’ν αρχ’νή και τι κερεστές (υλικό) χρειάζονταν.

Για το καλύβι χρειάζονται πρώτα-πρώτα λούρα, δηλαδή κλωνάρια τρανά, καθαρισμένα απ’ τα κλαδιά τους, από πλατάνι, αλλά κι από τρανά πουρνάρια, από ιτιά ή από άλλα δέντρα, ανάλογα με το τι έχει ο κάθε τόπος. Τα λούρα είναι τρία σόια: Τα μπηχτάρια ή παλ'κάρια (δηλαδή παλουκάρια, που μπήχνονταν στη γης σαν παλούκια). Παρόμοια είναι και τα λούρα για την κατσιούλα, κάπως μικρότερα όμως κι αλαφρότερα απ’ τα μπηχτάρια.

Τα χαρτώματα, αυτά που δένονταν γύρω-γύρω στα μπηχτάρια. Τα λέγαν και χαρτόλουρα, δηλαδή λούρα για το χάρτωμα, το δέσιμο γύρω-γύρω απ’ τα μπηχτάρια. Κι ήταν πιο λιανά. Τέλος τα ζουστάρια, λούρα για να ζώνεται, να δένεται απ’ όξω το σάλωμα, κι ήταν κι αυτά λιανότερα. Μετά τα λούρα χρειάζονταν πλατάνι, δηλαδή κλαδιά πλατανίσια με τα φύλλα τους, για να μπει μια ζώση (ένα ζουνάρι), ένας δομός γύρω-γύρω, χαμηλά. Και σάλωμα, δηλαδή βούρλα από βαρκό ή καλαμιά που έμενε στα χωράφια μετά το θέρισμά τους το Καλοκαίρι. Το σάλωμα έμπαινε δομοί-δομοί (σειρές-σειρές) απ’ τα κάτω προς τα πάνω μέχρι την κορυφή, και όπως τα κεραμίδια, για να διώχνει προς τα όξω το νερό. Τέλος, κατάκορφα στην κατσιούλα έβαναν ένα πράμα σα σκιάδι, σαν καπέλο, από σάλωμα, που έκλεινε και σκέπαζε τον τελευταίο δομό απ' το σάλωμα. Και κει από πάνω μια φουντούλα πουρνάρι, ή σπαράγγια, μ’ έναν ξύλινο σταυρό, για να φυλάει το κονάκι.

Το καλύβι άμα γένονταν καλό, δεν έβανε ούτε αέρα ούτε νερό κι ήταν και ζεστό γιατί ήταν φκιασμένο από ξύλα και σκεπασμένο με χορτάρι, το σάλωμα. Μαναχά που δεν έβγανε όξω τον καπνό της φωτιάς, γιατί μαναχά ένα άνοιγμα είχε, τη ρούγα (πόρτα). Όταν η νοικοκυρά άναφτε φωτιά, ιδίως για να ψήσει ψωμί, «έβανε γάστρο», όπως έλεγαν, φλόμωνε ο καπνός κι αναγκάζονταν τα λιανοπαίδια να πέφτουν μπρούμυτα, καταή στα τσιόλια για να γλυτώσουν απ’ τον καπνό. Επίσης χρειάζονταν και τσιμπούκια. Τα τσιμπούκια είναι βλαστάρια, βέργες από πλατάνι και πιο καλά από καναπίτσα (λυγαριά), που στρίβονται χωρίς να τσακιώνται και γένονται σα σκοινιά. Τα τσιμπούκια χρειάζονταν για να δένονται τα μπηχτάρια, τα λούρα με τα χαρτώματα και τα ζουστάρια, τα εξωτερικά λούρα με τα οποία στέριωναν το πλατάνι και το σάλωμα. Δηλαδή τα χρησιμοποιούσαν όπως σήμερα χρησιμοποιούν το σύρμα. 

Τον τόπο πώφκιαναν το καλύβι τον διάλεγαν νάναι προσήλιο, απάγκειο, νάχει τίποτα κλαράκια (πουρνάρια και τέτοια) από πίσω, να κρατούν τον αέρα και νάναι στραγγερό. Έμπηχταν ένα παλούκι στη μέση, έδεναν στο παλούκι νιά τριχιά, στην άλλη άκρη της τριχιάς έδεναν ένα άλλο παλουκάκι μυτερό, έφερναν γυροβολιά την τριχιά και σημάδευαν στη γης έναν κύκλο. Σ' αυτόν τον κύκλο έσκαφταν ένα αυλακάκι απόξω απ' το χάρτωμα, για να φεύγουν τα νερά. Κανόνιζαν που θα αφήκουν ρούγα, δηλαδή είσοδο, πάντα κατά το νοτιά και τον ήλιο, έμπηχναν από δω κι από κει απ' τη ρούγα δυο χοντρά, γερά, καλά λούρα μπηχτάρια και σε συνέχεια έμπηχναν ολοτρόϋρα μπηχτάρια, γύρω στους σαράντα πόντους το ‘να απ' τ' άλλο. Τα πέρναγαν δυο-τρία χαρτώματα από χαμηλά για να στεριωθούν κι ύστερα έβαναν την κατσιούλα. Η κατσιούλα γένονταν με λούρα πάλι, τα κατσ(ι)λόλουρα, που τους έφκιαναν στη μίνια την άκρη, τη χοντρή, από νιά κόκκα (εγκοπή), και σ’ έναν σταυρό ξύλινο, με στεφάνι πλεχτό γύρω-γύρω από λιανόλουρο ή χοντρά τσιμπούκια, τα αντάμωναν και τάδεναν με τσιμπούκια εκεί στο σταυρό, στο στεφάνι γύρω-γύρω, ώστε η ράχη τους ν' ακουμπάει στο στεφάνι και η κόκκα τους να τηράει στο κέντρο τού κύκλου. Αφού έδεναν όλα τα λούρα της κατσιούλας στο σταυρό της, την έπιαναν την κατσιούλα με νιά τεντόφουρκα, μπολιασμένη με νιά άλλη για νάναι ψηλή, απ' το σταυρό, και μαζωμένοι πολλοί αντάμα τη σήκωναν στο ύψος πώπρεπε νάχει το καλύβι, ζύϊαζαν νάρχεται η κορφή της κατσιούλας στο κέντρο του καλυβιού, άνοιγαν τα λούρα της κατσιούλας όπως τα ποδάρια του χταποδιού, και τάκα-τάκα τάδεναν το κάθε λούρο της κατσιούλας, που κρέμονταν στηριγμένη απ’ το σταυρό στην τεντόφουρκα, σε ένα, ή και σε δυο αντάμα μπηχτάρια λούρα. Κι έτσι, όταν το κάθε λούρο της κατσιούλας δένονταν, «αδερφόνονταν», με ένα ή δυο αντικριστά μπηχτάρια, κατσιούλα και μπηχταρια γένονταν ένα σώμα, στεριώνονταν όλη η δέση, ο σκελετός του καλυβιού, σε σχήμα κωνικό. Ύστερα τελείωναν το χάρτωμα, το αποχάρτωναν, μέχρι την κορ(υ)φή, το σκέπαζαν με το σάλωμα, που τόδεναν απ’ όξω με τα ζουστάρια, μπορεί να πέρναγαν απ’ όξω κι απ’ το σάλωμα χαμηλά έναν δομό, μια ζώση, πλατάνι ή και πουρνάρια για πιο στεριωσύνη και ασφάλεια, έβγαναν την τεντόφουρκα πούχαν βάλει για να κρατήσουν την κατσιούλα όσο να δεθεί, και το καλύβι ήταν έτοιμο. Την τεντόφουρκα μπορεί να μην την έβγαναν κι αδέ τότε, κι αυτό ήταν το συνηθέστερο, αλλά να την άφιναν κάνα-δυο μέρες, να σταλώσει το καλύβι. Για το σήκωμα της κατσιούλας μαζώνονταν πολλοί, ιδίως άντρες. Στο σκέπασμα τού καλυβιού με το σάλωμα, όταν έφταναν στην κορ(υ)φή, έβαναν απάνω στην κατσιούλα, σα φέσι, ένα πράμα από σάλωμα, που σκέπαζε, έκλεινε τον τελευταίο δομό.

Όλη τη δουλειά για τα καλύβια, κερεστέ και φκιάσιμο, την έκαναν και οι άντρες και οι γυναίκες. Όμως η περσότερη δουλειά έπεφτε στις γυναίκες, γιατί αυτές θα μάζωναν στο βάλτο ή στα χωράφια, στις καλαμιές, το σάλωμα (βούρλο), ή την καλαμιά, αυτές θα νάκοβαν το πλατάνι και τα τσιμπούκια, αυτές θα κράτηγαν τα λούρα για να τα μπήξουν κι όταν χάρτωναν, αυτές θα νάβαναν το σάλωμα δομούς-δομούς στο καλύβι, και το χειρότερο αυτές θα τα κουβάλαγαν όλα στην πλάτη τους απ’ τα ρέματα, το λόγγο και τα χωράφια. Άντρας Σαρακατσιάνος ποτέ δε φορτώνονταν. Το πολύ να κουβάλαγαν με τ' άλογα τα λούρα, επειδή ήταν πολύ βαριά και μπατάλικα. Κι έκοβαν πολλές βολές και τα λούρα, γιατί ήταν δύσκολο για τις γυναίκες ν’ ανεβούν στα πλατάνια, κανόνιζαν πως θα γένει το καλύβι, έμπηχναν κάνα λούρο, έφκιαναν την κατσιούλα και πολλές βολές έδεναν και τα τσιμπούκια, γιατί χρειάζονταν δύναμη να σφίξουν καλά τα δέματα. Κι ανάλογα και με τη νοικοκυροσύνη και την προκοπή του καθενός, γιατί άλλοι άντρες ήταν προκομένοι και νοικοκύρηδες και βόηθαγαν τις γυναίκες τους, κι άλλοι αχαΐρευτοι και τεμπέληδες και δεν ξάμωναν, δεν κούναγαν το χέρι τους, να βοηθήσουν.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.