Τα πρότα τα κούρευαν στα χειμαδιά. Πριν τα κουρέψουν όμως, τα κωλοκούριζαν. Το κωλοκούρισμα γίνεται το Μάρτη, που πιάνουν οι πρώτες ζέστες. στον κωλοκούρο τους κούρευαν το στήθος, την κοιλιά, γύρω στο μαστάρι και την ουρά, για να ξαλαφρώνουν λίγο απ’ το μαλλί, να παίρνουν αέρα και να μην κολλάν οι τσίρλες στα μαλλιά και ν' αρμέωνται τα γαλάρια εύκολα και πιο καθαρά. Στον κωλοκούρο τάγραφαν τα πρότα, πόσα κωλοκουρίζονταν, γιατί όσα έζηγαν ως τα τότε, πλέρωναν, όπως θα ιδούμε, τοπιάτικο, ρόγα και είχαν όλες τις υποχρεώσεις.

Ο κούρος, το καθαυτό κούρεμα, γένονταν γύρω στον άη Γιώργη και περσότερο μπροστά απ’ τον άη Γιώργη, ανάλογα και με τον καιρό.. Καλή μέρα για τον κούρο είχαν τη Μεγάλη Πέφτη. Κι όταν τους ταίριαζε ο καιρός, κούρευαν τη μέρα αυτή, τη Μεγάλη Πέφτη. Τα κούρευαν ντιπ και ντιπ, τους έπαιρναν την κάπα τους, γιατί ζέσταινε και δε χρειάζονταν πιά, ενώ χρειάζονταν το μαλλί για λεπτά και για ντύσιμο. Ο κούρος είναι κοπιαστική δουλειά και θέλει, στάφνο και πιτηδειοσύνη. Τάκλειναν τα πρότα στη στρούγκα, έπιαναν από μίνια-μίνια τις πρατίνες απ’ το πισινό τους ποδάρι, τις τράβαγαν όξω απ'τή στρούγκα ο καθένας σε νιά μεριά χώρια ο καθένας κούρευε τα δικά του- τις ανασκέλωναν κι αρχινώντας αγάλια-αγάλια με τη μύτη του ψαλιδιού απ’ τις άκρες προχώραγαν κι έβγαναν όλο το μαλλί μονοκόμματο. Ήταν όμως και γιορτή ο κούρος και χαρά. Τάβαναν στη στρούγκα κι άμα αρχίναγε το κούρεμα κι έστρωνε η δουλειά, άκουγες κι έβγαναν φωτιές τα πρατοψάλιδα. Έφερναν και τσίπ(ου)ρο και κέρναγαν τους κουρευτάδες. Κι όπως με το κούρεμα ξεζαρκώνονταν τα πρότα, τα καπούλιαζαν οι Βλάχοι, να ιδούν αν είναι γερά και συζήταγαν γύρω απ' αυτό το θέμα, ή έλεγαν ιστορίες παλιακές. Κι όποιος μπίτιζε τα δικά του, βόηθαγε και τους αλλουνούς. Η κάθε νοικοκυρά πάαινε και στέκονταν δίπλα, εκεί που κούρευε ο άντρας της κι έπαιρνε το μαλλί από κάθε πρατίνα που κουρεύονταν, τόδενε πουκάρι (μάλλον απ’ το πλοκάρι πρέπει νάναι η λέξη ή απ’ το λατινικό pocuc), και τα ξεδιάλεγε και τα ξεχώριζε, εκείνα πούταν για δόσιμο στο μαλλά και κείνα πούταν για κράτημα για το κονάκι, για σκ(ου)τιά της φαμελιάς, ή για προικιά για τα κορίτσια.

Τoν ίδιο καιρό που κούρευαν τα πρότα, κούρευαν και τ' αρνιά, γένονταν ο αρνοκούρος. Τ' αρνιά τα κούρευαν και για να προκάμουν να «μπουχώσουν», δηλαδή να βγάλουν μαλλί, ώστε όταν φτάσουν στα β'νά να μη μαργώνουν. Θυμώμαι, όταν κούρευαν τις αρνάδες, με τον αδερφό μου το Γιώργο έπιαναμε τις δικές μας, τις δύνωμασταν αυτές, και τις πάαιναμε στον πατέρα μας να τις κουρέψει. Τις γνωρίζαμε απ’ το σημάδι.

Τις μέρες πούχαμε στα κονάκια κούρο ή κωλοκούρο ή αρνοκούρο, δεν έλειπαν οι μπακαλάδες κι ιδίως οι συκάδες. Κι έκαναν χρυσές δουλειές. Πέρα απ’ ό,τι μαλλιά μας έδωνε ο πατέρας μου για σύκα, αρπάζαμε, όπως είπαμε μιλώντας για τους μπακαλάδες, και μαναχά μας κρυφά κι άλλα κι έδωναμε για σύκα. Τα λίμαζαμε τα έρμα τα σύκα!

Τα μαλλιά έρχονταν στα κονάκια έμπορας, ο μαλλάς, και τ' αγόραζε. Καθένας όμως ζύ(γ)ιαζε χώρια τα δικά του τα μαλλιά, γιατί μπορεί άλλος νάχε νταμάρι πρότα περσότερο μαλλάτα κι άλλος λιγότερο. Θυμώμαι τάβαναμε τα μαλλιά, πουκάρια σε σακιά, ή κι έτσι χύμα, σε νιά καλύβα κι από κάτω έστρωναμε μολόχες χλωρές, για να νοτίζουν, να βαραίνουν. Του μαλλά τώψεναν κι αύτουνού αρνί, όπως του χασάπη και του γαλατά.

Τα μαλλιά δεν είχαν ούλα την ίδια τιμή. Πρώτο στην τιμή έρχονταν το φλώρο το μαλλί. Δεύτερο το λάϊο, και τελευταίο το κωλόκουρο. Τ' αρνοπόκι (δηλαδή το μαλλί τ' αρνιού) βάδιζε με την τιμή του λάϊου μαλλιού και δεν ξεχωρίζονταν, δίνονταν στην ίδια τιμή φλώρο και λάϊο αντάμα.

Τ' αρνοπόκι είναι κοντό μαλάκι, αλλά πολύ μαλακό. κι οι γυναίκες τ' ανακάτωναν με μαλλί και τόγνεθαν για βελέντζες, να γένωνται μαλακές. Τόπαιρναν κι οι Περιβολιώτες, Βλάχοι βλαχόφωνοι απ’ το Περιβόλι κατοικημένοι στο Βελεστίνο, κι έφκιαναν πουληματάρικα σκουτιά. Τα κωλόκουρα οι γναίκες οι δικές μας τάφκιαναν τσουράπια, τριχιές, σιουρτάρια (συρταρια, απ’ το σύρω) για καπίστρια, ίγγλες για τα σαμάρια, αλλά και φούντες για τα τσαρούχια. Τα ψοφόμαλλα, δηλαδή αυτά που μάδαγαν απ’ τα πράματα που ψόφαγαν, τάφκιαναν τσουράπια και μικροπράματα. Κι άμα ήταν πολλά (τύχαινε κακοχρονιά και ψόφαγαν πολλά) τ' ανακάτωναν στα μαλλιά και τάδωναν στο μαλλά.

Τα γίδια δεν κουρεύονταν στα χειμαδιά. Κουρεύονταν στα βνά.

Άμα κούρευαν, οι γναίκες αρχίναγαν να δ'λεύουν τα μαλλιά πούχαν κρατήσει για το κονάκι. Τάπλεναν στο ρέμα, τάξαιναν λόϊδο-λόϊδο κι όποια πρόφταινε τα λανάριζε κιόλας. Τότε την Άνοιξη έβαναν και τα γαλάζια. Έβαφαν δηλαδή τα σκουτιά πούχαν υφάνει το προηγούμενο καλοκαίρι στα β'νά κι ήταν για αλλαξιές, κι ιδίως εκείνο το ψιλό το δίμητο, το αμαντάνιγο, που δεν το πάαιναν στο μαντάνι, τόλεγαν και αγένωτο, πούταν για τις καλές τις φορεσιές. Τα γαλάζια ήταν περίπλοκη δουλειά και λίγο και μαγική. «Έβαλα γαλάζια», άκουγες κι έλεγαν οι γναίκες. Έφκιαναν πρώτα τον πίνο, τη σαριά που έλεγαν οι χωριάτες, δηλαδή νερό με τη λέρα του μαλλιού. Κρυφά κι απόκρυφα όλα, να μη βλέπει ξένο μάτι.

Αγόραζαν απ’ το παζάρι λουλάκι, το παλιό το αργό, όχι το γλήγορο που βγήκε αργότερα, έβαναν στο καζάνι τον πίνο, έριχναν και το λουλάκι, έβαναν μέσα το σκουτί, σκέπαζαν το καζάνι με το γάστρο και τόχωναν στην κοπριά, νάναι ζεστό, γιατί η κοπριά με τη ζέστα αρχινάει να παθαίνει ζύμωση και να ζεσταίνεται. Και κάθε μέρα ξεκούπωναν το καζάνι και τ' αέριζαν τα σκουτιά. Κανιά βολά τα ήλιαζαν κιόλας. Δέκα - δέκα πέντε μέρες αυτή η δουλειά. Έβαναν και ριζάρι αγοραστό και ρίζες από λάπατα. Τάβραζαν κι έρριχναν το ζουμί μέσα. στο τέλος τα ζεμάταγαν πάλι με το ζουμί απ’ το ριζάρι και τα λάπατα, για να μή βγάνουν, να μην ξεθωριάζουν. Ύστερα τάπλεναν στο ρέμα, στουμπώντας τα με τον κόπανο. Θυμώμαι όταν έβανε γαλάζια η μάνα μου, τα χέριατης ήταν όλο μαύρα απ' τη βαφή. Για τα γαλάζια ξέταζαν και το φεγγάρι, δε θυμώμαι τι ακριβώς, ίσως, νάναι γιομάτο.

Από το βιβλίο του Γιάνη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.