Πολλά πεσκέσια έφευγναν απ’ τα κονάκια. Τυριά, βούτυρα, αρνιά, μαλλιά, γάλα, διαούρτη σακουλίσια. Τότε οι Σαρακατσιαναίοι ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας και η ζωή μιας στάνης ήταν λίγο πολύ παράνομη. Θα νάβοσκε οπωσδήποτε στο ξένο σύνορο, ιδίως τ' χωριού και γι’ αυτό χρειάζονταν οι πλάτες τ' αγροφύλακα, του πρόεδρου, κανενός νοικοκύρη. Θα νάβοσκε σε καψάλα απαγορεμένη και χρειάζονταν οι πλάτες του δασικού. Θα νάχαν εντάλματα απ’ το φόρο αιγοπροβάτων ή από δικαστικά έξοδα και χρειάζονταν οι πλάτες του αστυνόμου να μην τους κλείσει μέσα καταχείμωνο και καταστραφούν.

Θα νάκαναν οπωσδήποτε αγροζημιές κι άμα τους κιντύνευε ο αγρονόμος κι ο πταισματοδίκης, καίονταν. Θα νάκαναν και ζορμπαλίκια στους χωριάτες, ή με άλλη στάνη φασαρίες και ξυλοδαρμούς στα σύνορα, θα νάκαναν κι αρπαγές και κανιά βολά και κλεψιές, θα νάταν κάνας ανυπόταχτος, θα νάταν καένας αδήλωτος ντιπ και ντιπ, θα νάταν και τι δε μπόρεγε νάταν... Έτσι ολούθε χρειάζονταν λάδωμα. Μέχρι και στο Δεσπότη, θυμώμαι, έστελναμε αρνί τη Λαμπρή και μάλιστα φλώρο, γιατί, λέει, για το Δεσπότη δεν έκανε λάϊο!

Αστόχησα το σταθμάρχη του τραίνου στο Άϊβαλή (Ρήγαιο). Κι αυτόν τον είχαμε ανάγκη, γιατί έστελναμε τ' αλαφρώματα με το τραίνο απ’ τα χειμαδιά για τα βνά κι απ’ τα βνά για τα χειμαδιά και μπόρεγε κι αυτός, άμα ήθελε, να τα κρατήσει λιγότερο ή περσότερο, να μας πάρει αποθήκευτρα, να μας ξοδέψει.

Θυμήθηκα και το σταθμάρχη γιατί θυμώμαι κάτι πώπαθα. Ήταν περασμένη Άνοιξη, πρόκονταν να ξεκινήσουμε για τα βουνά κι έστειλαμε κάμποσα φορτώματα αλαφρώματα για το σταθμό. Τ' αλαφρώματα αυτά θα νάβγαιναν στην Καρδίτσα κι όταν θα νάφταναμε και μείς εκεί με τα κονάκια, θα τα περιλάβαιναμε. Με τα φορτώματα αυτά είχε στείλει ο πατέρας μου και τ' άλογό του, όχι φορτωμέο, αλλά με νιά τσαντίλα τυρί και νιά σακούλα διαούρτη για το σταθμάρχη. Τα κρέμασε ξεχωριστά στον Ψαρή, για να μη λερώσουν τα σέϊα. Εγώ, ντε και καλά να πάω και γω στο σταθμό. Ο πατέρας μου αδυναμία μεγάλη σε μένα, «άειντι σύρι ωρέ». Μ' έβαλε καβάλα στον Ψαρή και ξεκινάμε. Πάαιναμε καλά. Περάσαμε το Τσιαγκλί (Ερέτρεια) και ξαγνάντισαμε κατά το σταθμό. Ο τόπος γυμνός ολούθε, μόνο δω-κει από κανιά γκορτσιά, όπως έχει παντού εκεί. Όμως, όπως πάαιναμε καλά, δεν ξέρω πως τούρθε του Ψαρή, αναμεράει απ' τη στράτα και ίσια να χωθεί κάτω από νιά γκορτσιά πούχε από κάτω χορτάρι, να φάει, χωρίς να νοιάζεται ο πουτσαράς για μένα. Εγώ τράβηξα τα γκέμια, χούϊαξα, τσίριξα -μικρός ήμαν- εκείνος όμως τίποτα. Κι όσο να φτάσουν οι άντρες πούταν με τ' αλαφρώματα, έφτασε ο Ψαρής απ' κάτ' απ' τη γκορτσιά. Λίγο και θα μώκοβε το λαιμό και θα μώβγανε τα μάτια η γκορτσιά με τα κλωνάρια και τις αγκαθάρες της. Όμως ο κίντυνος μ' έκαμε να δουλέψει και το μυαλό μου. Έτσι, μόλις χώθηκε κάτω απ' τη γκορτσιά ο ψαρής, δε χάνω καιρό, αρπακολιώμαι με τα χέρια απόνα κλωνάρι, ανασηκώνω τον κώλο και τα ποδάρια, περνάει ο καπετάν Ψαρής και μετά, δίνω μίνια, απολυώμαι απ’το κλωνάρι κι έπεσα καλός και διαλεμένος στο χώμα. Αδρόμησαν κι οι άλλοι, έπιασαν τον Ψαρή, με ματάβαλαν καβάλα και πήγαμε καλά. Όμως ακόμα θυμάμαι τη λαχτάρα που πέρασα και την απόφαση πώκαμα και γλύτωσα. Κι ήμαν τζέρμπινο!

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.