Καλά και τα καλύβια, αλλά η ζωή της στάνης κρέμονταν απ’ τα πράματα, γι' αυτό κι η έννοια και η φροντίδα για τα μαντριά ήταν περσότερη απ' ό,τι για τα καλύβια. Κι η στάνη λίγες μέρες μετά τον ερχομό της στο χειμαδιό ρίχνεται συν γυναιξί και τέκνοις να φκιάσει μαντριά. Και θέλει πολλά. Γαλαρομάντρια, στερφομάντρι, ζυγουρομάντρι, γρέκια για τα γκαστρωμένα, οβορό, καλύβες για τους τσοπαναραίους. Αρχινάν απ' το γκαστρόγρεκο. Το γρέκι αυτό γίνεται πρόχειρα, με πουρνάρια, ένας στρογγυλός φτάχτης με νιά ντίρα, αμπουριά (άνοιγμα).

Τα γκαστρωμένα τα πρότα (πρόβατα) δε μαργώνουν (κρυώνουν). «Η γκαστρουμέν(η) η πρατίνα (κι όχι προτίνα, που λαθεμένα γράφει η Χατζημιχάλη) άμα έχ(ει) να φάει δε μαργών(ει)», έλεγαν οι Σαρακατσιαναίοι. Έπειτα στο γρέκι αυτό δε θα μείνουν, δε θα πλαϊάσουν πολύν καιρό. Όσο να γεννήσουν. Άμα γεννήσουν θα παν στα μαντριά τους. Κι όσα θα ξεδιαλεχτούν στέρφα, θα παν στο στερφομάντρι τους. Το γρέκι αυτό είναι περσότερο για να τα μαζώνουν το βράδυ, να μην τους φεύγουν και να τα φυλάν κι απ' τα ζλάπια. Οι γυναίκες κόβουν και κουβαλάν φορτωμένες τα πουρνάρια και φκιάνουν το γκαστρόγρεκο. Και μπορεί να φκιάσουν και δεύτερο και τρίτο τέτοιο γρέκι, γιατί όσο να γεννήσουν τα πρότα, μπορεί να λασπώσει το πρώτο ή να μετακινηθούν αλλού τα γκαστρωμένα, «ν' αλλάζουν σύρμα». Και ρίχνονται για τ' άλλα τα μαντριά. Κόβουν φούρκες, τεμπλιά, λούρα, χαρτόλουρα, πλατάνι, σάλωμα, τσιμπούκια. Κόβουν και κουβαλάν τα ζαλίκια απ' την αυγή ως το βράδυ. Στις θέσεις που θα γένει το κάθε μαντρί. Βοηθάν κι οι άντρες να κόψουν φούρκες και λούρα και τεμπλιά. Και αυτά τα βαριά τα κουβαλάν και με τ' άλογα κανιά βολά.

Πως στένεται ένα μαντρί:
Τη θέση τη διαλέν(ε) ο τσέλιγκας κι οι γεροντότεροι. Νάναι απάγκειο, προσηλιακό, ζεστό και στραγγερό. Δεν το φκιάνουν καταστρόγγυλο, αλλά λίγο μακρουλό, ελλειπτικό, έτσι που να το βαρεί ο ήλιος όλη μέρα, και να μην το βαρεί μέσα ο βοριάς. Ο γέροντας που ξέρει, σημαδεύει που θα μπουν οι φούρκες. Οι άντρες βαρούν παλούκι, φκιάνουν τρύπες και μπήχνουν τις φούρκες και τις σφηλιώνουν (σφηνώνουν-στερεώνουν) με λιθαρια ή με ξύλα. Τις μπήχνουν όμως λοξά, να γέρνουν προς τα όξω. Αντικρυστά κι απ’ όξω από κάθε φούρκα μπήχνουν ένα λούρο χοντρό και γερό, βαϊσμένο όμως προς τα μέσα, έτσι που να το κρατεί τη φούρκα. Έτσι κάθε φούρκα δένονταν μ' ένα τέτοιο λούρο, κι έτσι ολόγυρα. Κι απάνω στις φούρκες πέρναγαν κι έδεναν τεμπλιά. Οι γυναίκες φέρνουν και μπήχνουν κι άλλα λούρα γύρω-γύρω, τα μπηχτάρια, και δασειά (πυκνά) και τ' ακουμπάν στα τεμπλιά, έτσι που όλα βαΐζουν προς τα μέσα. Κι έτσι γίνεται στρέχα και τα δένουν στα τεμπλιά, εκεί που ακουμπάν κι ύστερα αρχινάει το χάρτωμα, όπως στο καλύβι. Άμα μπιτήσει το χάρτωμα και πριν αρχινήσει το πουρνάρωμα, φκιάνουν ένα αυλάκι γυροβολιά απ' το μαντρί, για να μη μπαίνει νερό απόξω. Ύστερα έρχεται το πουρνάρωμα. Βάνουν γυροβολιά απόξω ένα δομό πουρνάρι, και τα πράματα να μη μπορούν να το χαλάσουν από μέσα, αλλά και τα ζλάπια, ιδίως ο λύκος, να μη μπορούν να το τρυπήσουν απόξω, γιατί το πουρνάρι έχει σκληρά κλαδιά. Ύστερα γίνεται δομός με πλατάνι, να μην περνάει βροχή κι αέρας κι ακολουθάν ένας-δυό δομοί με σάλωμα ως την κορφή. Όλοι αυτοί οι δομοί απόξω δένονται με λούρα ζουστάρια. Αυτό είναι η πλάτη του μαντριού.

Τα γαλαρομάντρια, κι είναι τα περσότερα αυτά, γένονταν και με «νταϊαμά», δηλαδή με υπόστεγο από μέσα, γύρω-γύρω. Μπορεί ο νταϊαμάς να μην έπιανε κι όλο το μαντρί γύρω-γύρω. Στη ρούγα του μαντριού, από δω κι από κει, άφηναν ένα μέρος χωρίς νταϊαμά, για να κινούνται ευκολότερα. Βέβαια κι η πλάτη του μαντριού βάϊζε πρός τα μέσα κι έκανε λίγη στρέχα, αλλά ο νταϊαμάς είναι άλλο πράμα, είναι σκεπή. Μπήχνουν φούρκες στο εσωτερικό του μαντριού ένα γύρο, παράλληλα με τον εξωτερικό γύρο του μαντριού και σε μια απόσταση δυό περίπου μέτρα απ' αυτόν. Ενώνουν τις φούρκες με τεμπλιά γύρω-γύρω, ενώνουν αυτόν το γύρο με λούρα με τον εξωτερικό γύρο, το χαρτώνουν με διπλά λούρα και το σκεπάζουν με σάλωμα. Τις περσότερες βολές το σκελετό του νταϊαμά τον φκιάνουν αντάμα (ταυτόχρονα) με τον εξωτερικό σκελετό κι αφού τελειώσει όλος ο σκελετός, τότε σκεπάζουν, πρώτα απόξω την πλάτη κι ύστερα το νταϊαμά. Τα μαντριά με το νταϊαμά είναι καλύτερα, γιατί έχουν περσότερον τόπο που δε βρέχεται και δε χιονίζεται κι ο αέρας τα δέρνει λιγότερο. Μαντρί με νταϊαμά φκιάνουν και για τα ζυγούρια, γιατί τα ζυγούρια είναι αδύνατα πράματα. Μαντρί με πλάτη μαναχά, δηλαδή χωρίς νταϊαμά, έφκιαναν μόνο για τα στέρφα.

Δίπλα απ' το κάθε μαντρί, σ' όλα τα μαντριά, έφκιαναν και καλύβα για τον τσιοπάνο, την τσιοπανοκάλυβα. Αυτές τις καλύβες πολλές βολές τις έφκιαναν και χωρίς ξεχωριστή κατσιούλα, ένωναν τις κορφές απ' τα λούρα τα μπηχτάρια κι έτσι τις έκλειναν στην κορφή, κάπως πρόχειρα. Τις καλύβες, που τις έφκιαναν πρόχειρα, κι όχι μόνο στα μαντριά αλλά κι άλλες στα κονάκια, τις έλεγαν «χαλατζούκες».

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.