Τα μαντριά γίνηκαν, ο γένος αρχίνησε, τα γεννολίβαδα γιομώνουν κι οι γαλαροκοπές κόβονται. Ας πούμε ότι έχει και χορτάρι, δεν είναι λειψοχρονιά. Όμως δε φτάνουν αυτά, για να βγει πέρα το βιό κι ιδίως τ' αρνιά, να γένουν για το χασάπη κι όσα δεν πουληθούν, οι αρνάδες, να τα πάρει η Άνοιξη, να βγουν σε «σαλαμέτι», να σωθούν. Θέλουν έγνοια, κόπο, δουλειά και φροντίδα κάθε μέρα, ώστε με λίγη θροφή, με το χορτάρι μαναχά, να ζήσουν, να μη χρειαστούν ταές, γιατί άμα αρχινήσουν ταές, δε βγαίνει πέρα η στάνη.

Το πρώτο που θέλουν τα πρότα το χειμώνα, κι ιδίως τ' αρνιά, ύστερα απ’ το χορτάρι, είναι το στεγνό και ζεστό μαντρί. Γι' αυτό τα μαντριά κάθε τόσο τάστρωναν. Μόλις τελείωνε από φκιάσιμο το κάθε μαντρί, ήθελε «πουρνάρωμα».

Έκοβαν πουρνάρια, πάντα οι γυναίκες, και τόστρωναν μέσα νιά στρώσ(η), το «πουρνάρωναν». Τα πουρνάρια έχουν σκληρά κλαδιά, αντέχουν στο βάρος, δεν τσακιώνται κι έτσι γένονται σα σκάρα και στραγγίζουν τα κατούρια απ’ τα πρότα. Το πουρνάρωμα γένονταν νιά βολά, στην αρχή. Μόλις το πουρνάρωναν, τόστρωναν απο πάνω με μαλακώτερα κλαριά και θάμνια. Εκεί σε μας μάζωναν γι' αυτή τη δουλειά κουνούκλες, θυμάρια, καλαμιές απ’ τα χωράφια, κοκκιναδάκια, φουκαλιές, αγκάθια, «ό,τι φλέσουρα ύπαρχαν». Αλλού μάζωναν καναπίτσες κι άλλα, ανάλογα με το τι είχε ο κάθε τόπος. Αυτό το στρώσιμο γένονταν κάθε τόσο, κι ιδίως άμα ο καιρός ήταν βροχερός ή χιόνιζε, γιατί τότε το μαντρί λάσπωνε εύκολα, γένονταν «οβορός» όπως έλεγαν, δηλαδή σαν το γρέκι του βαλμαριού που δεν τόστρωναν ποτέ και λάσπωνε πολύ.

Κι όλον αυτόν τον αγώνα, να προλαβαίνουν να τα στρώνουν ούλα, ιδίως τα γαλαρομάντρια με τ' αρνιά, πούταν πολλά, αλλά και το ζυγουρομάντρι και το στερφομάντρι, τον έβγαναν πέρα οι δόλιες οι γυναίκες. Κι έτσι προτού προλάβουν καλά-καλά να τελειώσουν τα μαντριά, να συμμάσουν τα καλύβια και το κονάκι τους και να φκιάσουν και το γιδομάντρι τους, απ’ την ώρα που αρχίναγε ο γέννος, τέλη Αντριά αρχές Γενναριού, ως πέρα την Άνοιξη που καλωσύνευε ο καιρός και ξεπούλαγαν τ' αρνιά κι απόκοβαν τις αρνάδες, οι γυναίκες όλη τη μερούλα πώδωνε ο θεός, δεν έκαναν άλλο τίποτα απ’ το να κουβαλάν ζαλίκια και να δουλεύουν σαν τις μέλισσες, δούλευαν για να στρώνουν τα μαντριά, να κοιμώνται στεγνά τα πρότα κι ιδίως τ' αρνιά, για να παχύνουν. Σήμερα στόνα το μαντρί, ταχειά στ' άλλο, μεθαύριο σ' άλλο και να μην προφταίνουν. Κι οι άντρες να χουϊάζουν: «Λάσπουσι ωρέ γναίκις του μαντρί στ' Γκιούζλα», ή «Γιρου-Κουλιόόό... ωρέ τι κάνουν αυτές οι διαουλουγύνικις, ικείνου του μαντρί στού Κιρισλέρ(ι) λάσπουσι, γίνκι ουβουρός!»

Αυγή-αυγή, την τριχιά της η κάθε μίνια, την κλαδευτήρα, την έλεγαν και κασιάρα, στο χέρι, ένα κομμάτι ψωμί (τις περσότερες βολές μπομπότα) με λίγο τυρί ή ελιές στον τρουβά ή στην τσέπη ή στο ζουστάρι τους, το λουρί, με τη γαλάζια τη βελεντζούλα στην πλάτη για να τις φυλάει απ’ τον καιρό, και δρόμο. Παν, κόβουν κουνούκλες και θυμάρια, καταπλη(γ)ιάζουν τα χέρια τους απ’ τα κλαριά, φκιάνουν θεόρατα ζαλίκια, τα φορτώνονται και τα φέρνουν αγκομαχώντας και τα ξεφορτώνονται απ' όξω απ’ το μαντρί. Παίρνουν νιά ανάσα και πάλι και πάλι φέρνουν ζαλίκια όλη τη μέρα. Κάποτε μαζώνονται πολλά τα στρώματα και ρίχνονται όλες αντάμα, βοηθάει, ή περσότερο διατάζει (συμβουλεύει) και κάνας τσιοπάνος, το στρώνουν το μαντρί, ρίχνουν νιά ματιά φχαριστημένες για τη δουλειά που με τόσο κόπο έκαμαν και ματασυμμαζώνουν τριχιές και κλαδευτήρες και θα νάναι ακόμα πιο φχαριστημένες, αν περίσσεψαν και τίποτα στρώματα και για άλλο στρώσιμο, να τάχουν έτοιμα, σα θα ματαλασπώσει το μαντρί.

Αλλά δεν έχουν καιρό για χασομέρημα. Ώσπου να νυχτώσει πρέπει να προφτάσουν, άλλη να φκιάσει κάνα ζαλίκι ξύλα για τη φωτιά της, άλλη να κόψει λίγο πουρνάρι καλό, κατσαρωτό, ή φιλύκι για τα κατσίκια της, άλλη να μάσει λίγο σιδεροχόρτι από μέσα απ’ τις πουρνάρες για κάνα άλογο ή γουμάρι πώχει στό κονάκι, κι όλες πάλι αντάμα φορτωμένες ως τα μάτια, σαν κάρρα φορτωμένα, να τραβήξουν με την ψυχή στο στόμα για τα κονάκια, να προκάμουν και κει να βάλουν τα γίδια στο μαντρί, «να τα φκιάσουν», να συμμάσουν τα λιανοπαίδια τους, ή να βυζάξουν τα μωρά τους όσες έχουν, να ζυμώσουν, να φκιάσουν και φαΐ, κάνα μαέρεμα, τραχανά, πίτα και τέτοια, να τα προκάμουν όλα, και στο τέλος για το φχαριστώ, ίσως, με το τίποτα, να φαν και ξύλο απ’ τον άντρα τους! Τα είδα όλα αυτά, που τάζησε η μανούλα μου. Τη θυμάμαι κάθε βράδυ ξεθεωμένη να γυρνάει απ’ τα στρώματα κι αφού μάζωνε όλες τις δουλειές, έβανε ρετσίνι, λατορέτσινο, στα χέρια της, που έσκαγαν στις κλείδωσες από μέσα στα δάχτυλα. Το ανάλυωνε στη φωτιά κοντά και καφτό τόβανε στα δάχτυλα και τάδενε με πανιά. Τούχε για γιατρικό, να κλείνουν οι πληγές. Την πονούσαν πολύ, έσκουζε. Οι μικροφαμελίτισσες ιδίως τράβαγαν τα ελέη του Χριστού. Ξεσταυρώνονταν στη δουλειά. Και νάταν αυτά μοναχά; Αυτές έπρεπε να παν για ξύλα, αυτές στο ρέμα για πλύσιμο, αυτές να φέρουν το νερό με τη βαρέλα απ' τη βρύση. Όταν ζύμωναν ψωμί καθάριο, έφκιαναν και κολέτσια. Τα κολέτσια ήταν τα βλαχοκούλουρα. Όταν γένονταν το ζυμάρι και πριν το πλάσουν να το ρίξουν στη βάτρα, έκοβαν λίγο ζυμάρι, τόπλαθαν με το χέρι σαν κουλούρι, κι αφού έρριχναν το ψωμί στη βάτρα και το σκέπαζαν με το γάστρο, έρριχναν τα κολέτσια στα κάρβουνα, ψένονταν γλήγορα, τάβγαναν και τάδωναν στα παιδιά τους. Καμπόσες μικρομάνες που δεν είχαν κάναν τρανόν ν' αφήκουν στο κονάκι τους τη μέρα, που αυτές πάαιναν στα στρώματα, ή έτρεχαν σ' άλλες δουλειές κι ήταν πολύ μικρά τα παιδιά τους και δε νόγαγαν, αναγκάζονταν για να μην καούν στη φωτιά, να τα δένουν απόνα λούρο του καλυβιού με τριχιά, στη μέση τους, ώστε να μη φτάνουν στη φωτιά. Μια παρένθεση: Δεν θα το πίστευε κανείς, κι όμως το είδα αυτό και τα Χριστούγεννα του 1973, σε μια επίσκεψη που έκαμα σε κάτι ψευτοκόνακα στην Κινέτα, πιο πέρα, δεξιά πάνω απ’ το δρόμο Αθήνας-Κορίνθου!

Η αλήθεια, καμπόσες πούχαν πεθερά, τους έκανε και κανιά δουλειά, ή ήταν πολλές γυναίκες στο κονάκι κι έμενε και καμίνια και κει, ή αριά και που πλέρωναν άλλη γυναίκα, άμα είχαν τον τρόπο τους. οι μικροφαμελίτισσες όμως, όπως και νάκαναν, κατέβαζαν κοκκαλάκι απ' τη δουλειά και την αποσταμάρα.

Το πόσο δεμένες ήταν οι Σαρακατσιάνες με τη δουλειά και τα πράματα, το λέει και τούτος ο μύθακος, που τον άκουσα απ’ τον αδερφό μου το Νώντα: Παντρεύονταν νιά Σαρακατσιάνα κι ενώ είχαν φτάσει οι συμπεθέροι να την πάρουν, αυτή θυμήθηκε ότι δεν είχε αλλάξει (μετατοπίσει) ένα τραγάκι, που τώχε δεμένο σε μιά πατ(ου)λιά, κι είπε «ούι κι αστόχ(η)σα ν’ αλλάξου του τραγάκι μ’ απ' τόχου διμένου»!

Ας μη νομιστεί όμως ότι οι Σαρακατσιάνες με το να δουλεύουν τόσο πολύ και νάναι ολότελα «υπό» στους άντρες, ήταν και πλάσματα ντιπ και ντιπ άβουλα και παθητικά. Τόλεγε η περδικούλα τους. Κι άμα το κάλεγε η περίσταση κι η ανάγκη, έπιαναν και τ' άρματα ακόμα. Θυμήθηκα γυναίκες στην Καρυά, το ξεκαλοκαιριό μας, να ρίχνουν με τα ντουφέκια, όπως κι οι άντρες. Κι άλλες το χειμώνα, άμα τύχαινε κι έριχνε χιόνι πολύ, δε δίσταζαν να φορέσουν μπουραζάνια, πανωβράκια, σαν τους άντρες, για να «κόψουν» το χιόνι, δηλαδή ν' ανοίξουν δρόμο, να παν στα μαντριά για δουλειά. Ο μπάρμπας μου ο Λία Κολοβός, μου μολόγαγε για την προσβαβά μου την Κορκομόρφω (Μόρφω ήταν τ' όνομα της, αλλά επειδή ήταν απ’ τους Κορκέους, την έλεγαν Κορκομόρφω), όταν κάποτε πήγε ένα απόσπασμα στρατιώτες νύχτα στην Καρυά, αυτή έπιασε με το τουφέκι την Κοτρώνα (θα τη δούμε σαν πάμε στα βουνά) και τους κράτησε πέρα απ’ τα κονάκια όλη τη νύχτα και την αυγή τους άφικε και μπήκαν στα κονάκια. Τούς είχε περάσει για κλέφτες.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.