Εμείς τα Σαρακατσιανόπουλα πάαιναμε και στο δάσκαλο. στο χωριό ύπαρχε σκολείο, νιά χλιβερή χαμοκέλα, με νιά κάμαρη με πεσμένους σοβάδες, λίγα σαραβαλιασμένα, άβαφα και καταμελανιασμένα και καταπελεκημένα απ’ τους σουγιάδες και λερωμένα και σπασμένα θρανία, μ' έναν ξεβαμένον μαυροπίνακα με λαγοπόδαρο για σφουγγάρι, μ' ένα σκέτο, άβαφο και τρικλό τραπέζι και νιά καρέκλα για το δάσκαλο και νιά σαραβαλιασμένη και κατάμαυρη ψευτοσόμπα, που μας κάπνιζε σαν τα κουνάβια στην τρύπα, μ' αυτή την «αίθουσα παραδόσεων» κι ένα άλλο πιό μικρό ακόμα καμαράκι για σπίτι του δάσκαλου, αυτό ήταν το σκολείο. Απ’ τα κονάκια μας λοιπόν ως το χωριό, που υπήρχε αυτό το σκολείο, η απόσταση ήταν γύρω στα δυό-τρία χιλιόμετρα.

Για κει ξεκινάγαμε κάθε αυγή πέντ' έξ' όχτώ Βλαχόπουλα με τα δασκαλοσάκουλά μας, πώβαναμε μέσα φυλλάδες και ψωμοτύρι, και παίζοντας και μαλώνοντας, έφταναμε λίγο πριν ή μετά την καμπάνα. Πάαιναμε εγώ, η αδερφή μου η Κωσταντω, ο Γιώργος, δε θυμώμαι αν πρόφτασε να πάει, όσο είμασταν στα κονάκια, κι ο Νώντας, ο ξάδερφος μου ο Αλέκος Άραπίτσας και κάνα άλλο παιδί απ’ τα κονάκια. Έκαναμε το πρωινό μάθημα, το μεσημέρι καθόμασταν σε κάναν ίσκιο ή και μέσα στο σκολείο άμα έβρεχε κι έτρωγαμε το ψωμάκι μας με το προσφάϊ μας, ματακαναμε τ' απόγιομα μάθημα και μόλις σκόλαγαμε το βράδυ, τώδιναμε τρέχοντας και πηδώντας για τα κονάκια. Είμασταν καλοί μαθητές, ούλα τα Βλαχόπ'λα, ξουράφια. Κι ο δάσκαλος την Άνοιξη πώφευγναμε για τα βουνά, πριν τελειώσουν τα μαθήματα, θέλοντας να δείξει ότι του φεύγουν οι καλοί μαθητές, έλεγε: «Μου φεύγει τ' άλεύρι και μου μένουν τα πίτουρα». Όμως κι ας έφευγναμε πριν τελειώσουν τα μαθήματα, ολοένα μας προβίβαζε ο δάσκαλος και μας έστελνε τα ενδεικτικά μας. Είχαμε δάσκαλο ένα γεροντακι, Φωτιάδης λέγονταν, πρόσφυγας απ’ τη Σμύρνη νομίζω, πολύ μορφωμένος και καλός. Είχε και την κόρη του μαζί του και ζούσαν εκεί στο καμαράκι. τον ξαναβρήκα τον καημένο στην κατοχή, ύστερα από είκοσι σχεδόν χρόνια, στην Ευξεινούπολη, από κει ήταν, και κει έμενε με την κόρη του πούχε παντρεφτεΐ. Και πόσο χάρηκα. Κι αυτός ακόμα περσότερο. Ήξερε και γαλλικά. Και βλέποντας ότι ήμαν καλός μαθητής, και το μεράκι του πατέρα μου να με μορφώσει, τον ρώτησε αν θέλει να με μάθει γαλλικά και στο ναι του πατέρα μου, τώδωκε σημείωμα και μ' αγόρασε στον Αρμυρό ένα μικρό γαλλικό αλφαβητάρι κι αρχίνησε να μου κάνει μαθήματα, μα εγώ δεν καταλάβαινα τι χρειάζονταν τα γαλλικά και δεν έδωκα σημασία, και μ' απαράτησε και χρειάστηκε μεγάλος πια και σε δύσκολες συνθήκες να μάθω πέντε κουτσογαλλικά. Είχε τόσο σεβντά ο πατέρας μου να με μάθει γράμματα, που εξόν απ’ τα χαρτιά, πλάκες, τετράδια και μολυβοκόντυλα που μου τ' αγόραζε μπόλικα, νιά χρονιά μώφερε απ’ το Βόλο και νιά πάνινη σάκα με λουριά, που περνιώνταν στην πλάτη. Τι ήταν αυτή η σάκα για τα κονάκια, που δεν ήξεραν τίποτ' άλλο απ’ τα σακούλια και τους τροβάδες, δύσκολο να το καταλάβει καένας κι ακόμα δυσκολότερο να καταλάβει τη δική μου τη χαρά, που πέταγα στα ουράνια! Μούχε μεγάλη αδυναμία ο πατέρας μου, γιατί ήμαν ο πρώτος γιός του ύστερα από δυό κορίτσια. Και τόπι λαστιχένιο μώφερε, και το θάμαζαν ούλα τα παιδιά στα κονάκια. Και νιά βολά μικρός-μικρός μ' έπιασε η μανία να φορέσω τσαρούχια και μάλιστα κόκκινα και με κόκκινες φούντες. Και μου τάφερε και τα κόκκινα τσαρούχια με τις κόκκινες φούντες κι ακόμα τα θυμώμαι κι εγώ κι όλοι οι δικοί μου. Όμως ας ματαγυρίσουμε στο σκολείο μας. Σιγά-σιγά έφτασα στην τέταρτη, την τελευταία ταξη, δεν είχε τότε πέμπτη και έκτη. Τη χρονιά εκείνη, επειδή ήταν η τελευταία τάξη και για την άλλη χρονιά σκέπτονταν ο πατέρας μου να με στείλει στο Ελληνικό Σχολείο, για να μη χάσω μαθήματα και να μάθω καλύτερα, με κατέβασε στο χωριό γλήγορα, πρίν κατέβουν τα κονάκια απ’ τα βνά, μόλις άνοιξαν τα σκολεία. Και νάμαι μπεκιάρης (εργένης) στο χωριό. Είχαμε σπίτια δικά μας εκεί κι ήταν εκεί κι ο ξάδερφος μου ο Γιάννης, πώμενε και το καλοκαίρι εκεί τον περσότερον καιρό, γιατί είχαμε αρχίσει να σπέρνουμε και χωράφια. Έμεναμε αντάμα και γώ πάαινα στο σκολείο. Κακοπέρναγα όμως, γιατί όσο ήταν εκεί ο ξάδερφος μου, όλο και κάτι αγόραζε κι έφκιαναμε κι έτρωγαμε, αυγά, λουκάνικα απ’ τον Αρμυρό κι άλλα. Όμως όταν αυτός έλειπε στον Αρμυρό ή αλλού, εγώ έτρωγα σκέτο ψωμοτυράκι. Κι αυτό ήταν το λιγότερο. Με κόλλησε κι η καταραμένη η ελονοσία κι αρχίνησα να θερμαίνωμαι. Νιά μέρα, βραδάκι, μ' έπιασε η θέρμη και χωρίς να φάω κλείστηκα στο σπίτι, ο ξάδερφος μου έλειπε, αμπάρωσα καλά την πόρτα από μέσα, πήγα και κουκουλώθηκα με τις βελέντζες μου, κι άρχισα να χορεύω απ’ το ρίγος. Μώδωκε-μώδωκε όλη τη νύχτα, φαίνεται, και σιμά την αυγή μ' έφτασε σε παροξυσμό κι απ’ τον πυρετό παραλόϊσα. Κάποια ώρα πεταχτηκα απάνω και μέσ' στό σκοταδι, απ’ τον πυρετό, το παραλόϊσμα και το φόβο μου έμπηξα τις φωνές. Μ' άκουσαν οι γειτόνοι οι Μακραίοι, έτρεξαν να ίδούν τι είναι, βαρούν την πόρτα, μα πού; η πόρτα αμπαρωμένη και γώ να ουρλιάζω. Δίνουν, παίρνουν τρόμαξαν τα ξημερώματα δεν ξέρω και δε θυμώμαι πώς, ν' ανοίξουν την πόρτα, με πήραν στα κακά μ' τα χάλια, με πήγαν στο σπίτι τους, με περιποιήθηκαν, η μακαρίτισσα η γερ-Αργύραινα, με συνέφεραν. Από τότε με τάραξε η θέρμη. Ήρθαν και τα κονάκια, με περιποιήθηκε η μάνα μου, με πήγαν και στο γιατρό, μα που να κοπεί η θέρμη. Μ' έπιανε με ρίγος, χόρευα απ’ το κρύο. Μώρριχνε η μανούλα μου όλα τα βελεντζικά πούχαμε στο κονάκι μας, και δεν είχαμε και λίγα, άναφτε φωτιά μπουμπούνα ως την κατσιούλα του καλυβιού, κόντευε να το κάψει, πού να ζεσταθώ εγώ. Όσο να με πάρει ο πυρετός. Είδα κι έπαθα μ' αυτή την ελονοσία και την έσερνα χρόνια, κι έπαθα κι άλλα χνέρια μ' αυτήν, και μόνο ύστερα από χρόνια που πήγα στρατιώτης, μπόρεσα και την έκοψα. Αλλά ας ματαγυρίσουμε στο σκολείο.Ή θέρμη θέρμη, αλλά έπρεπε να πάω και στο δάσκαλο. Ούτε γώ ήθελα να σταματήσω, ούτε κι ο πατέρας μου, που λογάριαζε την άλλη χρονιά να με στείλει στο Ελληνικό. τι να γένει; Είχα τόσο κατάρθει, που δε μπόρ(ε)γα να περπατήσω, να πααίνω κάθε μέρα απ’ τα κονάκια στο χωριό και να γυρνάω. Τι να κάμουμε, καταφύγαμε τελικά σ' ένα γαϊδούρι μαύρο πούχαμε και που θα το ματαβρούμε παρακάτω. Κάθε μέρα το σαμάρωνε η μάνα μ', έμπαινα καβάλα εγώ, μ' έπαιρνε η Κωστάντω τραβώντας, έφταναμε στο χωριό, έδεναμε το γουμάρι στ' αλώνια, έκαναμε μάθημα πρωί κι απόγιομα και το βραδάκι πάλι καβάλα εγώ και γυρνάγαμε στα κονάκια. Έτσι σκεδόν πέρασε όλη εκείνη η τελευταία χρονιά μου στο σκολεΐο. Το καημένο το γαϊδούρι μ’ έσωσε, γίνηκε τράμ.

Κι ένα επεισόδιο από κείνη τη χρονιά. Έρχονταν Λαμπρή κι ο δάσκαλος, ο γέρο Φωτιάδης, μ' έβαλε να μάθω να πού (πώ) στην Ανάσταση τον Απόστολο. Όσο ζύγωνε το Πάσχα, μ' έπαιρνε κάθε μέρα, ύστερα απ’ το μάθημα και μ' έβανε κι απάγγελνα τραγουδιστά, όπως γίνεται, τον Απόστολο της Ανάστασης από μιά σύνοψη δική του, που μου την έδωνε μετά μαζί μου για να τον διαβάζω και στα κονάκια μαναχός μ', να τον μάθω καλά. Ήρθε τέλος η Λαμπρή και κατά τα μεσάνυχτα, που βάρεσε η πρώτη καμπάνα, μας ξύπνησε και μας η μάνα μ', μας άλλαξε κι αντάμα μ' άλλα παιδιά και τρανούς ξεκινήσαμε ούλοι απ’ τα κονάκια και πήγαμε στο χωριό, στην εκκλησιά.,Προχώραγε η λειτουργία, ήρθε η ώρα για τον Απόστολο, με ζύγωσε ο δάσκαλος και με ρώτησε: «Είσαι έτοιμος, την έχεις τη σύνοψη;» Όμως εγώ την είχα αστοχήσει τη σύνοψη στα κονάκια κι όταν του τώπα, εκείνος θύμωσε κι απελπισμένος μώδωκε νιά μούντζα, εκεί μέσα στον κόσμο. Καταντροπιάστηκα, κοκκίνησα ως τ' αφτιά, μά τι να κάμω, τάχασα. Έτρεξε όμως ο δάσκαλος, παρά τη φούρκα πούχε, εκεί στον ψάλτη πούταν τα χαρτιά τα εκκλησιαστικά, ηύρε ένα τρανό βιβλίο, δε θυμώμαι τι ήταν, πούχε τον Απόστολο της βραδυάς, τ' άνοιξε, τον βρήκε, μου τόφερε και τόβαλε ανοιχτό στα χέρια μου και μόλις ήρθε ή στιγμή για τον Απόστολο με σκούντησε ν' αρχινήσω. Αρχίνησα, τον είπα φαίνεται καλά τον Απόστολο και μόλις τελείωσα, ο καημένος ο γέρο Φωτιάδης του πέρασε κι ο θυμός κι ήρθε και μ' έπιασε απ’ τα χέρια και μ' αγκάλιασε λέγοντας μου σιγανά και με συγκίνηση: «Μπράβο, παιδί μου, μπράβο, με ξεντρόπιασες». Καημένε γέρο δάσκαλε, τι καλός που ήσαν...

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.