Απ’ τα β(ου)νά το χινόπωρο δεν έρχονταν αντάμα με τα κονάκια και τα πρότα. Αυτά τάφ’ναν στα β'νά, παραπίσω κι ανάλογα και με τον καιρό, να ξεχινοπωριάσουν, όσο να ζυγώσει ο γέννος, ή νοίκιαζαν λιβάδι χινοπωριάτικο, χινοπωριό, ή ξεχινοπωριό τόλεγαν. Εμείς, πολλές βολές, θ(υ)μώμαι, τάβαναμε στη Νεβρόπολη, εκεί πούναι τώρα ή λίμνη του Μέγδοβα, πλερώναμε στην Κοινότητα του Μεσενικόλα ή στο Νεχώρι. Άλλες βολές πάλι κύλαγαν τον καιρό έτσι στη στράτα, από περιφέρεια σε περιφέρεια, από χωριό σε χωριό. Τα ζυγούρια όμως τάφερναν με τα κονάκια. Δεν άντεχαν αυτά σε κακοκαιρίες και σε ψηλώματα. Το ίδιο και τα γίδια, αν δεν τάχαν στείλει και μπροστύτερα.

Τα πρότα, άμα έφταναν στο λιβάδι το χειμωνιάτικο, τάφκιαναν ούλα δυο κοπάδια, ένα τα νιότερα κι ένα τα τρανύτερα. Κι ένα τρίτο τα ζυγούρια. Μόλις ζύγωνε ο γέννος, κι αρχίναγε να γεννάει από κανένα, «να φαίνεται από καένα γεννημένο», όπως έλεγαν, τα γκαστροχώριζαν. Τα τήραγαν στο μαστάρι και καταλάβαιναν ποια θα γεννήσουν. Και με το γκαστροχώρισμα, τάφκιαναν πάλι δυό κοπάδια, ένα τα γκαστρωμένα κι ένα τα στέρφα. Και τα ζυγούρια έμεναν όπως τάταν. Έτσι τα κοπάδια γένονταν τρανά, γιατί όλα τα πρότα της στάνης, εκτός απ’τα ζυγούρια, γένονταν δυό κοπάδια. Όλα τα πρότα, απ' το Χινόπωρο ως το Μάρτη τα σκάριζαν, εκτός απ' τα γεννημένα.
Τώρα, πως έριχναν (κατένειμαν) όλο το βιο της στάνης στο λιβάδι, άμα γένναγε. Βέβαια ήξεραν πόσο βιό «τρώει», χωράει, το λιβάδι. Αλλά μόλις έρχονταν απ' τα βουνά, ο τσέλιγκας με τους γεροντότερους και τους πιο πολύξερους γκεζέραγαν το λιβάδι, τήραγαν τι χορτάρι είχε βγάλει και ανάλογα με το χορτάρι κανόνιζαν πόσα γεννημένα θα «ρίξουν» (θα τοποθετήσουν) στο κάθε «μεράδι», στο κάθε τμήμα του λιβαδιού. Έριχναν σέ κάθε μεράδι διακόσια, διακόσια πενήντα γεννημένα. Εκεί πώριχναν γεννημένα τόλεγαν γεννολίβαδο. Εμείς απ' όσο θυμώμαι και μούπε κι ο πατέρας μου, έριχναμε γεννημένα στην Ξερόβρυση, στή Γκιούζλα, την Πλατανιά, το Χαϊνταρλή (το λεν, νομίζω, τώρα Βράχο) και το Κιρισλέρ, έτσι έλεγαν τις τοποθεσίες. Τα γκαστρωμένα έβοσκαν στή Γκουτζιαλάκα στο στριβό και στην Ταρασού. Αυτά ήταν γκαστρολίβαδα. Μετα το γέννο, στο γκαστρολίβαδο έμεναν τα στέρφα (στερφολίβαδο). Για τα ζυγούρια διάλεγαν απ' την αρχή κάπως «καλυτεράκι» μέρος, κάπως φτηνώτερο, τρυγανώτερο μέρος, δηλαδή όχι πολύ παχύ και βαρύ μέρος, και τόλεγαν ζυγουρολίβαδο. Εμείς τα ζυγούρια τα ρίχναμε σταν Κασιδιάρη, έτσι τόλεγαν το μέρος.

Τα γίδια και το βαλμαριό έβοσκαν στο πιο άγριο, το κατώτερο μέρος. δεν είχαν ανάγκη αυτά.

Με την κατανομή του βιού στό λιβάδι κανόνιζαν και τούς τσιοπαναραίους. Για τα στέρφα έναν-δυό στερφαραίους, στερφάρηδες, ανάλογα με το αν ήταν πολλά ή λίγα, για τα ζυγούρια το ίδιο, ζυγουριαραίους ή ζυγουριάρηδες, και για την κάθε γαλαροκοπή (τα γεννημένα, τα γαλάρια) από έναν τσιοπάνο κι έναν αποδότη. Τα γίδια τα φύλαγαν οι γιδαραίοι και τ' άλογα οι βαλμάδες. Ο αποδότης ήταν μισοτσιοπάνος. Δηλαδή πάαινε στο κοπάδι απ' την αρχ(ι)νή που ρίχνονταν γεννημένα σ' ένα μεράδι και κόβονταν η γαλαροκοπή, δηλαδή συμπληρώνονταν ο αριθμός πούχε καθοριστεί για το μεράδι αυτό και μαζί με τόν τσιοπάνο το φύλαγαν όσο να πουληθούν τ' αρνιά η ν' αποκοπούν, δηλαδή ν' απογαλακτισθούν. Ύστερα πάαινε μαναχά στο άρμεμα. Δηλαδή ήταν ως το πούλημα ή τ' απόκομα κανονικός τσοπάνος. Το καλοκαίρι τον έλεγαν περσότερο αρμεχτάρη παρά αποδότη, γιατί μόνο άρμεγε. Ο αποδότης σα μισοτσιοπάνος πούταν, έπαιρνε όπως θα ιδούμε, και μισορόϊ, δηλαδή μισή ρόγα.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.