Τελείωσε ο κούρος, ήρθε τ' άη Γιωργιού, έμασε ο καιρός για τα β'νά. Τελειώνουν και τα παλιά φκιασίματα, οι συμφωνίες, θα γένουν καινούρια για το καλοκαίρι και καινούρια συντροφιά. Έτσι, πρέπει να ξελογαριαστεί η στάνη και να βγει ο λογαριασμός του κάθε μιανού ξεχωριστα, νάναι έτοιμος να πάει όθε τον καλιάζει το καλοκαίρι.
Και μαζώνονται νιά μέρα οι Βλάχοι να ξελογαριαστουν, να κάμουν το λογαριασμό. Το τι γένονταν δε λέγεται. Μαζώνονταν σε νιά άκρη απ’ τα κονάκια, κάθονταν γυροβολιά σταυροπόδι στα χορτάρια, έβγανε ο καθένας το δεφτεράκι του στο γόνατο και το κοντύλι (μολύβι) στο χέρι κι αρχίναγαν και τσιακατιώνταν και φασάριζαν και καυγάδιζαν, καυγάδες ομηρικούς, που κανιά βολά έφταναν και στο ξύλο.
Τόσο χαντά και φασαρία και τσιακατούρα έκαναν, που αν πέρναγε καένας ανίδεος, θα νάλεγε πως θα σκοτωθούν. Τοπιάτικα, ταές, ρόγες, αποδοτλίκια, πεσκέσια, έξοδα, που να βρουν άκρη! Κι όμως εύρισκαν. Κι ας ίδούμε καταλεπτώς πως γένονταν αυτός ο λογαριασμός. Αλλά πρώτα, καλά είναι, να πούμε λίγα πράματα για το πως ήταν φκιασμένο, οργανωμένο το τσελιγκάτο και η στάνη. Το τσελιγκάτο δεν ήταν απλό άθροισμα από ξεχωριστά κτηνοτροφικά, νομαδικά νοικοκυριά. Ήταν βασικά νιά φάρα συγγενική από κάμποσες οικογένειες. Και κοντά σ' αυτή τη φάρα προσκολιώνταν κι άλλες φαμελιές, είτε σα σμίχτες, με κάμποσα δηλαδή πράματα, που απόβλεπαν, για να ζήσουν, κυρίως στο βιό τους, είτε σαν τσιοπάνηδες, με λίγα δηλαδή πράματα, που απόβλεπαν περισσότερο στη ρόγα, το μισθό.
Η πιό πλούσια οικογένεια κι ο πλούτος εδώ μετριώνταν με τα κεφάλια τα πράματα, είχε και το τσελιγκάτο στα χέρια της. Ο τσέλιγκας λοιπόν ήταν ο άρχοντας της στάνης. Κι όσο κρατιώνταν το βιό, πάαινε και το τσελιγκάτο κληρονομικά απ’ τον πατέρα στα παιδιά (τ' αρσενικά βέβαια). Άμα χάνονταν το βιό, ξέπεφτε κι ο τσέλιγκας σε σμίχτη ή και σε τσιοπάνο ακόμα. Ήταν λίγο-πολύ φεουδαρχικό το πράμα. Και τους ξεπεσμένους παλιούς τσελιγκάδες τους σέβονταν κάπως. Κι άκουγες τους Σαρακατσιαναίους να λέν’ κανιά βολά μισοαστεία-μισοσοβαρά «πριτζηπάτα» τα τσελιγκάτα, με τη διαφορά όμως ότι εδώ δεν υπήρχε το φέουδο με τη μορφή μιας έκτασης γης, τη γη την αντικαθιστούσαν οι κοπές, τα κοπάδια. Παλιά, πριν δηλαδή την αγροτική μεταρρύθμιση πώγινε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι Σαρακατσιαναίοι ήταν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, πέρα για πέρα ακτήμονες. Θυμώμαι να λεν: "ωρέ ούτι νιά π'θαμή τόπου να μας θάψουν δεν εχουμι!" Κι όπως τη γη την είχαν οι τσιφλικάδες, οι τσελιγκάδες νοίκιαζαν τα λιβάδια τα χειμερινά, αλλά και τα καλοκαιρινά, άμα ήταν ιδιόχτητα, άπ' αυτουνούς, τους αφεντάδες, όπως τους έλεγαν. Κι οι αφεντάδες τόβρισκαν συμφέρο να νοικιάζουν ένα κομμάτι απ’ τα τσιφλίκια τους για λιβάδι, γιατί έπαιρναν μετρητά και δε χρειάζονταν να κάνουν τίποτ' άλλο, όπως έκαναν με τους κολληγάδες τους, πώπρεπε να τους δίνουν σπόρο, να τους επιτηρούν, να βρίσκονται επί τόπου στο μάζωμα της σοδειάς και τ' αλώνια κλπ. Ύστερα ήταν και τ' άλλο: Τότε τα μισά χωράφια έμεναν άσπαρτα, σ' αγρανάπαυση, δηλαδή νιά ντάμκα σπαρμένα και μίνια άσπαρτα. Και τη ντάμκα την άσπαρτη, τις καλαμιές, τη νοίκιαζε κι αυτή για λιβάδι ο τσιφλικάς. Έτσι τα έξοδα της στάνης αρχίναγαν απ’ το Χινόπωρο, κι ίσως κι απ’ το Καλοκαίρι ακόμα, που ξεκίναγε ο τσέλιγκας απ’ τα β'νά και πάαινε να βρει αφέντη να νοικιάσει λιβάδι. Κι ο τσέλιγκας σε ό,τι έκανε και σ' ό,τι ξόδευε ήταν ανεξέλεχτος. Ποιος μπόρεγε να ξέρει τι ξόδεψε όταν πήγε στη Λάρ’σα ή στο Βόλο (οι παλιότεροι τον έλεγαν Γόλο, τ' άκουσα με τ' αυτιά μου από πολλούς και συγκεκριμένα κι απ’ το μπάρμπα μου το Γιώργο Πολύζο απ’ το Σαρατζή, αλλά κι οι Φιλιππίδης-Κωνσταντάς Γόλο τον λεν στη «Γεωγραφία Νεωτερική της Ελλάδος», Εκδόσεις Έρμης, σελ. 110) να βρει τον αφέντη για το λιβάδι, ή όταν πάαινε να φέρει χασάπη, ή όταν πλέρωνε δικηόρους κι άλλα. Καμιά απόδειξη, καένα δικαιολογητικό. Ο θεός κι η ψυχή του.
Και τώρα ας ματαγυρίσουμε στο λογαριασμό μας και την τεχνική του, όπως μου την εξήγησε ο πατέρας μου. Ο τσέλιγκας, που κράτηγε και τρανύτερα δεφτέρια, γένονταν "μάνα". Δηλαδή το δόσιμο, η χρέωση, ολωνών ήταν προς τον τσέλιγκα, και το πάρσιμό τους, η πίστωση, ήταν πάλι απ’ τον τσέλιγκα. Κι αρχίναγαν με το βιό κι έκαναν τα πράματα «πλάκα». Δηλαδή μάζωναν κι έγραφαν το σύνολο τα πράματα, πούχαν υποχρέωση να πληρώσουν τοπιάτικο, ρόγα, τζερεμέδες κι άλλες υποχρεώσεις. Υπολόγιζαν μαναχά εκείνα πούχαν ζήσει ως τον κωλοκούρο. Όσα είχαν ψοφήσει πριν τον κωλοκούρο δεν τα λογάριαζαν. Κι όσα ψόφαγαν μετά τον κωλοκούρο δεν τα αφαίρεγαν, πλέρωναν κι αυτά. Όμως δεν υπολόγιζαν ίσια πρότα, ίσια γίδια κι ίσια άλογα. Υπολόγιζαν δυο γίδια ένα πρότο κι ένα άλογο δυο πρότα. Τα μετάτρεπαν δηλαδή με αυτήν την αναλογία ούλα σε πρότα.
Αφού έφκιαναν πλάκα το βιό, έφκιαναν πλάκα και τα έξοδα, για να τα ρίξουν στο βιό. Αρχίναγαν με το τοπιάτικο, δηλαδή το λιβαδιάτικο, το νοίκι του λιβαδιού. Κι εδώ ιδίως ο τσέλιγκας κερδοσκοπούσε σε βάρος του κάθε σμίχτη και τσιοπάνη. Δηλαδή με τον κάθε σμίχτη ή τσιοπάνο είχε ξεχωριστή συμφωνία απ’ το Χινόπωρο πόσο τοπιάτικο θα πλέρωνε για το κάθε πράμα του, ας πούμε εκατό δραχμές το κεφάλι, που ήταν παραπάνω από όσο πραγματικά αναλογούσε, αν διαιρούσε το ενοίκιο που πλέρωνε στον αφέντη με τα κεφάλια τα πράματα που βόσκαγαν, που «έτρωγε» το λιβάδι, καθώς έλεγαν, δηλαδή που χώραγε. Βέβαια, στους συγγενείς του, που τους είχε συνήθως και μόνιμη συντροφιά, και που μπορεί και νάξεραν πόσο περίπου το νοίκιαζε το λιβάδι, ήταν καμιά φορά ελαστικότερος, δηλαδή μπορεί να τους χρέωνε κάτι λιγότερο απ’ ό,τι τους άλλους σμίχτες και τσοπαναραίους. Κι αυτό πάλι για το δικό του το συμφέρον τόκανε, γιατί ήταν άνθρωποι δικοί του, της εμπιστοσύνης του, που και το βιό του το πρόσεχαν καλύτερα και γενικά τον φύλαγαν. Πέρα όμως απ’ την κερδοσκοπία πώκανε ο τσέλιγκας, πολλές φορές κερδοσκόπαγαν κι άλλοι, που νοίκιαζαν το λιβάδι απ’ τον αφέντη κι ύστερα το υπενοικίαζαν ολόκληρο και με κέρδος στον τσέλιγκα. Κι αυτουνών το κέρδος απ’ τη στάνη έβγαινε και σε τελευταία ανάλυση από κείνους που φύλαγαν και παιδεύονταν κοντα στο βιό. Έχω τέτοιο υπεκμισθωτήριο της Νταουτζιάς προς το μπάρμπα Κολιό, το ύπ'αριθμόν 28341/7-8-1917 του συμβολαιογράφου Βόλου Βασ. Τσιουπλακίδου. Του την υπενοικίασαν οι Θ. Μπέλας και Μ. Μπομπότης, που την είχαν νοικιασμένη απ’ τον ιδιοκτήτη της, τον Αποστολίδη. στο τοπιάτικο έμπαιναν, δηλαδή προσθέτονταν και οι τζερεμέδες (πεδοκόπια κι άλλα), τα πεσκέσια, ό,τι ξώδευαν να φιλέψουν (μουσαφιρλίκια, ως και καφέδες) ή να καλοπιάσουν κάναν που τον είχαν ανάγκη, τα έξοδα του τσέλιγκα όταν πάαινε έδώ και κει για δουλειές της στάνης, και δω γένονταν μεγάλο φούσκωμα απ’ τον τσέλιγκα, δικαστικά έξοδα από φασαρίες και ξυλοδαρμούς πώκαναν οι τσιοπαναραΐοι στα σύνορα, γιατί «ιά τα πρότα ν’ έκαμι τ' φασαρία, όποιους ν' έκαμι». Έρχονταν ύστερα οι ρόγες για τους τσοπαναραίους, τους αποδότες, το βαλμά. Ο τσιοπάνος έπαιρνε ολόκληρη, σωστή ρόγα. Ο αποδότης μισή, μισορόϊ κι ο βαλμάς διπλή, ή πάντως περσότερη απ’ τον τσιοπάνο. Τα τελευταία χρόνια, όπως μώλεγε ο πατέρας μου, τούχαν βρει άδικο να παίρνει ο αποδότης μισή ρόγα και τώρριχναν τρίτο της ρόγας. Η ρόγα του γιδάρη λογαριάζονταν αχώρια και την πλέρωναν τα γίδια, όσο έρχονταν στο καθένα. Στα χρόνια πριν τον πόλεμο του σαράντα ο μέσος όρος της ρόγας του τσοπάνη ήταν τρεις χιλιάδες δραχμές το ξάμηνο. Κι ανάλογη του αποδότη και του βαλμά. Υπήρχαν όμως και τσελιγκάτα που οι τσελιγκάδες είχαν πολύ βιό ενώ η συντροφιά τους (σμίχτες και τσιοπαναραΐοι) πολύ λίγο βιό και πολλούς τσιοπαναραίους, κι έριχναν δυό χιλιάδες το ξάμηνο, ένας τρόπος δηλαδή να ωφελιώνται πάλι οι τσελιγκάδες. Στις ταές το πράμα ήταν λίγο δυσκολότερο, γιατί δεν ταΐζονταν ούλο το βιό το ίδιο. Μαναχά οι γαλαροκοπές και σπάνια τα ζυγούρια. Και οι γαλαροκοπές δεν κόβονταν σε μίνια και δυό μέρες, κι έπρεπε να κρατιώται λογαριασμός πόσα (καί τίνος) έτρωγαν την κάθε μέρα. Δηλαδή ρίχνονταν (υπολογίζονταν) μαναχά σε κείνα πώτρωγαν πραγματικά ταή.
Αφού γένονταν πλάκα τα έξοδα, λογάριαζαν και τα έσοδα. Πόσα αρνιά πούλησαν και με πόσο την κάθε πουλησιά. Και τόσα ήταν του κάθε μιανοϋ στην κάθε πουλησιά. Κάπως δυσκολότερο ήταν το γάλα, γιατί έπρεπε να ξέρουν κάθε διάστημα πόσο γάλα είχε μετρηθεί στο γαλατά και πόσα πρότα αρμέονταν του καθενός στο διάστημα αυτό. Στο σύνολο το γάλα που είχαν μετρήσει στο γαλατά έβαναν από πάνω και το φαγάρι, αυτό που όπως είδαμε έπαιρναν για τα κονάκια τους ο καθένας και το λογάριαζαν κι αυτό σα να μετρήθηκε στο γαλατά. Κι όταν έβγαναν το δόσιμο του καθενός τον χρέωναν και με το γάλα το φαγάρι πούχε πάρει.
Κατά τον ίδιο τρόπο λογάριαζαν και τα μαλλιά, γιατί κι απ' αυτά, ας τα ζύϊαζαν χώρια ο καθένας, τα λεπτα ταπαιρνε ο τσέλιγκας.
Αφού γένονταν πλάκα ούλα, πράματα, έξοδα και έσοδα, ο λογαριασμός της στάνης σα συνόλου είχε βγει. Ύστερα ο τσέλιγκας έβγανε ξεχωριστα του καθενός το δόσιμο και το πάρσιμο. Στο δόσιμο του καθενός εκτός απ' όσα είπαμε (τοπιάτικο, ρόγες, ταές, φαγάρι γάλα) ο τσέλιγκας πέρναγε και τα ατομικά έξοδα και χρέη του καθενός, γέννημα, ψώνια που τώφερε απ’ το παζάρι, φάρμακα, γιατρό και τέτοια: Έχεις τόσα πρότα, τόσα γίδια, τόσα άλογα. Κάνουν τόσο τοπιάτικο, τόσο ταές, τόσο ρόγες, τόσο γάλα φαγάρι, έχεις και τόσο από γέννημα, από γιατρό για το παιδί σου. Και σε συνέχεια το πάρσιμο: Τόσο από τσιοπανλίκια (ρόγες), τόσο από αρνιά, από γάλα, μαλλιά. Έχω έναν τέτοιον ατομικό λογαριασμό (ξελογάριασμα) τσιοπάνη. Μάλιστα, δεν έλεγαν π.χ. τόσα πρότα με τόσο τοπιάτικο κάνουν τόσο, Αλλά έλεγαν κι έγραφαν: Τόσα πρότα με τόσο «φέρουν» τόσο τοπιάτικο.
Οι τσελιγκάδες τάχαν όλα στο χέρι, δοσίματα και παρσίματα, και τις περσότερες βολές φούσκωναν τα έξοδα και κει γένονταν οι περσότεροι καυγάδες. Ο τσιοπάνος κι ο σμίχτης, και περσότερο ο πρώτος, δεν είχε τίποτα στα χέρια του. Και στο τέλος ή έκανε να πάρει ή να δώκει. Κι ο τσέλιγκας, άν δεν τον έβγανε χρεωμένον (τις κακές ιδίως χρονιές), τον έβγανε ίσια-ίσια. Κι άκουγες τους Σαρακατσιαναίους να λέν για τον τσέλιγκα: «Μι κατάφαγι ου κιαρατάς» ή «μ' έγδαρι ου κατακιαρατάς». Ή όπως είχα ακούσει να λεν για κάτι τσιοπαναραίους του Μαλαμούλη (ήταν ο τρανύτερος Σαρακατσιάνος τσέλιγκας) που με τα χρόνια τα πολλά πούχαν στο Μαλαμούλη είχαν αποχτήσει κάμποσο βιό: «Αυτοίν τάχουν τα πρότα, αλλά ου Μαλαμούλ'ς τ' αρμέει». Έτσι που ο τσιοπάνος ήταν φχαριστημένος αν την Άνοιξη τα κατάφερνε να φύγει με το βιούτσικο τ' σωστό, με κρατημένες τις αρνάδες, αν δηλαδή δεν αναγκάζονταν να τις πουλήσει κι αυτές για να βγει, να ξεχρεωθεί, και κέρδος τη μπομπότα πώφαγε το χειμώνα!
Ο Στέφανος Γρανίτσας στο βιβλίο του «τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» (έκδοση β' Αθήνα) γράφει στη σελ. 82: «Είς μίαν μελέτην περί των Σαρακατσάνων (σκηνιτών) την οποίαν γράφω, παραθέτω φορολογικούς καταλόγους τσελιγκάτων, εις τους οποίους πρώτη μερίς είναι τα «μουσαφιρλίκια». Κατά δέκα λεπτά φορολογεί ο τσέλιγκας έκαστον πρόβατον των υπ' αυτόν σκηνιτών διά την φιλοξενείαν των διαβατών... να ιδήτε μου έλεγαν πέντε εξ Σαρακατσαναίοι που με συνώδευαν...»
Αυτά που γράφει ο Γρανίτσας και που αναφέρονται σε παλιότερη εποχή από κείνη που έζησα εγώ, δείχνουν κι αυτά ότι οι τσελιγκάδες φούσκωναν τα έξοδα κι εκμεταλλεύονταν τη συντροφιά τους.
Θυμώμαι και κάτι που μολόγαγαν για κάτι γειτόνους μας τσελιγκάδες, -ας μην πούμε ονόματα-. Τούχαν δυό το τσελιγκάτο. Ο ένας, νιότερος, πολύ ξύπνιος κι ικανός, αλλά τα έξοδα τα παρουσίαζε παραφουσκωμένα. Ο άλλος γεροντότερος και πιό ανήξερος, τόβλεπε, όπως κι οι υπόλοιποι, το πράμα, ότι τα έξοδα τα παρουσίαζε ο άλλος πολύ φουσκωμένα. Νιά βολά κάπου πήγε κι αυτός για δουλειά της στάνης, Βόλο ή Λάρισα, και στο λογαριασμό πέρασε έξοδα δυό χιλιάδες. Κι όταν τούπε κάποιος "σάν πουλλά ωρέ μπάμπα Βασίλ(η)", απάντησε με αφέλεια: "Ουρέ ξέρου, δεν είνι τόσα, αλλ’ αφού γλέπου τούν άλλουν να βάν(η) συνέχεια, έβαλα κι ιγώ!"
Πέρα απ' αυτά όμως, υπήρχαν και περιπτώσεις που κάνας τσιοπάνος ή σμίχτης δε δέχονταν εύκολα να τον αδικήσουν κι άμα ο τσέλιγκας ήταν σκληρός κι άπληστος, κι ο άλλος δεν είχε και πλάτες, δηλαδή κόσμο να τον υποστηρίξουν, δεν τούχε σε τίποτα να τον δείρουν και να τον διώξουν και δαρμένον.
Με το ξελογάριασμα αρχίναγαν και καινούργια φκιασίματα, συμφωνίες για το καλοκαίρι. Οι περσότερες όμως στάνες, όπως συγγένευαν κιόλας τα κονάκια μεταξύ τους, έμεναν και για το καλοκαίρι όπως ήταν. Το πολύ, αν είχες κάναν τσιοπάνο και μάλιστα παλιοχωρίσιον, που το καλοκαίρι θα πάαινε αλλού, ή στο χωριό του, άμα ήταν παλιοχωρίσιος, να τον συμφώναγες νιά πλέρα να σε βγάλει ως τα β'νά, δηλαδή για τη στράτα.
Και κάτι για τα δεφτέρια που είχαν. Τα φύλαγαν τυλιγμένα σε κάνα σκληρότερο χαρτί, ή σε πανί και μέσα σε κανιά σακαρέλα. Αλλά και είδικόν «χαρτοφύλακα» έφκιαναν με κεροπάνι, που τόρραφταν ώστε νάχει δυό θήκες και ήταν αδιάβροχος. Έχω ένα τέτοιον κεροπάνινον «χαρτοφύλακα», σακούλα τον έλεγαν, απ’ τον πατέρα μου. Και καλαμάρι ασημένιο με θέση-γουρνούλα για το μελάνι και καπάκι από πάνω και συνέχεια μιά ουρά τρύπια από μέσα, για τον κοντυλοφόρο. Αυτό το καλαμάρι έμπαινε εύκολα και στην τσέπη και προ παντός στο σελάχι. Στο μελανοδοχείο δεν έμπαινε σκέτο υγρό ή μελάνη. Θυμώμαι ο πατέρας μου είχε μέσα γνέμα κλωστές, που συγκράταγαν το υγρό της μελάνης και δε χύνονταν.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"