Τις νύχτες το χειμώνα στα κονάκια οι γυναίκες κι ιδίως τα κοριτσόπουλα νυχτέρευαν. Μαζώνονταν σε κάνα κονάκι, πούχε κι αυτό κορίτσια, όχι σε μικροφαμελίτισσες, αυτές δεν είχαν άδεια κι όρεξη για τέτοια, κι έπλεγαν (έπλεκαν) κι έλεγαν και παραμύθια κι απεικαστά (αινίγματα) και τραγούδια. Για να γλέπουν είχαν τη φωτιά και τα πουρνάρια, που τάβαναν ένα-ένα στη φωτιά κι απόλαγαν φλόγα, μπουμπούνα. Ο φέξος δε μπόρ(ε)γε να καίει τόσες ώρες, θα νάταν έξοδο. Και δω που τα λέμε, τα χέρια των κοριτσιών ήταν τόσο σβέλτα και τόσο μαθημένα και πιτήδεια στό πλέξιμο, που οι βέργες πάαιναν μαναχές τους εκεί πώπρεπε.

Μηχανή πάαιναν τα χέρια τους και τα κορίτσια συνερίζονταν και παράβγαιναν ποιο θα πλέξει περσότερο. Έπλεγαν τσουράπια, κάλτσες (τσουράπια χωρίς πατούνα, μόνο το καλάμι, φόραγαν τότε γυναίκες κι άντρες και τέτοιες κάλτσες), φανέλες για κατάσαρκα και γι' απόξω, λαιμοδέτες (κασκόλ), ταμ'τέλες (δαντέλες), πελιτζήκια για φανέλες (γιά την άκρη του μανικιού της φανέλας έπλεκαν λάστιχο κι αυτό τόλεγαν πελιτζήκι), ποστάκια (γυναικείο ρούχο σα μπλούζα), σιάλια, μάλλινες προικιάρικες κι άλλα. 

Να κι ένα σκωπτικό τραγούδι πώλεγαν στο νυχτέρι, όπως το θυμώνταν και μου τώπε ή αδερφή μου η Κατίνα:

Τρεις αδερφάδες είμασταν, γαϊτανι-γαϊτανι,
Κι οι τρεις θα παντρεφτούμε, γαϊτάνι-γαϊτάνι,
η μιά παίρνει το λοχαγό, γαϊτανι-γαϊτανι,
κι η άλλη το γυφτάκι, γαϊτάνι-γαϊτάνι,
κι η τρίτη η μικρότερη, γαϊτάνι-γαϊτάνι,
παίρν’ ένα γεροντακι, γαϊτάνι-γαϊτάνι.
Στό λοχαγό σφάζουν αρνί, γαϊτάνι-γαϊτάνι,
στο γύφτο κατσικάκι, γαϊτάνι-γαϊτάνι,
και στον καημένο γέροντα,, γαϊτάνι-γαϊτάνι,
κουρκούτι στο τηγάνι, γαϊτάνι-γαϊτάνι.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, " Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.