Παζαρευόμασταν στον Αρμυρό. Το παζάρι γένονταν, όπως και τώρα η λαϊκή αγορά, μέρα Σαββάτο. Και πάαιναν κι απ’ τα κονάκια οι άντρες να ψωνίσουν γέννημα, αλάτι, λίγο πετρέλιο, λίγο λάδι, κάνα κρεμμύδι, πιπέρι, κάνα κομμάτι μπακαλιάρο, να κάνουν κανιά δουλειά, να ιδούν το δικη(γ)όρο τους, γιατί είχαν πολλά νταραβέρια οι Σαρακατσιαναίοι με τους δικηγόρους εξ' αίτιας πώκαναν αγροζημιές και φασαρίες στα σύνορα, για γιατρό και φάρμακα. Και θυμώμαι από τώρα κοντα, πούμαν πιανούμενο παιδάκι και πάαινα και γω κανιά βολά, μέρα Σαββάτο μαυρολόγαγαν τα σοκάκια τ' Αρμυρού απ’ τις σκούφιες τις σαρακατσιαναίικες, τόσοι πολλοί ήταν. Τότε ξεχείμαζαν πολλά και τρανά τσελιγκάτα στη γούρνα τ’ Αρμυρού, είναι καλό χειμαδιό, κοντα στη θαλασσα.

Θυμώμαι μικρός, πως πάαινε κι ο πατέρας μου. Καλοφοριώνταν πολύ. το φλώρο παντελόνι του, τ' αδιάβροχα τσαρούχια του με τις τρίχινες τις φούντες, φλώρο κοντό (πουκάμισο) και καινούρια πατατούκα, το ρολόϊ του με την ασημένια καδένα περασμένη στο λαιμό και στο στήθος μπροστα σταυρωτά, σκούφια μαύρη ατλαζένια (τις καλύτερες τις έφκιανε στη Λαμία ενας Μακρόπουλος παλιά), έναν μεγάλον πλατύ φλώρο λαιμοδέτη, «μπουρμπούλι», που μπουρμπούλωνε το κεφάλι με τη φαλάκρα του -καθώς τον θυμήθηκα φαλακρός ήταν- φλώρο ζουνάρι και μέχρι και μαντέκα στο μουστακι, ήταν φοβερά μερακλής, την κάπα του με τα φλώρα γαϊτάνια κι ανέβαινε καβάλα στόν Ψαρή του και με τον ανεψιό του το Γιάννη στο Ντουρή του και κίναγε. Της έβγανε το λάδι της δόλιας της μάνας μου, όσο να τον τοιμάσει και να τον ξεκινήει, τόσο αργοστόλης ήταν. Και κανιά βολά, άμα τώλεγε και κανιά κουβέντα απ’ την αγανάχτησή της, δεν το είχε και σε τίποτα ο πουτσαράς, να την καταχεριάσει κιόλας. 

Στον Αρμυρό πως τα πέρναγε και τι έκανε δεν ξέρω, μα καταλαβαίνω, απ’ όσα κι ο ίδιος μολόγαγε κι η μάνα μου έλεγε υστερότερα με παράπονο, ότι αυτός πάαινε και γκεζέραγε κι έτρωγε κι έπινε στα παζάρια και στις χαρές κι αυτήν ούτε σ’ ένα γάμο δεν την πήρε. Δόλια μανούλα μου, πόσο βασανισμένη κι αδικημένη ήσαν.

Όταν γύρναγε απ’ το παζάρι ο πατέρας, μαζί με τ’ άλλα ψώνια πώφερνε, έφερνε και καλούδια για μας τα μικρά και πρώτα-πρώτα εκατό δράμια χαλβά, απαραίτητον. Μόλις ξεδίπλωνε το χαρτί να μας τον μεράσει, μαζωνόμασταν γυροβολιά σα μαεμένα. Έπαιρνε ο καθένας το μεράδι του και τόγλειφε αγάλια-αγάλα, πασκίζοντας να το κρατήσει περσότερη ώρα, ν' απολάψει τη γλύκα του πλειότερο απ' τους άλλους, να το τελειώσει τελευταίος. Σ' αυτό το παράβγαιμα ολοένα με πέρναγαν οι άλλοι. Αλλά γένονταν και πόλεμος, ποιος θα πάρει το χαρτί πούταν τυλι(γ)μένος ο χαλβάς, να το γλείψει. Τσακωμός φοβερός. Αναγκάζονταν ο πατέρας και το μέραζε κι αυτό, δίνοντας όμως το περσότερο και κανιά βολά κι όλο στο μικρότερον, το Νώντα. Πάλι εγώ στο παράπονο, βούζωνα, έσκαγα απ’ το κακό μου.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.