Μπήκε ο Τρυ(γ)ητής, πέρασε το Παζαράκι, πέρασε και το Καλοκαίρι. Κι οι Σαρακατσιαναίοι αρχινάν να νοιάζονται για τα χειμαδιά.
Στην Καρυά, περνώντας το Παζαράκι, εμείς έδιωχναμε τα γίδια για τη Νταουτζιά, γιατί με τα κρύα και τις βροχές υποφέρουν, «δεν αντέχουν τ' σταλαματιά», όπως έλεγαν κι απορίχνουν. Οι άλλοι οι Καρυώτες, όσοι είχαν γίδια, αναγκαστικά τα κράτηγαν εκεί όσο να φορτώσουν τα κονάκια, γιατί δεν είχαν δικό τους τόπο να τα στείλουν.
Τα β'να άγρεψαν. Δεν τους σηκώνουν άλλο τους Σαρακατσιαναίους. Ήρθε ο καιρός να φύγουν. Πρέπει να τοιμάζονται.
Κείνα τα χρόνια οι Βλάχοι ξεκίναγαν απ’ τα βουνά τέλη Άη-Δημήτρη με το παλιό. Στο παζάρι τ’ Άη-Δημ(η)τριού στην Καρδίτσα, που γένονταν κι αυτό με το παλιό, θυμώμαι βρισκόμασταν στη στράτα, εκεί γυροβολιά στην Καρδίτσα, στο Προσηλάκι. Και πολλές βολές κι η αποκριά για το σαραντάημερο μας εύρισκε δώθε ή πέρα απ’ τα Φέρσαλα, δηλαδή κατά τον Αρμυρό, Κάντζια, νομίζω, λέονταν το μέρος.
Τα παλιά τα χρόνια, άμα φορτώναμε απ’ την Καρυά, πάαιναμε, πρότα και κονάκια, απ' του Καραμανώλη. Υστερότερα τα κονάκια πάαιναν απ’ την κάτω στράτα, απ’ το Νεχώρι. Και τα τελευταία χρόνια, δηλαδή απ’ το τριάντα, πίσω μπροστά, κι εδώθε, πρότα και κονάκια πάαιναν όλα απ’ την κάτω στράτα, απ’ το Νεχώρι.
Όταν πρωταρχίνησαν τα κονάκια να πααίνουν απ’ το Νεχώρι, θυμώμαι στο φόρτωμα, μια διαφορά του πατέρα μου με το μπάρμπα Κολιό.
Τη μάνα του πατέρα μου, τη βαβά μ', την έλεγαν Ζώιω, δηλαδή Ζωή. Πέθανε όταν ήμαν πολύ μικρός, μα τη θυμώμαι πολύ καλά. Η μύτη της απ’ το πολύ καμπούριασμα έκρουγε στη γης. Της είχα πολύ αγάπη. Τσακίζομαν να της φέρω νερό, να της δώκω κάτι που χάλευε, να τη βοηθήσω σ' ό,τι ήθελε. Κι άμα η μάνα μου της έλεγε κανιά κουβέντα, πόσο στενοχωρεύομαν! Έμενε με μάς, ενώ ο παπούλης μου, που δεν τον θυμήθηκα, έμενε με τους Ν'κολαίους. Και μιά παρένθεση εδώ: οι Σαρακατσιαναίοι όταν χώριζαν τ’ αδέρφια, για τα κορίτσια δε γένονταν λόγος, αυτά παντρεύοντας και παίρνοντας τα λίγα ή πολλά σφαχτά για προίκα δεν είχαν να ματακάμουν με την πατρική περιουσία, μέραζαν το βιό τους κι έβγαναν μεράδι και για τους γερόντους, που πάαιναν με τον μικρότερον κατά κανόνα.
Απ’ τη Νεβρόπολη έκαναμε κονάκι στο Προσηλάκι, μια τοποθεσία νοτιανατολικά του Βλάσδου, στην άκρη ακριβώς του κάμπου, σε κάτι χαμηλές χωματοπλαγιές. Εκεί ξεφορτώναμε και την Άνοιξη. Στο Βλάσδο περνώντας, στέκονταν λίγο τα κονάκια, με τ’ άλογα φορτωμένα. Το Βλάσδο ήταν κι αυτό , όπως το Νεχώρι, σκάλωμα, πέρασμα για τους Σαρακατσιαναίους. Από κει πέρναγαν στάνες και στάνες, τρανές και μικρές, αλλά και ξεκομμένες μαγκούλες, φαλκάρια.
Θυμώμαι, κι ένα νόστιμο απ’ το πέρασμα εκεί γύρω στην Καρδίτσα, το Χινόπωρο. Πού ακριβώς είμασταν ξεφορτωμένοι, δε θυμώμαι, ίσως στο Προσηλάκι, ίσως στο Τσιαούσι κοντά. Σ' ένα ρεματάκι, δεν ξέρω πώς, ανακάλυψαν οι Βλάχοι σε νιά γούρνα βαθειά, σ’ ένα βύραγκα όπως λεν, ψάρια, κάτι μικρά, δεν ήταν και τρανά, και πως τους ήρθε η ιδέα, ν’ αδειάσουν τη γούρνα και να πιάσουν τα ψάρια. Και τώρα που το θυμάμαι γελάω. Ήταν ένα σωρό Καρβασαριώτες, το «βρωμάσκερο», όπως τους έλεγαν κοροϊδευτικά οι Καρυώτες, είχαν κόψει το νερό και το είχαν αναμερίσει να μην πέφτει μέσα στη γούρνα...
Το Χινόπωρο δεν έρχονταν όλες τις χρονιές αντάμα με τα κονάκια, και τα πρότα. Εκτός τα ζυγούρια που πάαιναν ολοένα με τα κονάκια. Τα πρότα πολλές βολές τάβαναμε στη Νεβρόπολη, το περσότερο στο Μεσενικολίτικο το μέρος, δηλαδή νοικιάζαμε ξεχινοπωριό, λιβάδι για το Χινόπωρο. Και τάφιναμε πίσω και τα κονάκια τράβαγαν τη στράτα τους. Αλλά και στην Καρυά τάφιναμε πολλές βολές, άμα έκανε καλοκαιρία, όσο να πιάσει χιόνι κι έρχονταν αργά στο λιβάδι το χειμωνιάτικο, όταν κόντευε να τα πάρει ο γέννος.
Το Χινόπωρο που κατεβαίναμε σιακάτ(ου), στα χωριά όθε περνάγαμε, ιδίως εκεί γυροβολιά στην Καρδίτσα, στο Βλάσδο-Προσηλάκι, στο Τσιαούσι, στην Κρύα Βρύση κι αλλού, ύπαρχαν μπαχτσέδες και μποστάνια, μαζωμένα, χαλασμένα πιά τέτοιον καιρό, ξεμποστανιασμένα που λεν. Μα όσο νάναι, όλο και θα κράτ(η)γαν τίποτα απομεινάρια από άχρηστες ντομάτες, σάπιες η κούτσικες σαν κορόμηλα, αγγούρια, καρπούζια, κραμπολάχανα και τέτοια. Όλα αυτά τα τρύγαγαν οι Βλάχοι και δεν άφηναν τίποτα.
Την Άνοιξη οι στάνες κανόνιζαν τη στράτα τους, να φορτώσουν νύχτα-νύχτα, τον τόπο που θα ξεφόρτωναν κι όλα τ’ άλλα, ανάλογα με την ώρα πούθελαν τα πράματα άρμεμα και με το μαξούλι πούθελε κουμαντάρισμα, πήξιμο, μάζωμα, πούλημα. Τώρα το Χινόπωρο όμως πάαιναν με περσότερο αραλίκι. Τα πρότα, άμα έρχονταν κι όσα έρχονταν με τα κονάκια, μπόρ(ε)γαν να σταθούν όθε νάναι, άρμεμα δεν ήθελαν κι ακόμα κι αν δεν τάχαν αφίκει στο χινοπωριό, μπόρ(η)γε, αν τόφερνε η ανάγκη να ξεκόψουν και μίνια και δυό μέρες απ’ τα κονάκια.
Εκείνα τα χρόνια το Χινόπωρο στη στράτα, οι γριές και τα λιανοπαίδια, επειδή, όσο νάναι, δε μπόρ(ε)γαν να περπατήσουν τόσο όσο οι άλλοι κι ήταν δύσκολο, αν ξεκίναγαν αντάμα με τα κονάκια, να παν' κοντά τους στη στράτα με το ρυθμό που περπάταγαν εκείνα, ξεκίναγαν πριν φορτώσουν τα κονάκια, νωρίς, και πάαιναν σιαμπροστά, να πάρουν τόπο, ώστε όσο να τους φτάσουν τα κονάκια, νάχουν περπατήσει την πολλή τη στράτα. Αυτό τόλεγαν «σιαμπροστά».
Θυμώμαι νιά βολά, είμασταν ξεφορτωμένοι δώθε (δυτικά περίπου) απ’ τα Φέρσαλα, κάπου εκεί στο Βάλτο. Όλος εκείνος ο τόπος τότε, ο κάμπος δηλαδή μόλις κατεβαίνουμε σήμερα το δρόμο απ’ το Δομοκό, ως πέρα κατά το Δεμερλή, ήταν τότε βάλτος απέραντος και πυκνός, γιομάτος βούρλα κι άλλα νερόχορτα. Και το μέρος εμείς το λέγαμε Βάλτο. Τόσο τρανός και πυκνός ήταν, που κράτηγε λύκους και τους θυμώμαι πως ούρλιαζαν τη νύχτα, καθώς είμασταν ξεφορτωμένοι εκεί. Τώρα τον αποξέραναν το βάλτο αυτόν, βάθαιναν μου φαίνεται και το ποτάμι της Κακάρας, κι έγινε ένα όμορφο και καρπερό κομμάτι τού θεσσαλικού κάμπου, παντού βαμπακοσπαρμένο και ποτιστικό. Όμως τότε ήταν αλλιώτικο.
Ένα κομμάτι απ' τ’ αριστερό το φρύδι μου λείπει. Όποιος το παρατηράει για πρώτη φορά, με ρωτάει, «που τραυματίστηκες;». Κι όμως δεν τραυματίστηκα, κάηκα. Το πως δεν το θυμώμαι, ήμαν ενού-δυό χρονών. Μα το ξέρω απ’ τις διηγήσεις της μάνας μου, που το πικράθηκε και το πλέρωσε ακριβά. Ήταν Χινόπωρο στη στράτα. Είμασταν ξεφορτωμένοι πέρα απ’ τα Φέρσαλα, κάπου εκεί στην Κάτζια. Μόλις είχαν στήσει τις τέντες κι έβρεχε. Έφκιασε φωτιά η μάνα μου απόξω απ’ την τέντα και για να μην καπνιστεί η τέντα, έμασε κάρβουνα απ’ τη φωτιά, θράκα, τάβαλε στο γάστρο, αναποδογυρισμένον, και τον έφερε το γάστρο μέσα στην τέντα, να ζεσταθούμε.
Να γένναγε νιά πρατίνα στη στράτα, μπορεί να της έπαιρνε ο Σαρακατσιάνος τ’ αρνί στα χέρια την πρώτη μέρα, ή να τόριχνε πανωσάμαρα σε κάνα άλογο. Να γένναγε όμως νιά γναίκα, σα δύσκολο να την έβαναν καβάλα, τι να τόκαναν το φόρτωμα. Ίσως να φορτώνονταν και το μωρό στην πλάτη της. Να κάτι πώγινε μετά που πήγα σχολείο στην Καρδίτσα και δεν τόζησα, μα τόλεγαν. Ήταν τα κονάκια μας ξεφορτωμένα το Χινόπωρο κάπου εκεί κοντά στο Δεμερλί, που περνάν τα τραίνα. Και το βράδυ γέννησε η γυναίκα του ξάδερφου μου του Κώστα.
Αν στην ανοιξιάτικη τη στράτα το φαΐ ξεκίναγε απ’ το γάλα, το Χινόπωρο ξεκίναγε απ’ τον τραχανά. Νυχτούλια ακόμα και πριν καλά-καλά ξυπνήσουν όλοι, σε κάθε τσιατούρα έβραζε ο τραχανάς. Μαζώνονταν όλη η φαμελιά και τον έτρωγε ζεστόν-ζεστόν. Το βιολί αυτό με τον τραχανά ξακολούθαγε και το Χειμώνα, ως τις αποκριές. Ακόμα θυμάμαι, πως ζεματιόμασταν απ’ αυτόν το καυτό τραχανά και τη μάνα μου να μας λέει: «Φάτι πιδάκια μ' ζιστ'ούτσ(ι)κουν, να ζισταθεί η καρδούλα σας»! Άλλο φαΐ, πάσα ώρα και στιγμή ήταν το ψωμοτύρι. Ζεστή-ζεστή μπομπότα, ψημένη στο ταψί, με τουλουμοτύρι βουνίσιο ήταν πεντανόστιμο φαΐ.
Τούτο που θα πω τόζησα ο ίδιος μικρός-μικρός. Ο Τζιαναρλής είναι ο Ενιπέας ποταμός. Τον περνάγαμε κάθε Χινόπωρο, κάπου εκεί στο Κουκλόμπασι, ενώ την Άνοιξη τον περνάγαμε, μου φαίνεται, πάρα κάτω σε γεφύρι. Γέφυρα όμως το Χινόπωρο δεν ύπαρχε είπαμε εκεί που περνάγαμε. Και νιά βολά είμασταν ξεφορτωμένοι κατά από δώθε απ’ τον Τζιαναρλή κι ήθελαμε να περάσουμε από πέρα. Περασμένος Χινόπωρος, θα νάταν Χαμένος, έβρεχε μέρες και το ποτάμι ήταν κατεβασμένο θάλασσα και θελό σαν αγραφάμα. Πέρασαν μπροστά τα κοπάδια. Τα στρίμωναν, θυμώμαι, στην άκρη στο ποτάμι και με τουφεκιές τ’ ανάγκαζαν να ρίχνωνται στο νερό.