Μπήκε ο Τρυ(γ)ητής, πέρασε το Παζαράκι, πέρασε και το Καλοκαίρι. Κι οι Σαρακατσιαναίοι αρχινάν να νοιάζονται για τα χειμαδιά.
Στην Καρυά, περνώντας το Παζαράκι, εμείς έδιωχναμε τα γίδια για τη Νταουτζιά, γιατί με τα κρύα και τις βροχές υποφέρουν, «δεν αντέχουν τ' σταλαματιά», όπως έλεγαν κι απορίχνουν. Οι άλλοι οι Καρυώτες, όσοι είχαν γίδια, αναγκαστικά τα κράτηγαν εκεί όσο να φορτώσουν τα κονάκια, γιατί δεν είχαν δικό τους τόπο να τα στείλουν.
Τα παλιά τα χρόνια, το ξεκίνημα τα γίδια γένονταν κάπως επίσημα κι έπαιρνε γιορταστικό χαραχτήρα. Μαζώνονταν πολλοί άντρες, τα μέτραγαν εκεί στη λάκκα, ή στο διάσελο στον Αη-Λιά, τα όρμωναν κατά τη Σουφλερή και τα καταβόδωναν με τουφεκιές και μ' ευκές για ώρα καλή και καλόν Χειμώνα. Οι γιδαραίοι γύρναγαν αδέ τότε στα κονάκια τους, έτρωγαν, έπαιρναν τα τρουβάδια τους στο ώμο γιομάτα ψωμί και τυρί για κάμποσες μέρες, όσο σήκωναν, έριχναν στην πλάτη τους και τις καινούριες κάπες τους κι αποχαιρετώντας τους άλλους, έκαναν το σταυρό τους κι έπαιρναν αδρομώντας και πηδώντας χαρούμενα τον κατήφορο κατά τη Σουφλερή, να τα φτάσουν.
Και δεν ήταν μαναχά οι κάπες τους καινούριες. Όλη η φορεσιά τους, από πατατούκα, γιλέκι, παντελόνι ή πανωβράκι, μέχρι τα τσαρούχια τους και τα μέσα σκ(ου)τιά τους, κατάσαρκα, ήταν κατακαίνουργα. Κι έριχναν και στο μανικοκάπι τους και κάνα δεύτερο ζευγάρι τσουράπια, εφεδρικά. Το μανικοκάπι όμως κράτ(η)γε κι άλλα πράματα. Τόραφταν στην άκρη κι έριχναν εκεί μέσα ξυμποκέρι (ξυγκοκέρι), κειάφι (θειάφι), κάνα μικρομάχαιρο, τίποτ' άλλο και κανιά βολά και το κουμπούρι τους, άμα ήθελαν να μη φαίνετα στη μέση τους. Το ξυμποκέρι τόφκιαναν με λουρίδες πανί και ξύγκι, που τις πασπάλιζαν και με κιάφι, τυλιμένο με άλλο πανί απόξω και ραμμένο σα λουκάνικο. Τους χρειάζονταν για κερί ν’ ανάφτουν φωτιά, και με βροχή ακόμα. Άναφταν με τον πριόβολο νιά ίσκνα, την έβαναν στην άκρη του ξυμποκεριού, έρριχναν και λίγη κειάφη, αν δεν είχε μέσα το ξυμποκέρι και φυσώντας-φυσώντας το λαμπάδιαζαν κι έτσι άναφταν φωτιά, και με τίποτα φρύγανα στεγνά.
Τα γίδια το Χινόπωρο έφταναν απ’ την Καρυά στη Νταουτζιά μέσα σε τέσσερες-πέντε μέρες. Έπαιρναν τόπο, γιατί ούτε άρμεμα ήθελαν, ούτε άλλο τίποτα. Κι ύστερα οι «σακαές» έχουν ποδάρια.
Κανιά βολά νοικιάζαμε και ξεχινοπωριό για τα γίδια, στο Μπόσκλαβο, το Τιτάι, ή σε κάνα άλλο χωριό εκεί στα ριζά, απ’ αυτά πούχαν τόπο με κλαρί, με ντούσικο (δρυ). Στην κατοχή πήγα και γω μιά χρονιά, το σαράντα τρία πρέπει νάταν, δε θυμάμαι σίγουρα, με το Γιώργο και τον πατέρα μου τα γίδια μας απ’ την Καρυά στη Νταουτζιά το Χινόπωρο, νωρίς το Σεπτέμβρη.
Τα γίδια έφυγαν, αλλά εμείς είμαστε ακόμα στα β'νά. Κι άμα μπει ο Χινόπωρος και πιάσουν τα πρωτοβρόχια, τα β'να αρχινάν κι αλλάζουν. Κατσουφιάζουν κι οι κορφές τους πιάνουν κατσιούλα, ανταριάζουν. Θυμώμαι, έβρεχε κι ύστερα καλοκαίριαζε, χορτάριαζε ο τόπος και τα πρότα έβοσκαν απλωμένα στις λάκκες, με το μαλλί τους ξεπλυμένο και ξασπρισμένο απ’ τις βροχές. Τα τσιουγκάνια και τα πετρωτά έλαμπαν στον ήλιο κι όλος ο τόπος σα να β(γ)ήκε από λουτρό, φαίνονταν ξανανιωμένος κι όμορφος. Μα δεν κράτ(η)γε και πολύ η καλοκαιρία. Ματαρχίναγαν οι βροχάδες και τα ντουρλάπια, όλο και πιο δασύτερες και δυνατές. Κι έρχονταν μπόρες και κατεβασιές κι αστραπές και μπουμπουνητά κι άγρευαν (αγρίευαν) τα σύμπαντα και σώκοβαν το αίμα. Άμα συγνέφιαζε κι αντάριαζε, σκοτείνιαζαν ούλα. Μαύρα σύγνεφα στον ουρανό, μαύρα τα έλατα στις πλαϊές, μαύρα τα τσιουγκάνια, μαύρες οι λαγκαδιές, ούλα μαύρα και σκοτεινά. Και σα νάθελαν να συντριφτούν τόνα απάν' στ’ άλλο. Αρχίναγαν οι αστραπές, σαν τα πρώτα λιανοντούφεκα στον πόλεμο, κι ύστερα τα βαριά κανόνια, τα μπουμπουνητά, ταράζονταν συθέμελα ο τόπος. Μπουμπούνιζε σε νιά μεριά, κι όπως τον έπαιρνε το βρόντο το Μαυροστέφανο και τον έριχνε στο Ριζοστέφανο και κείνο στο Μπιτζινήσι κι από κει στην Παπατσάβρα και κείνη ματαπάλι στο Μαυροστέφανο, κι έρχονταν κι ανακατώνονταν και μπερδεύονταν, σα νάριχναν ανάκατα πολλές αντάμα πυροβολαρχίες με βαριά κανόνια. Σού κόβονταν η ανάσα κι έλεγες, πάει, τελείωσε, ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Και θυμώμαι τη μάνα μου, σε κάθε αστραπομπουμπουνητό που σταυροκοπιόνταν κι έλεγε κάθε φορά, «Ιησούς Χριστός, Ιησούς Χριστός».
Κι άμα ήταν νύχτα, το πράμα ήταν δυο και τρεις βολές πιο φοβερό. Έδωνε-έδωνε κάμποση ώρα το αστραποβόλημα και το μπουμπουνητά κι ύστερα ξέσπαγε μπόρα σαν την κόλαση. Τι ήταν εκείνο πώριχνε! Λες κι ήθελε να τα πνίξει όλα μέσα σε λίγα λεπτά. Και τ’ αστραποβρόντημα να μη σταματάει. Κι έφταναν οι κατεβασιές. απ' ολούθε. Στα ξερολάγκαδα, στα ρέματα, στα ρεματάκια, στα ποτάμια και τα ποταμάκια, στα πλάϊα, στις λάκκες, ολούθε κατέβαινε θάλασσα το θελό νερό και στο διάβα του δεν άφηνε τίποτα λόρθο, λιθάρια, χώματα, έλατα ξερίζωνε, κοτρώνια παράσερνε, στράτες χάλαγε, και τι πάταγο, τι βρόντο, τι φοβερό βουητό πώκανε! Η λάκκα μπροστά στα κονάκια γένονταν γιαλός. Κι η μπόρα έδωνε, έδωνε ώρες και κανιά βολά και μέρες και νύχτες. Κι άμα πέρναγε και σταμάταγε κανιά βολά και καθάριζε ο ουρανός κι έβγαινε ο ήλιος, κι έβγαινες και συ απ’ το καβούκι σου, κι αγνάντευες νιά γυροβολιά τον τόπο, δεν τον γνώριζες. Ήταν ολούθε σακατεμένος και καταπληϊασμένος απ’ τη δαρτή βροχή, τη μπόρα και τις κατεβασιές. Εδώ νεροφαγώματα, εκεί κοτρώνια ξεκομμένα, παρέκει έλατα ξεριζωμένα, από πέρα στην Παπατσάβρα κανάλες ολόκληρες με ξουρισμένα τα έλατα στα νόχτια τους.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"