Θυμώμαι νιά βολά, είμασταν ξεφορτωμένοι δώθε (δυτικά περίπου) απ’ τα Φέρσαλα, κάπου εκεί στο Βάλτο. Όλος εκείνος ο τόπος τότε, ο κάμπος δηλαδή μόλις κατεβαίνουμε σήμερα το δρόμο απ’ το Δομοκό, ως πέρα κατά το Δεμερλή, ήταν τότε βάλτος απέραντος και πυκνός, γιομάτος βούρλα κι άλλα νερόχορτα. Και το μέρος εμείς το λέγαμε Βάλτο. Τόσο τρανός και πυκνός ήταν, που κράτηγε λύκους και τους θυμώμαι πως ούρλιαζαν τη νύχτα, καθώς είμασταν ξεφορτωμένοι εκεί. Τώρα τον αποξέραναν το βάλτο αυτόν, βάθαιναν μου φαίνεται και το ποτάμι της Κακάρας, κι έγινε ένα όμορφο και καρπερό κομμάτι τού θεσσαλικού κάμπου, παντού βαμπακοσπαρμένο και ποτιστικό. Όμως τότε ήταν αλλιώτικο.

Είμασταν ξεφορτωμένοι εκεί και την άλλη μέρα, που ήταν να κάμουμε το κονάκι Βάλτο-Κάτζια, δηλαδή πέρα απ’ τα Φέρσαλα καθώς πάαιναμε, ξεκινήσαμε εμείς τα μικρά κι άλλα αντάμα με τη βαβά μ’ τη Ζώϊω κι άλλες γριές σιαμπροστά. Περπατήσαμε σιγά-σιγά και φτάνοντας και περνώντας την Κόκα -ένα διάσελο ανάμεσα σε δυο μικρά βουνά, που εκεί περνάει και σήμερα ο δρόμος- πήραμε και περπατάγαμε απάν' στή δημοσιά πρός τα Φέρσαλα. Τι καινούριο, τι παράξενο και τι χαρά, τότε, για ένα Βλαχόπουλο να περπατάει απάνω στη δημοσιά, πούχε απλό σκυρόστρωμα. Τι ίσια στράτα! Χοραμπήδαγαμε, θυμώμαι, για να χορτάσουμε την ισιάδα της. Πήραμε τον κατήφορο απ’ την Κόκα και περπατάγαμε κα(τα) τα Φέρσαλα. Είχαμε περπατήσει ώρα πολύ, είχαμε αποστάσει, μας έφτασαν τα κονάκια. Χαρά! Και να, εκεί που περπατάγαμε όλοι αντάμα , πέρναγε ένα κάρρο, σα σούστα ήταν, πρός τα Φέρσαλα. Ο πατέρας μου είχε φαίνεται δουλειά, να φτάσει μπροστά απ’ τα κονάκια στα Φέρσαλα, είδε και μας και τη βαβά ποσταμένα, δεν ξέρω πως σκέφτηκε, σταμάτησε τον καρροτσέρη, τον συμφώνησε νιά πλέρα, και νάσου κι ανεβαίνουμε όλοι, η βαβά μ', εμείς τα λιανοπαίδια κι ο πατέρας μου, στην καρότσα και ξεκινάμε τρέχοντας. Θεέ μου, τ' ήταν εκείνο! τι χαρά κι απόλαψη! αν κρίνω με τα σημερινά τα μέτρα, για μένα τότε η καρότσα εκείνη έτρεχε γληγορώτερα κι από αεροπλάνο. Καθόμασταν μ’ ανοιχτό το στόμα και γκουρλωμένα μάτια, τήραγαμε και προ παντός θαμαίνομασταν τη γληγοράδα της καρρότσας. Έφτασαμε στα Φέρσαλα όσο να πεις κρεμμύδι.

Εκεί στο παζάρι, στην αγορά, μας άφικε ο πατέρας μου μαζί με τη βαβά μας σε νιά ακρούλα, για να πάει για τη δουλειά του. Και μείς τα μικρά με γκουρλωμένα μάτια δε χορταίναμε να τηράμε γυροβολιά και να γλέπουμε. Τι μπορεί νάχαν τα δόλια τα Φέρσαλα τότε, κι όμως στο παιδικό μου μυαλό έμεινε, σαν το πιο τρανό πράμα που είδα ποτέ, τα μήλα τα σωριασμένα στις κόφες ενός μανάβικου. Δε μπόρ(η)γε να χωρέσει το μυαλό μου, ότι ήταν δυνατό να υπάρχουν τόσο πολλά κι όμορφα μήλα εκεί μπροστά μου, σα να πρόκονταν με τα τωρινά μου μέτρα για χιλιάδες τόνους και πάρα πάνω. Τόση εντύπωση μώκαμε το μπούγιο κι η ομορφιά τους. Ευτυχώς ο πατέρας μου μας πήρε κι απ’ αυτά και χαλβά κι έγλειφαμε λιγωμένα απ’ τη γλύκα και τήραγαμε, τήραγαμε. Πήρε και γ(ου)ρουνίσιο κριάσ(ι) ο πατέρας μου, μας έφτασαν και τα κονάκια, ξεκινήσαμε, έφτασαμε στην Κάτζια και θυμώμαι το κριάσ(ι) που τόφκιασε η μάνα μου στο τηγάνι.

Και μιά πούπαμε για κρέας, ας πω κι ένα παράπονο της μάνας μου, που τώλεγε συχνά τού πατέρα μου και στα γεράματά της ακόμα. Πέρναγαν, όπως έλεγε, Χινόπωρο με τα κονάκια στο Νεχώρι. Ήταν γκαστρωμένη στο Νώντα. Στο Νεχώρι είδαν ψητό να πουλιέται, ζήλεψε η καημένη η μάνα μου, τού ζήτησε ν’ αγοράσει λίγο. Εκείνος αναβλητικός, λίγο σφιχτός, «άειντι πάρα κάτ', αλλού, θα πάρουμι». Όμως ακόμα είχε να της πάρει κι έμεινε η μανούλα μου με τη ζήλεια και κάθε φορά που τόφερνε η κουβέντα, τού το πέταγε το παράπονο...

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.