Το Χινόπωρο που κατεβαίναμε σιακάτ(ου), στα χωριά όθε περνάγαμε, ιδίως εκεί γυροβολιά στην Καρδίτσα, στο Βλάσδο-Προσηλάκι, στο Τσιαούσι, στην Κρύα Βρύση κι αλλού, ύπαρχαν μπαχτσέδες και μποστάνια, μαζωμένα, χαλασμένα πιά τέτοιον καιρό, ξεμποστανιασμένα που λεν. Μα όσο νάναι, όλο και θα κράτ(η)γαν τίποτα απομεινάρια από άχρηστες ντομάτες, σάπιες η κούτσικες σαν κορόμηλα, αγγούρια, καρπούζια, κραμπολάχανα και τέτοια. Όλα αυτά τα τρύγαγαν οι Βλάχοι και δεν άφηναν τίποτα.

Και τάτρωγαν σα νάτρωγαν παντεσπάνι. Κι άμα έπαιρναν σβάρνα κάναν μπαχτσέ ή κάνα μποστάνι, ήταν σα να πέρναγε από 'κει ακρίδα. Τέτοια καταστροφή και λεηλασία έκαναν.

Κάστανα και πατάκες στη Νεβρόπολη, μπουρμπουλόϊα σταφύλια στ’ αμπέλια τα Μπλάζ(ι)να (του Βλάσδου), παλιοντομάτες κι αγγούρια στην Κρύα Βρύση κι ό,τι άλλο βρίσκονταν πάρα κάτω στη στράτα τους, καλοδεχούμενο και καλοφάγωτο ήταν για τους καημένους τους Σαρακατσιαναίους. Ακόμα και γυφτοφάσουλα προμηθεύονταν στα καμπίσια τα χωριά, δίνοντας κανιά παλιόκαπα, κάνα παλιοκατσ'λάρ(ι), κάνα παλιοπανωβράκι ή άλλο παλιοσέϊ.

Και παλιότερα, καθώς είχα ακούσει να μολογάν, δεν τούχαν και σε τίποτα να πάν' τη νύχτα, όχι όποιος-όποιος, αλλά όσοι τούχαν στην κούτρα τους και τόλεγε κι η περδικούλα τους, σε χωριά, αλάργα από 'κει πούταν ξεφορτωμένοι, να «πατήσουν», δηλαδή, να ληστέψουν, να λεηλατήσουν, και κάνα μαγαζί ή κάνα νοικοκυρόσπιτο που λογάριαζαν νά'χει πράμα....

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.