Τη μάνα του πατέρα μου, τη βαβά μ', την έλεγαν Ζώιω, δηλαδή Ζωή. Πέθανε όταν ήμαν πολύ μικρός, μα τη θυμώμαι πολύ καλά. Η μύτη της απ’ το πολύ καμπούριασμα έκρουγε στη γης. Της είχα πολύ αγάπη. Τσακίζομαν να της φέρω νερό, να της δώκω κάτι που χάλευε, να τη βοηθήσω σ' ό,τι ήθελε. Κι άμα η μάνα μου της έλεγε κανιά κουβέντα, πόσο στενοχωρεύομαν! Έμενε με μάς, ενώ ο παπούλης μου, που δεν τον θυμήθηκα, έμενε με τους Ν'κολαίους. Και μιά παρένθεση εδώ: οι Σαρακατσιαναίοι όταν χώριζαν τ’ αδέρφια, για τα κορίτσια δε γένονταν λόγος, αυτά παντρεύοντας και παίρνοντας τα λίγα ή πολλά σφαχτά για προίκα δεν είχαν να ματακάμουν με την πατρική περιουσία, μέραζαν το βιό τους κι έβγαναν μεράδι και για τους γερόντους, που πάαιναν με τον μικρότερον κατά κανόνα.
Φαίνετα στην περίπτωση εδώ του πατέρα μου και του μπάρμπα Κολιού, για να μη βγάλουν ξεχωριστό μεράδι και για τους γερόντους άμα θα πάαιναν και οι δυό στον έναν, το βρήκαν καλύτερο για να γένει η μοιρασιά στα δυό, να μοιραστούν κι οι γερόντοι ο ένας στον έναν κι ο άλλος στον άλλον. Άλλωστε χειμωνοκαλόκαιρο αντάμα είμασταν, το Χειμώνα τα καλύβια μας τάφκιαναμε τόνα δίπλα στ’ άλλο και το Καλοκαίρι τα σπίτια μας είχαν μίνια αυλή.
Ας είναι, η βαβά μ' ήταν με μάς. Ήταν όμως πολύ γριά και νιά χρονιά το Χινόπωρο πού ξεκινάγαμε για τα χειμαδιά, ήταν βαριά άρρωστη. Είχε και πρηστεί, μου φαίνεται. Ποιος ξέρει τι να είχε η βαβούλα μ', πού γιατρός, πού φάρμακα. Όταν λοιπόν φορτώσαμε και ξεκινήσαμε, η βαβά δε μπόρεγε νάρθει, ούτε περπατώντας, ούτε καβάλα. Έκατσε πίσω ο πατέρας μου, κράτησε κι έναν ανεψιό του, την έβαλαν καβάλα στο μουλάρι μας την Τσεβούλα και κρατώντας την, σκεδόν σα φορτωμένη, την έφτασαν κάποτε με χίλια βάσανα, εκεί πούμασταν ξεφορτωμένα τα κονάκια, στ’ αλωνάκι, έτσι το λεν το μέρος, νιά λακκούλα δώθε απ’ το Πλακωτό , κατάστρατα, απ' κάτ’ απ’ τον Άη-Λιά της Καρύτσας. Την κατέβασαν, την έβαλαν κι έκατσε μπροστά στη φωτιά, έβαλε η μάνα μου ένα σαμάρι από πίσω της, ν’ ακουμπάει καλά. Κι ο πατέρας μου, το θυμώμαι, πήγε αμέσως κι έκοψε με το μαχαίρι του ξύλα, δέντρα (δρυς), ήταν απόβρεχο κι έκανε κρύο, κι έφκιασε δυνατή φωτιά μπουμπούνα. Εγώ στέκομαν κοντά στη βαβά γονατιστός και την τήραγα στα μάτια, μη θελήσει τίποτα. Ήταν καταρρεμένη, δε μπόρεγε ούτε να κρίνει κι όλο βόγγαε. Κάποια ώρα καθώς ζεστάθηκε λίγο κι αναμέλιασε απ’ τη φωτιά, ανασήκωσε το χέρι της και κάτι πάλευε κι ανασκάλευε στον κόρφο της. Η μάνα μου κατάλαβε τι ήθελε. Φεύγοντας απ’ την Καρυά της είχε βάλει στην τσέπη της, από μέσα στον κόρφο της, ένα χαρτάκι με λίγες καραμέλες και κάνα-δυό λουκούμια, για να βάνει στο στόμα της. Και γι' αυτό είπε: «Καραμέλα, Γιάννη μ' θέλ(ει) να πάρ(ει)». Εγώ τομ' χάραξε το λόγο η μάνα μου, τσακίστηκα να βάλω το χέρι μου στον κόρφο της, να βγάλω το χαρτάκι, ένας στρατσάκος ήταν, να το ξετυλίξω και να πάρω ένα λουκούμι να της το βάλω στο στόμα. Η βαβούλα μ' με τήραγε κι έκαμε να σαλέψει τα χείλια της, να ματσιαλίσει το λουκούμι. Μα δε μπόρεσε. Απόμεικε έτσι με το λουκούμι στο στόμα. Εγώ την τήραγα με αγωνία και δεν καταλάβαινα. Μα οι τρανοί κατάλαβαν. «Πάει, ξεψύχησε», είπαν. Τότε κατάλαβα κι εγώ ότι η βαβούλα μ' πέθανε. Και με μιας όλος ο πόνος κι η αγωνία μου ξέσπασαν σ' ένα δυνατό, απελπισμένο κι αλάρωτο κλάμα. «Ώ πώ πώ βαβούλα μου...» Έκλαιγα τόσο δυνατά κι απαρηγόρητα, που για μιά στιγμή οι τρανοί άφικαν τη βαβά και προσπάθαγαν να συνεφέρουν και να παρηγορήσουν έμενα.
Βαβούλα μου, και τώρα που σε θυμώμαι, πονάω. Έφεραν παπά απ’ την Καρύτσα, την πήγαν και την έθαψαν απάνω στον αη Λιά της Καρύτσας. Εμένα δε μ’ άφικαν να πάω. Και πολύ μώμεινε στη θύμηση ο πεθαμός της βαβάς. Κι άντρας ακόμα, άμα πέρναγα απ' τ Αλωνάκι, και πέρναγα συχνά, γιατί είναι στη στράτα, πάντα σφίγγονταν η καρδιά μου στη θύμησή της.
Και κάτι υστερότερο. Δεν ξέρω πως έγινε και δεν την ξέχωσαν τη βαβά. Δεν ήταν εύκολο, γιατί δεν ήταν και κοντά εκεί πώμεναμε, δεν ξέρω πως. Θυμώμαι όμως πώλεγε η μάνα μου, ότι την είδε στον ύπνο της κάπως κι αυτό το ξήγαγε σαν παράπονο που δεν την ξέθαψαν ακόμα. Βασάνιζαν πολύ τα όνειρα τη μάνα μου.
Ο καημένοι οι Σαρακατσιαναίοι εκείνα τα χρόνια, όπως γύρναγαν από χειμαδιό σε χειμαδιό κι από βουνό σε βουνό, έτσι άφηναν και τα κοκκαλάκια τους όπου τύχαινε, στο βουνό που ξεκαλοκαίριαζαν, στον κάμπο που ξεχείμαζαν, στη στράτα... Γι' αυτό και οι ηλικιωμένοι είχαν μαζί τους και τη φορεσιά για τον πεθαμό τους, τα νεκροσκούτια τους, τη «νεκραλλαξιά». Σχετικά με τις συνήθειες πούχαν γύρω απ’ το θάνατο, λίγα πράματα θυμάμαι, γιατί και λίγες περιπτώσεις έτυχαν και μάλιστα στο στενό κύκλο που ζούσαμε, εκτός από δυο πράματα.
Πρώτα-πρώτα τα μοιρολόγια. Τους μοιρολόγαγαν πολύ τους πεθαμένους, ιδίως οι γυναίκες. Τα μοιρολόγια αυτά δεν ήταν ορισμένα, αλλά αυτοσχεδίαζαν οι γυναίκες εκείνη την ώρα, κι ανάλογα με την περίπτωση, αν ήταν νιός η γέροντας ο πεθαμένος, τη συγγένεια κλπ. Ήταν μακρόσυρτα, χλιμιτριστά και σώσκιζαν την καρδιά. Οι γυναίκες, μανάδες, αδερφάδες, σύζυγοι, τράβαγαν τα μαλλιά τους, έσκιζαν τα μάγουλά τους. Κι όχι μαναχά εκείνη τη στιγμή κι ως την ώρα της ταφής, αλλά κι υστερότερα για μήνες και για χρόνια και σε κάθε ευκαιρία, ιδίως άμα βρίσκονταν μαναχές τους για δουλειά στο λόγγο ή αλλού. Θυμώμαι η μάνα μου, άμα μ' έπαιρνε και πάαιναμε στη γιαγιά στην Καρύτσα, εκεί σ' ένα ξωκκλησάκι, στον αη-Νικόλα στο Παλιοχώρι της Καρύτσας, σταμάταγαμε ολοένα κι έκλαιγε μοιρολογώντας έναν ξάδερφο της Κωστή Ζαρογιάννη, που σκοτώθηκε σε φασαρία και τον είχαν θάψει εκεί. Κι ένα Καλοκαίρι πούχε πεθάνει ένα αδερφάκι μου, μικρό ενός χρονού, ύστερα το Χειμώνα στη Νταουτζιά άμα μ' έπαιρνε για συνοδεία και πάαινε για ξύλα, εκεί πούταν μαναχή της και μάζωνε τα ξύλα, έκλαιγε και μοιρολόγαγε. Μοιρολόγαγαν σαν τις Μανιάτισσες οι Σαρακατσιάνες και οι άλλοι, οι χωριάτες, τις κορόιδευαν για τα μοιρολόγια τους αυτά. Αχνά θυμώμαι μιά ιστορία πώλεγαν για ένα άλογο του Δεσπότη, που σε μιά περιοδεία του ψόφησε στην Καρύτσα και μαζώχτηκαν, λέει, οι Βλάχισσες και το μοιρολόγαγαν τ’ άλογο!
Να και μερικά στιχάκια μοιρολογιού πούχα την ατυχία ν’ ακούσω τώρα μεγάλος πιά, και τα συγκράτησα:
Παράγγειλα στη μαύρη γης, μαύρη κι αραχλιασμένη,
αυτή τη νιά που σούστειλα, να μην την αραχλιάσεις,
να την καλοκοιτάς, να την καλοταϊζεις.
Παίρνεις τους νιους για το χορό, τις νιές για τα τραγούδια.
Για τον τρίτο στίχο δεν είμαι και σίγουρος, αν είναι έτσι.
Άλλο ιδιόμορφο έθιμο πούχαν οι Σαρακατσιαναίοι, ήταν να στέλνουν με τον πεθαμένο χαιρετίσματα σ' άλλους δικούς τους πεθαμένους. Έβαναν στην κάσα του πεθαμένου που κήδευαν διάφορα πράματα για τους δικούς τους πεθαμένους. Για γέρους έστελναν κάνα κομπολόϊ, πετσέτα, μαντήλι και τέτοια. Για νιους τροβάδια, τσουράπια, φανέλες, τσιγάρα, προσκέφαλα κι άλλα πράματα και ρουχικά, «χρήσιμα» για τον άνθρωπό τους.
Θυμώμαι, θα νάμαν δεκαοχτώ-δεκαεννιά χρονώ, έτυχα στην κηδεία ενός νέου παλληκαριού, κι είχαν γεμίσει οι γυναίκες της στάνης το φέρετρο με φλώρα τρουβάδια, μαντήλια, τσουράπια, φανέλες κι άλλα, που τάστελναν χαιρετίσματα σε δικούς τους πεθαμένους και στα χαμένα προσπάθαγαν γνωστοί τους χωριάτες, η ταφή γένονταν σε χωριό, να τις πείσουν να μη χαραμίζουν τα πράματα αυτά.
Εκτός απ’ αυτά τα δυο έθιμα, κι οι Σαρακατσιαναίοι φύλαγαν τον πεθαμένο να μην τον δρασκελίσει άνθρωπος η πράμα (γάτα, σκυλί κλπ.), μόλις τον ξεκίναγαν τσάκιζαν πιατικό για να μη δευτερώσει το κακό, έβραζαν και μέραζαν στάρι κι «αναπάψωμα» (για ν’ αναπαυτεί η ψυχή του πεθαμένου) στις εννιά μέρες και στο χρόνο, έκαναν μνημόσυνα και σαρανταλείτουργα, κυρίως σε ξωκκλήσια και μαναστήρια αυτά τα τελευταία. Επίσης μετά την κηδεία έφκιαναν την παρηγοριά. Πάαιναν και τα άλλα τα κονάκια τίποτα φαϊά στο κονάκι του πεθαμένου και κάθονταν κι έτρωγαν όλοι αντάμα και τον σ(υ)χώραγαν. Τα φαϊά ήταν νηστήσιμα κυρίως. Θυμώμαι τότε που πέθανε η γέρω Γώγαινα η Αραπίτσαινα, που ανάφερα πιο πάνω, η μάνα μου κι η θειά μου η Ν'κολάκαινα έβρασαν κολοκυθοκορφάδες κι άλλα λάχανα και πήγαν μ’ αυτά στο κονάκι της γέρω Γώγαινας μετά την κηδεία της, στην παρηγοριά.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»