Να γένναγε νιά πρατίνα στη στράτα, μπορεί να της έπαιρνε ο Σαρακατσιάνος τ’ αρνί στα χέρια την πρώτη μέρα, ή να τόριχνε πανωσάμαρα σε κάνα άλογο. Να γένναγε όμως νιά γναίκα, σα δύσκολο να την έβαναν καβάλα, τι να τόκαναν το φόρτωμα. Ίσως να φορτώνονταν και το μωρό στην πλάτη της. Να κάτι πώγινε μετά που πήγα σχολείο στην Καρδίτσα και δεν τόζησα, μα τόλεγαν. Ήταν τα κονάκια μας ξεφορτωμένα το Χινόπωρο κάπου εκεί κοντά στο Δεμερλί, που περνάν τα τραίνα. Και το βράδυ γέννησε η γυναίκα του ξάδερφου μου του Κώστα.

Ήταν κι αδύνατη, φιλάστενη γυναίκα και κιντύνευε κείνο το βράδυ, γιατί εξόν από γιατρό και μαμή, που ούτε γένονταν λόγος για τέτοιες πολυτέλειες, έλειπε κι η φωτιά για να ζεσταθεί και να κουμανταριστεί. Καρακαμπίλα, ούτε τσαχαλάκι να ξύσεις το δόντι σου δεν ύπαρχε, όχι ξύλο ν’ ανάψεις φωτιά, και να ζεστάνεις νερό κι άνθρωπο. Τι να κάμουν, η γυναίκα κιντύνευε, κι ο ξάδερφός μου μπροστά στον κίντυνο τι έκαμε, λέτε; Πήγε ο πουτσαράς κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, εκεί πούναι τα τηλεγραφόξυλα και τα πήρε με την αράδα περπατώντας χιλιόμετρα κι έβγανε με το μαχαίρι του από κάθε τηλεγραφόξυλο νιά πελεκούδα, να μην τα κόψει και πολύ και πέσουν. Έτσι περπατώντας και βγάνοντας από νιά πελεκούδα από κάθε τηλεγραφόξυλο, έμασε κάμποσες, γιόμωσε έναν τρουβά κι άναψαν λίγη φωτιά και κουμαντάρισαν τη λεχώνα και το παιδί και γλύτωσαν. Αυτά είναι τα παράξενα του κόσμου. Και μη ρωτάτε τι έγινε την άλλη μέρα με τη λεχώνα. Σίγουρα θα περπάτησε με τα ποδαράκια της κοντά στο καραβάνι...

Με ευκαιρία τη στρατιάτικη αυτή τη γέννα, ας πούμε και μερικά άλλα που θυμώμαι, ή που ρώτησα τώρα κι έμαθα σχετικά με τη γέννα.

Τη γυναίκα την έγκυο την έλεγαν «γκαστρωμένη» ή «φορτωμένη» και την εγκυμοσύνη «γκαστριά». Και της εύχονταν καλή λευτεριά. Κι όταν γένναγε έλεγαν «απόχτησε». Κι αν ρώταγαν τι απόχτησε, έλεγαν «πιδί» (αγόρι) η κουρίτσ(ι). Άκουγες να λεν: «...ν' έφαγαν οι γκαστριές», για καμιά που έκανε συνέχεια παιδιά. Τη μαμή έκανε η πεθερά, καμιά μεγαλύτερη συνυφάδα ή και άλλη γριά. Φυσικά θα ύπαρχε στη στάνη και καμιά γριά πιο «χλίτισα» απ’ τις άλλες, δηλαδή που ήξερε περισσότερα πρακτικά, μά(γ)ια και ξόρκια. Θυμώμαι τούτο: Την πρώτη χρονιά πούχα πάει στο Ελληνικό Σχολείο, πρέπει νάμαν έντεκα χρονώ, κι είχα έρθει του Χριστού στη Νταουτζιά, καθόμασταν πιά στο χωριό στα σπίτια, είχε γεννήσει η γυναίκα του ξάδερφου μου του Κώστα, αυτή που γέννησε και στη στράτα. Είχε φαίνεται πολύ δύσκολη γέννα, αφού είχαν φέρει και κάποια μαμή και μάλιστα πρέπει να της είχε κάμει και κάποια ένεση, γιατί θυμώμαι πώλεγαν, ότι της έκαμε την ένεση για να δείξει ότι κάτι έκαμε να δικαιολογήσει την πληρωμή της, και μ' έβαλαν έμενα σα γραμματιζούμενο και διάβαζα απάνω στη λεχώνα κάποια φυλλάδα, τι ακριβώς δε θυμάμαι, το συναξάρι κάποιου αγίου η αγίας πρέπει νάταν. Είχαν περσότερη εμπιστοσύνη στη φυλλάδα παρά στη μαμή πούχαν φέρει.

Τη λεχώνα τη θεώραγαν ακάθαρτο πράμα, που δεν ήθελαν να τη βλέπει κόσμος, αλλά και την ίδια τη φύλαγαν απ’ το κακό μάτι. Τη φύλαγαν σαράντα μέρες να μην τη βλέπει άλλος κόσμος, εκτός απ’ τους στενούς συγγενείς. Κι αφού πάαινε, ή έφερναν τον παπά και τη διάβαζε, τότε έβγαινε σιγά-σιγά στον κόσμο. Στις σαράντα μέρες που φυλάονταν, φόραγε και σκούρα ρούχα. Το φύλαμα της λεχώνας γένονταν να μην τη ματιάσουν και χάσει το γάλα της. Τη λεχώνα μόλις γένναγε, την έζωναν στη μέση της μ' ένα ζουνάρι. Την τάιζαν αλειψό ψωμί, ρυζάκι με τυρί και της έδωναν και λίγο κρασάκι να καρδαμώσει. Απόφευγαν να της δώκουν να φάει φακή, γιατί πίστευαν ότι όποια λεχώνα φάει φακή, θα γεννήσει σε άλλη γκαστριά κορίτσι. Ίσως να πίστευαν κι ότι με άλλη τροφή θα νάκανε αγόρι, μά δεν το ξέρω αυτό.

Το μωρό πρώτα-πρώτα τώκοβαν τον αφαλό, το αφαλόκοβαν. Αυτή τη δουλειά την έκανε η μαμή, ή γριά πώκανε τη μαμή. Κομπόδιαζε τον αφαλό και τον έκοβε με το ψαλίδι. Ξέρω μιά θειά μου, που, θυμώμαι που τόλεγαν, την έπιασαν οι πόνοι στην καλύβα της, γέννησε μαναχή της, αφαλόκοψε το παιδί κι ύστερα έκρινε της πεθεράς της, της γιαγιάς μου. Τόλεγε η καρδούλα της. Αφού έπεφτε το παιδί και τ’ αφολόκοβαν, τόπλεναν με ζεστό νερό. Το κράταγαν στα χέρια τους, τόπλεναν απ’ τη μιά μεριά πρώτα κι ύστερα το γύρναγαν και τόπλεναν κι απ’ την άλλη. Ύστερα το φάσκιωναν με μαλλίσια πανιά και μαλλίσια σπάργανα και στις τρεις μέρες το ξεφάσκιωναν και τώβαναν ρουχαλάκια. Και φυσικά του εύκονταν να ζήσει και να προκόψει. Ακόμα και τούτη την ευκή τώδωναν, που την έχω ακούσει με τ’ αφτιά μου, κι έχει σημασία: «Άειντι κι αρματουλός κι κλέφτ'ς».

Πως το φάσκιωναν και το ξεφάσκιωναν το μωρό: Ας πούμε τόχουν ξεφασκιωμένο. Τώβγαναν τα κωλόπανα, το σφούγγαγαν και το πάστρευαν, αρειά και που τόπλεναν, άμα ήταν συγκαμένο ή για να μη συγκαίεται τώβαναν καφέ στο μέρος το συγκαμένο. Στον αφαλό του για να ψηθεί, τώβαναν σκρούμπο. Έκαιγαν μαλλίσιο σκουτί, ας πούμε τρά(γ)ιο πατσιαούρι από κάπα, και το κάρβουνό του ήταν ο σκρούμπος. Και γι’ αυτό άμα ήθελαν να πουν ότι κάτι (φαϊ, ψωμί) κάηκε, έλεγαν «γίν(η)κι σκρούμπους». Η μάνα λοιπόν ή η βαβά σάλιωνε το δάχτυλό της, έπαιρνε μ’ αυτό σκρούμπο και τόβανε στον αφαλό. Εκεί που τούχαν ξεφάσκιωτο το μωρό, του τέντωναν τα χέρια και τα ποδάρια και για να ξεμουδιάσει απ’ το φάσκιωμα και για να γένουν ίσια. Αυτό τόκαναν κάθε βολά που το ξεφάσκιωναν. Αφού το καθάριζαν και το περιποιώνταν με τον τρόπο πούπαμε και αφού τ’ άφηναν και λίγο να ξιαποστάσει, το ματαφάσκιωναν. Τώβαναν πλυμένα, καθαρά κωλόπανα, όλα μαλλίσια, τόζωναν μ’ άλλα μάλλινα πανιά για νάναι ζεστό, το τύλιγαν με νιά σκέτα βελετζούλα, που την έλεγαν σπάργανο και τόδεναν γύρω-γύρω απ’ τις πλάτες μέχρι κάτω-κάτω στα ποδάρια με σκοινί, τη φασκιά, Τόδεναν για τα καλά. Αυτή η δουλειά γένονταν συνήθως στα ποδάρια της μάνας ή της βαβάς, εκεί όπως τάχε τεντωμένα, άπλωναν το σπάργανο και το φάσκιωναν. Αφού τελείωναν και πριν το σηκώσουν, του ίσιαζαν με τα δάχτυλα τα φρύδια και του τράβαγαν τη μύτη, να γένει ίσια, χυτή. Τέλος το σταύρωναν να φύγει κάθε κακό και το σήκωναν. Και ή τόπαιζαν, το κουκούραγαν και το ταχτάριζαν στα χέρια τους για λίγο, ή τόβαναν στη σαρμανίτσα και το κούναγαν να πλαϊάσει, να κοιμηθεί. Η σαρμανίτσα, έτσι την έλεγαν το περσότερο και λιγότερο κούνια, ήταν από σκέτα σανίδια φκιασμένη και πολλές βολές για σαρμανίτσα μεταχειρίζονταν κάνα σαμάρι αναποδογυρισμένο, ή κανιά βολά, θυμώμαι, έδεναν στα ματέρια ή σε κάνα κλαρί τριχιά διπλή, έστρωναν βελέντζες κι εκεί μέσα απίθωναν το παιδί και το κούναγαν.

Στο μωρό έβαναν φυλαχτά. Ένα τέτοιο ήταν το γαϊτάνι. Μετά το πρώτο κωλόπανο που έβαναν απάνω στο κορμί του, έβαναν μιά κουλούρα γαϊτάνι γαλάζιο, δηλαδή γαϊτάνι τυλιγμένο κουλούρα, απάνω στη θέση του αφαλού. Μάλλον επειδή η κουλούρα το γαϊτάνι μοιάζει με το κουλουριασμένο το φίδι και το φίδι οι Σαρακατσιαναίοι το είχαν ότι φυλάει απ’ το κακό. Αλλά κι άλλα φυλαχτά έβαναν στο μωρό. Πέρναγαν στη φασκιά ένα κολέτσι (έχουμε πει για το κολέτσι τι ήταν) και μιά κοκαρέλα απ’ τη θάλασσα για Φυλαχτό απ’ τα σατανικά. Κι ακόμα και θυμίαμα. Κι άμα τράνευε λίγο κι αρχίναγε και μπουσούλαγε και περπάταγε, του πέρναγαν στο λαιμό ή χιαστί (από πλάτη και μασχάλη) και χαϊμαλί με φυλαχτά. Έραφταν σε σκοινί από γαϊτάνι σταυρουδάκια, μολόχαντρα (είναι μάλλον καρπός από μολόχα), σκόρδο, φιδοκέφαλο, σντρόκο (θάμνος), σκάρφη, αστραπόβολο, ζυτράκο (δεν ξέρω τι είναι), αλάτι, μπράσκα, και πολλές βολές και τίμιο ξύλο, που όσο και νάταν σπάνιο τόσους αιώνες που ξοδεύεται, όλο και βρίσκονταν άμα το καλοπλέρωνες.

Τ’ αβάφτιστο αγόρι δεν τόλεγαν μπέμπη, αλλά «τσάντζαλο». Και το κορίτσι «κουτσιώρω». Στην Καρυά είχαμε τον Αλέξαντρο Κόρκο, που τον έλεγαμε Τσάντζαλο και μιά Θοδώρα Αραπίτσα που την έλεγαμε Κουτσιώρω, τρανούς. Τους έλεγαν όχι με τα ονόματα τους, αλλά Τσάντζαλο και Κουτσιώρω, γιατί είχαν τ' όνομα του πατέρα τους, του Κόρκου είχε σκοτωθεί σε φασαρία και της Θοδώρας είχε πεθάνει.

Οι μανάδες τα μωρά τους τα βύζαιναν, τα θήλαζαν. Δεν υπήρχε περίπτωση αντίθετη, που να ταΐσουν το παιδί με παιδικές τροφές. Το πολύ-πολύ, αν το γάλα της μάνας ήταν λιγοστό και δεν έφτανε, να τώδωναν και γαλατάκι γίδινο, είναι αλαφρότερο απ’ το πρόβειο. Κι αν υπήρχε και κανιά σπάνια περίπτωση, που να μην είχε ντιπ γάλα η μάνα, πάλι κάπως θα τα βόλευαν με το γάλα καμιανής αλληνής γυναίκας, που της περίσσευε και συμπληρωματικά και με το γίδινο το γάλα. Αλλά μόλις πέρναγαν λίγοι μήνες αρχίναγαν και το τάιζαν και γάλα απ’ τα πράματα, γίδινο, που τώδωναν με το κουταλάκι, το μπιμπερό δεν τόξεραν. Κι απ’ τους εφτά μήνες και πέρα το τάιζαν κι άλλα πράματα, ρυζάκι και τέτοια. Άμα έσκουζε το παιδί η μάνα ή η βαβά έδενε μέσα σε μαντήλι λουκούμι και του τόβανε στο στόμα κι αρχίναγε και το βύζαινε και λάρωνε. Ακόμα στο μαντήλι έδεναν τριμένο ψωμάκι, ανακατωμένο και ζυμωμένο με ζάχαρη κι έκανε κι αυτό την ίδια δουλειά με το λουκούμι. Θυμώμαι μωρά να βυζαίνουν το μαντήλι αυτό και τις μύγες σύγνεφο στο πρόσωπο τους, κόντευε να τους βγάλουν τα μάτια.

Για να τ’ αποκόψουν, να το αποθηλάσουν, το μωρό, όταν έφτανε ο καιρός ή και μπροστύτερα άμα η μάνα κίναγε πάλι «φορτωμένη», μεταχειρίζονταν ρετσίνι. Τόβαναν στη θηλή, στο βυζί της μάνας, πήγαινε το παιδί να φάει, κόλαγε το ρετσίνι στο στόμα του, τρόμαζε, σιχαίνονταν, μιά-δυό βολές και δε ματαζύγωνε. Θυμήθηκα που για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιούσαν και κινίνο. Τόλυωναν, έβρεχαν το βυζί, πάαινε το παιδί να φάει, ήταν πικρό, νιά-δυό βολές και δε ματαπάαινε.

Τα βαφτίσια: Το πρώτο παιδί το βάφτιζε υποχρεωτικά ο κουμπάρος που στεφάνωσε το ζευγάρι. Και κανιά βολά και το δεύτερο και το τρίτο. Έδωναν στα παιδιά τ' όνομα του παπούλη και της βαβάς, απ’ τον πατέρα φυσικά. Ο νονός όμως κι ιδίως άμα ήταν αυτός πούχε στεφανώσει, δε δεσμεύονταν, μπορούσε να δώσει κι άλλο όνομα. Έτσι ο νονός μου, ένας Χρήστος Μήτσιου απ’ το Μεσενικόλα, που βάφτισε τις δυο πρώτες αδερφάδες μου και μένα, εκτός από μένα που μώβγαλε τ' όνομα του παπούλη μου, στις αδερφάδες μου έδωκε άλλα ονόματα κι όχι τ' όνομα της βαβάς μου της Ζώϊως. Στη βάφτιση δεν πάαιναν ούτε ο πατέρας ούτε η μάνα του παιδιού. Το παιδί το πάαιναν στην εκκλησιά ο παπούλης κι η βαβά ή κανιά άλλη γυναίκα. Οι γονέοι κάθονταν στο κονάκι και καρτέρεγαν νάρθουν τα λιανοπαίδια να τους πάρουν τα συχαρίκια, λέοντάς τους τ' όνομα πώδωκε ο νονός στο παιδί. Κι έδωναν στα παιδιά για τα συχαρίκια λεπτά, λιανώματα. Και στο πρώτο λιανοπαίδι που θα νάφερνε το νέο στο κονάκι έδωναν περσότερα.

Ο νονός έφερνε στο παιδί δώρα, που τάλεγαν «φωτίκια», αλλαξιά, παπουτσάκια, καλτσάκια. Και το λαδοπάνι που τύλιγαν το παιδί όταν τόβγαναν απ’ την κολυμπήθρα. Θυμήθηκα βάφτιση στα κονάκια, που ο παπάς έφερε και την κολυμπήθρα απ’ το χωριό, φορτωμένη στο μουλάρι.

Μετά τη βάφτιση μαζώνονταν όλο το σόϊ στο κονάκι κι έστρωναν τάβλα κι έτρωγαν, κι ανάλογα με τα έχοντα των γονιών και το αν το παιδί ήταν το πρώτο ή σερκό, και σφαχτό έσφαζαν και γλένταγαν λίγο ή πολύ.
Και κάτι που είχα ακούσει να λεν, αλλά δεν το θυμάμαι και καθαρά. Έλεγαν για μάνα που πλάκωσε, «απούμωσε» το παιδί. Δηλαδή στον ύπνο της ξεχάστηκε κι όπως είχε δίπλα της το παιδί, το πλάκωσε και πέθανε από ασφυξία.
Τα παιδιά που γεννιόνταν πρόωρα τάβαναν μέσα σε μαλλιά για να ζήσουν, όπως τώρα τα βάνουν σε θερμοκοιτίδα.

Άμα σε στράτα η μάνα ή άλλος ήθελε να ξεκουράσει ένα μικρό παιδί, τόπαιρνε ή στην αγκαλιά, άμα ήταν πολύ μικρό, ή αγκότσια, δηλαδή πίσω στη μέση της και κρατώντας το με τα χέρια απ’ τα ποδάρια του κι αυτό κρατιώνταν με τα χέρια του απ’ το λαιμό της, ή αφούντζια, δηλαδή καβάλα στο σβέρκο της και κρατώντας το απ’ τα χέρια του. Αυτό ήταν το αγκότσια και το αφούντζια.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.