Τα β'να άγρεψαν. Δεν τους σηκώνουν άλλο τους Σαρακατσιαναίους. Ήρθε ο καιρός να φύγουν. Πρέπει να τοιμάζονται.
Κείνα τα χρόνια οι Βλάχοι ξεκίναγαν απ’ τα βουνά τέλη Άη-Δημήτρη με το παλιό. Στο παζάρι τ’ Άη-Δημ(η)τριού στην Καρδίτσα, που γένονταν κι αυτό με το παλιό, θυμώμαι βρισκόμασταν στη στράτα, εκεί γυροβολιά στην Καρδίτσα, στο Προσηλάκι. Και πολλές βολές κι η αποκριά για το σαραντάημερο μας εύρισκε δώθε ή πέρα απ’ τα Φέρσαλα, δηλαδή κατά τον Αρμυρό, Κάντζια, νομίζω, λέονταν το μέρος.
Όμως είμαστε ακόμα στα β'να και πρέπει να τοιμαστούμε. Οι άντρες μαζώνονταν στη λάκκα και λογαριάζονταν. Αλάτια πώβαλαν για τα πράματα, τζερεμέδες, τ’ αλογολίβαδο που πλέρωσαν, ρόγες, γέννημα κι άλλα ψώνια π’ αγόραζε ο ένας τ’ αλλουνού όταν πάαιναν στο παζάρι. Κι ο λογαριασμός γένονταν ολοένα με σαματά και φασαρία. Εκεί ήταν που ο γέρο Πέτρο Κόρκος, άμα έκανε να δίνει κάτι και δε συμφώναγε, έλεγε: «Απούθι (από που), ωρέ, δικηούμι ίγώ να δίνου τόσου;», εννοώντας με το «δικαιούμαι», υποχρεούμαι.
Όσοι δεν είχαν μόνιμα νοικιασμένο λιβάδι ή δικό τους τόπο για ξεχείμασμα, έτρεχαν και φκιάνονταν σε αλλουνούς, ή πάαιναν να νοικιάσουν λιβάδι. Οι γ'ναίκες ύφαιναν βιαστικά τα τελευταία διασίδια, μάζωναν άλλα απ’ το μαντάνι και τη νεροτρουβιά, έρχονταν οι ραφτάδες κι έραφταν τα σκ'τιά για τους άντρες κι οι καποραφτάδες τις κάπες. Οι άντρες πάαιναν κι έπαιρναν τα καινούρια τσαρούχια και παπούτσια (μόνο για τις γυναίκες αυτά) απ’ το Λία Τσαρ(ου)χά απ’ τον Καρβασαρά, ξελογαριάζονταν με το γέρο Γιάννη τον Οικονόμου, το μυλωνά, για τα μαντανικά (την πλέρα για το μαντάνι), κανόνιζαν άλλες δουλειές. Εδώ πρέπει να πω, ότι παλιότερα έβαναν κι οι γυναίκες τσαρούχια, όχι παπούτσια. Θυμήθηκα τη μάνα μου με τσαρούχια.
Μάζωναν οι γυναίκες το κονάκι κι έφκιαναν πάλι τ’ αλαφρώματα κι αρχίναγαν και τα κοντοκουβάλαγαν από λίγα-λίγα στο Νεχώρι και στο Βλάσδο. Και τις μέρες που θα ξεκίναγαν σκρόπαγαν τα περίσια πράματα και σέια, τ' «αφιμένα», όπως τάλεγαμε, που δεν τους χρειάζονταν το Χειμώνα ή δε μπόρεγαν να τα πάρουν κοντά τους, εκεί γυρουβολιά στους παλιοχωρίσιους, στη Νταίρω, στο Ντόβολο, στον Καϊπη, στη Θανασάκαινα, σε χωριάτες στον Καρβασαρά. Τους πάαιναν κάδες, καδοπούλες, τενεκέδια, καρδάρια, καζάνια, λανάρια, ξυλόχτενα, αντιά κι άλλα. Και κείνοι τάπαιρναν, γιατί έβαναν μέσα πράματα και γεννήματα: καλαμπόκι, στάρι, πατάκες, φασούλια και τέτοια. Στα σπίτια αφήναμε μαναχά τις τρανές τυρόκαδες, που δεν ήταν εύκολο να μετακινηθούν.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"