Θυμώμαι, κι ένα νόστιμο απ’ το πέρασμα εκεί γύρω στην Καρδίτσα, το Χινόπωρο. Πού ακριβώς είμασταν ξεφορτωμένοι, δε θυμώμαι, ίσως στο Προσηλάκι, ίσως στο Τσιαούσι κοντά. Σ' ένα ρεματάκι, δεν ξέρω πώς, ανακάλυψαν οι Βλάχοι σε νιά γούρνα βαθειά, σ’ ένα βύραγκα όπως λεν, ψάρια, κάτι μικρά, δεν ήταν και τρανά, και πως τους ήρθε η ιδέα, ν’ αδειάσουν τη γούρνα και να πιάσουν τα ψάρια. Και τώρα που το θυμάμαι γελάω. Ήταν ένα σωρό Καρβασαριώτες, το «βρωμάσκερο», όπως τους έλεγαν κοροϊδευτικά οι Καρυώτες, είχαν κόψει το νερό και το είχαν αναμερίσει να μην πέφτει μέσα στη γούρνα...
είχαν βγάλει άλλοι τα πανωβράκια τους κι είχαν μείνει με τα μακρυά τους βρακιά μαζωμένα πάνω απ’ το γόνατο, κι άλλοι και με τα πανωβράκια τους μαζωμένα, ανακατώνονταν σαν τους γύφτους και με ντενεκέδες, με κακαβιά, με λεγγέρια κι άλλα αγγειά άδειαζαν το νερό της γούρνας. Άδειαζαν, άδειαζαν, χουϊάτιζαν, τσιακατιώνταν, χαλασμός κόσμου και μείς τα λιανοπαίδια μαζωμένα στο νόχτο έκαναμε χάζι. Αδειάζοντας-αδειάζοντας, τόσωσαν κανιά βολά το νερό της γούρνας κι απόμειναν στον πάτο τα ψαράκια να σπαρταράν. Τάμασαν οι Βλάχοι, τα μέρασαν και τράβηξαν με χαρές και χουϊατά στα κονάκια τους να τα τηγανίσουν.
Καρβασαριώτες ήταν και τους έλεγαν οι άλλοι «βρωμάσκερο», γιατί ήταν πολλοί και με το «βρωμάσκερο» ήθελαν να δείξουν ότι τους θεωρούσαν παρακατιανούς. Οι Σαρακατσιαναίοι την είχαν αυτή την κασίδα. Ο καθένας τους θεώρηγε τον εαυτό του καλύτερον, και τους άλλους κατώτερους. Κι επειδή οι Καρβασαριώτες ήταν πολλά κονάκια κι όθε πέρναγαν έκαναν σαματά περσότερον, τους κόλλησαν το «βρωμάσκερο».
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»