Ένα κομμάτι απ' τ’ αριστερό το φρύδι μου λείπει. Όποιος το παρατηράει για πρώτη φορά, με ρωτάει, «που τραυματίστηκες;». Κι όμως δεν τραυματίστηκα, κάηκα. Το πως δεν το θυμώμαι, ήμαν ενού-δυό χρονών. Μα το ξέρω απ’ τις διηγήσεις της μάνας μου, που το πικράθηκε και το πλέρωσε ακριβά. Ήταν Χινόπωρο στη στράτα. Είμασταν ξεφορτωμένοι πέρα απ’ τα Φέρσαλα, κάπου εκεί στην Κάτζια. Μόλις είχαν στήσει τις τέντες κι έβρεχε. Έφκιασε φωτιά η μάνα μου απόξω απ’ την τέντα και για να μην καπνιστεί η τέντα, έμασε κάρβουνα απ’ τη φωτιά, θράκα, τάβαλε στο γάστρο, αναποδογυρισμένον, και τον έφερε το γάστρο μέσα στην τέντα, να ζεσταθούμε.

Αυτή έκανε δουλειές μέσα-όξω στην τέντα, η βαβά μ’ αποσταμένη απ’ τη στράτα και γριά έγειρε κοντά στο γάστρο με τη φωτιά και μείς τα κουτσούβελα γυροφέρναμε στο γάστρο και στη βαβά. Εγώ παίζοντας ανεβοκατέβαινα στη βαβά πούταν πλαϊασμένη και σε νιά στιγμή, πως κάνω, παίρνω νιά τούμπα και πέφτω με τα μούτρα στα κάρβουνα στο γάστρο. Αυτό ήταν. Κόλλησαν τα κάρβουνα στα μούτρα μου, πρήστηκα, είπαν πάει το μάτι, μπορεί και να πεθάνω.

Ο πατέρας μου θεώρησε τη μάνα μου υπεύθυνη, την έδειρε, σα να μην της έφτανε το κακό πώπαθε το παιδί της. Βάρβαρη κατάσταση. Με πήγαν στο Τσιαγκλί, με γιατροκόμισαν μήνες και τελικά τη γλύτωσα, χάνοντας μαναχά ένα κομματάκι απ’ το φρύδι και το σημάδι που μώμεινε. Είχα πρηστεί, λένε, δε φαίνονταν πουθενά μάτι. Δεν ξέρω αν, μα δε φαντάζομαι νάφεραν γιατρό επιστήμονα, μάλλον πρακτικοί κομπογιανίτες θα με γιάτρεψαν. Κι όμως ούτε και τέτοιους έφεραν. Ρώτησα τον πατέρα μου το 1966 αν με γιάτρεψε γιατρός ή πραχτικός, και να τι μούπε; «Καένας. Οι γριές»!

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.