Την Άνοιξη οι στάνες κανόνιζαν τη στράτα τους, να φορτώσουν νύχτα-νύχτα, τον τόπο που θα ξεφόρτωναν κι όλα τ’ άλλα, ανάλογα με την ώρα πούθελαν τα πράματα άρμεμα και με το μαξούλι πούθελε κουμαντάρισμα, πήξιμο, μάζωμα, πούλημα. Τώρα το Χινόπωρο όμως πάαιναν με περσότερο αραλίκι. Τα πρότα, άμα έρχονταν κι όσα έρχονταν με τα κονάκια, μπόρ(ε)γαν να σταθούν όθε νάναι, άρμεμα δεν ήθελαν κι ακόμα κι αν δεν τάχαν αφίκει στο χινοπωριό, μπόρ(η)γε, αν τόφερνε η ανάγκη να ξεκόψουν και μίνια και δυό μέρες απ’ τα κονάκια.

Έτσι τα κονάκια το Χινόπωρο δε φόρτωναν νύχτα-νύχτα, όπως την Άνοιξη, φόρτωναν με το αραλίκι τους, ό,τι ώρα τα κάλιαζε. Τις περσότερες βολές φόρτωναν αργά το γιόμα κι έφταναν στον προορισμό τους και ξεφόρτωναν κατά τ’ απομεσήμερο. Και κανιά βολά, άμα το κονάκι πούχαν να κάμουν ήταν μικρό, δηλαδή η απόσταση ήταν μικρή, φόρτωναν και τ’ απογιοματάκι.

Η χινοπωριάτικη η στράτα είχε γλύκα. Ιδίως άμα ο καιρός ήταν καλός. Καθώς περπατάγαμε στον κάμπο, ο τόπος ήταν καταχορταριασμένος ύστερα απ’ την ξεραΐλα την καλοκαιριάτικη. Κάπου-κάπου έβλεπες και σπαρτά φυτρωμένα. Κι ολούθε ζευγίτες να οργώνουν ή να σπέρνουν. Δεν έκανε ούτε ζέστα ούτε κρύο. Ξεφόρτωναν τα κονάκια σε νιά μεριά, έστηναν τις τέντες χωρίς βιά, πάαιναν οι γυναίκες για νερό, έπλεναν και κάνα σκ(ου)τί, ιδίως από μικρά παιδιά, γύρναγαν, μάζωναν το κονάκι τους, έβραζαν τίποτα ή ζύμωναν. Οι άντρες μαζώνονταν σε κανιά άκρη, σε κανιά πατ(ου)λιά και κουβέντιαζαν, τα λιανοπαίδια έπαιζαμε. Άμα βράδιαζε, άναφταν σ' όλες τις τσιατούρες φωτιά. Όξω απ’ την τσιατούρα, όχι μέσα, να μην καπνίζεται. Έβραζαν τίποτα φασούλια ή τραχανά ή έφκιαναν κανιά ζυμαρόπιτα, ή κάνα άλλο φαΐ, μαζώνονταν όλη η φαμελιά κι έτρωγε, συμπώντας τα ξύλα στη φωτιά για να γλέπει, ή κανιά βολά ανάφτοντας και το φέξο. Έτρωγαν κι ύστερα κουβέντιαζαν. Η νύχτα είχε τρανέψει, ούτε θα φόρτωναν νύχτα την άλλη μέρα για να βιαστούν να πλαϊάσουν. Τα πρότα μαζώνονταν κι αυτά και γρέκιαζαν δίπλα στα κονάκια. Κι οι τσιοπαναραίοι έτρωγαν στα κονάκια τους. Γυροβολιά ησυχία. Μαναχά κάνα πράμα, καθώς αναχάραζε τη θροφή του, βρόνταγε μέσα στη νυχτιάτικη την παγάδα το κουδούνι του. Η αλύχταγε κάνα σκυλί. Ή άξαφνα πρόγκαγαν τα πρότα κι άκουγες απ' ούλα τα κονάκια να χουχουτάν ξεσυρτά οι άντρες «χώ..χώ..χώ..χώ..» για να τα ησυχάσουν. Ο ουρανός κατακάθαρος και τ’ αστέρια να σου φαίνεται ν’ απλώσεις το χέρι να τα πιάσεις. Σε κάθε τέντα είχαν την κουβέντα τους. Κι ακούονταν η κουβέντα απ' τ' μίνια τέντα στ'ν άλλ(η). Αλλ' άκουγες κανιά βολά, να κρένει κάνας άντρας απ’ την τσιατούρα του σε άλλον σε άλλη τσιατούρα και να πιάνουν κουβέντα, τσιατούρα με τσιατούρα, είτε για το που θα ξεφορτώσουν την άλλη μέρα, είτε για τα πρότα από που θα παν, είτε να κανονίζουν το νουμπέτι για τ’ άλογα, είτε να λεν παλιές ιστορίες... «Ωρέ γιρού Κουλιό, θ(υ)μώσι του δώδικα μι τ'ν καταστρουφή...» (Το 1912 είχε φαίνεται μεγάλη βαρυχειμωνιά.)

Κι οι Σαρακατσιαναίοι είχαν χάσει πολλοί το βιό τους, γιατί θυμάμαι πολλές φορές το μολόγαγαν αυτό το δώδεκα). Αυτή η κουβέντα πώκαναν οι άντρες κι ιδίως οι γερόντοι, καθισμένοι ο καθένας στην τσιατούρα του, δίπλα στη φωτιά του, είχε πολύ νοστιμάδα. Οι γυναίκες μόνο για καμιά δουλειά μπορούσε να φωνάξει η μία την άλλη απ’ την τέντα της. Οι τρανές όμως, όχι τα κορίτσια. Στο μεταξύ αυτοί που κουβέντιαζαν, μπορεί νάψεναν και κανιά πατάκα ή κάστανα στη φωτιά. Σιγά-σιγά πέρναγε η ώρα, λάρωνε η στάνη, κοιμώνταν...

Την αυγή οι τρανοί σηκώνονταν νωρίς. Εμείς κοιμόμασταν και χορταίναμε τον ύπνο, όχι όπως την Άνοιξη με κείνο το βάσανο να σε σηκώνουν νύχτα. Πρώτη δουλειά να βράσουν τον τραχανά τους, να φάει όλη η φαμελιά. Να ζυμώσουν κάνα αλειψό ψωμί, ή να ψήσουν κάνα ανεβατό που το είχαν ζυμώσει αργά το βράδυ κι είχε γένει τη νύχτα. Να μάσουν και κανιά άλλη δουλειά κι αγάλια-αγάλια να τοιμαστούν για φόρτωμα πάλι...

Άμα όμως ο καιρός ήταν κακός κι έβρεχε κι έκανε κρύο, τα πράματα ήταν δύσκολα. Στριμώνομασταν όλοι μέσα στην τέντα ν’ απαγκιάσουμε, απάν' απ’ τη φωτιά έβαναν πυροστιά κι απάν' στην πυροστιά καζάνι, για να μην τη σβήσει η βροχή. Κι άμα έκανε πολύ κρύο, μάζωναν απ’ τη θράκα της φωτιάς κάρβουνα μέσα στο γάστρο και τον έφερναν μέσα στην τέντα, να ζεσταθούν τα λιανοπαίδια. Κι όλοι κουκουλωμένοι στις κάπες τους ή σε βελέντζες. Και κανιά βολά άμα φύσαγε αέρας δυνατός, έπαιρνε την τέντα, τη χάλαγε κι άκουγες μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα να τσιρίζουν τα μικρά κι οι γυναίκες και ν’ αναστατώνεται η στάνη. Όσο νάναι όμως, την άλλη μέρα θα καθάριζε, θα νάβγαινε ήλιος κι ηλιάζομασταν όλοι σαν τα κουνάβια.

Να έτσι περίπου κύλαγε η στράτα το Χινόπωρο....

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.