Αν στην ανοιξιάτικη τη στράτα το φαΐ ξεκίναγε απ’ το γάλα, το Χινόπωρο ξεκίναγε απ’ τον τραχανά. Νυχτούλια ακόμα και πριν καλά-καλά ξυπνήσουν όλοι, σε κάθε τσιατούρα έβραζε ο τραχανάς. Μαζώνονταν όλη η φαμελιά και τον έτρωγε ζεστόν-ζεστόν. Το βιολί αυτό με τον τραχανά ξακολούθαγε και το Χειμώνα, ως τις αποκριές. Ακόμα θυμάμαι, πως ζεματιόμασταν απ’ αυτόν το καυτό τραχανά και τη μάνα μου να μας λέει: «Φάτι πιδάκια μ' ζιστ'ούτσ(ι)κουν, να ζισταθεί η καρδούλα σας»! Άλλο φαΐ, πάσα ώρα και στιγμή ήταν το ψωμοτύρι. Ζεστή-ζεστή μπομπότα, ψημένη στο ταψί, με τουλουμοτύρι βουνίσιο ήταν πεντανόστιμο φαΐ.
Το ψωμί το ζύμωναν στη σκαφίδα, Τόπλαθαν στο ταψί, το τύλιγαν με βελέντζες και τάφιναν να γένει κι όταν γένονταν, το χάραζαν με την ξύστρα στη μέση και γένονταν δυο ίσια κομμάτια, τα μεράδια. Και στην άκρη του κάθε μεραδιού χάραζαν ένα κομματάκι μικρό, ίσια με κομμάτι τρανό μπακλαβά, κι άμα ψένονταν όλη η κουλούρα τσακιώνταν σε έξη κομμάτια, δυό τρανά μεράδια και τέσσερα μικρά-γωνίες, που δεν θυμάμαι αν τα νομάτιζαμε με ξεχωριστό όνομα, μα θυμάμαι ότι πιανόμασταν (τσακωνόμασταν) εμείς τα μικρά, ποιο να τα πρωτοπάρει.
Δεν έτρωγαμε όλο μπομπότα. Έτρωγαμε και καθάριο ψωμί. Και το Χειμώνα που τόψεναν στη βάτρα, άμα έφκιαναν κανιά κ(ου)λούρα φτενή, βεταλιά, ήταν γλύκισμα. Στη στράτα το ψωμί τόψεναν με ό,τι ξύλα και φλέσουρα εύρισκαν. Ακόμα και με βούζια ξερά και με γελαδοβουνιές, σαν τους Καραγκούνηδες που τις μάζωναν απ’ τα τσαΐρια πώβοσκαν τα γελάδια τους, ή και φρέσκες-φρέσκες απ’ την αυλή τους ή από κει πώβαναν τα γελάδια τους, τις έπλαθαν με τα χέρια τους μιά στρογγυλή μπάλα και τις πέταγαν σ' ένα τοίχο και κόλλαγαν και ξεραίνονταν. Οι δικές μας οι γυναίκες τις μάζωναν από κει γυροβολιά πούμασταν ξεφορτωμένοι, ξερές.
Άμα έβρεχε και για να μη σβήσει η φωτιά, έκαναν τούτο: Άναφταν τη φωτιά κι έκαιγαν καλά το γάστρο. Κι άμα έπεφτε η φωτιά, κατέβαζαν το γάστρο, τράβαγαν με το ξυθάλι τη θράκα απάν' στο γάστρο, έβαναν στη φωτοκαϊά τρία λιθαράκια, απίθωναν εκεί απάν' το ταψί με το ψωμί και το σκέπαζαν με το γάστρο, πούχε απάνω του τη θράκα. Για να μην τη σβήσει όμως τη θράκα αυτήν η βροχή, έβαναν απάν' στο γάστρο την πυρουστιά κι απαν' στην πυρουστιά ένα καζάνι που μάζωνε το νερό της βροχής και δεν τ’ άφηνε να πέσει πάνω στο γάστρο με τη θράκα.
Εκτός απ’ τον τραχανά έφκιαναν και καμιά ζυμαρόπιτα και τραχανόπιτα, κάνα φασούλι πώφερναν απ’ τα βουνά, γυφτοφάσουλα, πατάκες, κάστανα, κανιά άλλη πίτα, λάχανα που μάζωναν στη στράτα, κουρκούτι (κατσιαμάκι), μαμαλίγκα, κραμποκούκι, κι άλλα.
Είπαμε για φαϊά πώτρωγαν οι Σαρακατσιαναίοι Χειμώνα-Καλοκαίρι, κι Άνοιξη-Χινόπωρο στη στράτα. Πουθενά δεν αναφέραμε το κρέας, εκτός απ’ τα γλέντια και τις χαρές. Δεν έτρωγαν κρέας οι Σαρακατσιαναίοι; και βέβαια έτρωγαν, αλλά δεν τότρωγαν απ’ το χασάπη κατά κανόνα, κι αυτό έχει τη σημασία του. Για να φαν κρέας, έπρεπε να σφάξουν σφαχτό κι ένα σφαχτό στοίχιζε πολύ. Ήταν λοιπόν ζήτημα έχους του καθενός. Για το Μαλαμούλη, πούχε χιλιάδες το βιό, θυμάμαι πώλεγαν ότι και στη στράτα ακόμα στην τσιατούρα του κρέμονταν κρέας, πράμα που σημαίνει ότι αυτός πούχε τον τρόπο του δεν τούλειπε και το κρέας. Από κει και κάτω όλο και λιγότερο, κι οι φτωχοί τότρωγαν τη Λαμπρή και σε κάναν γάμο. Όμως, άμα βαριόνταν κάνα πράμα, δηλαδή γκρεμίζονταν, τότρωγαν όλο, δεν πρόκονταν να το πάν στο χασάπη, και πού να τον βρουν άλλωστε για ένα πράμα και μάλιστα βαρεμένο, είτε φτωχοί ήταν είτε πλούσιοι. Αλλά και τ' άλλο γένονταν σε πολλές στάνες. Έσφαζε ένας και το μέραζε το κρέας σε πολλούς ζυϊαστό. Και με την αράδα έσφαζαν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο κι έτσι ήταν σα να παίρνουν απ’ το χασάπη οκά-οκά. Αυτό γένονταν και πιο περιορισμένα, ανάμεσα σε συγγενικές οικογένειες,.Θυμώμαι που τόκαναμε αυτό με τους Νικολαίους. Αλλά κι άμα έσφαζε καένας είτε έτσι για να το φάει μαναχός του, ή για κάναν ξένον, θα νάδωνε και κάνα κομμάτι στο συγγενή ή το γείτονα, αζύϊαστο, όπως κι εκείνος σ' ανάλογη περίπτωση. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι οι Σαρακατσιαναίοι ζωντανά έτρεφαν, αλλά το κρέας τους δεν τόβλεπαν και πολύ. Αυτό σε σχέση με τον αστικό και τον ημιαστικό πληθυσμό, αλλά σε σχέση με τον υπόλοιπο αγροτικόν πληθυσμό, μάλλον περσότερο έτρωγαν.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»