Το Χινόπωρο δεν έρχονταν όλες τις χρονιές αντάμα με τα κονάκια, και τα πρότα. Εκτός τα ζυγούρια που πάαιναν ολοένα με τα κονάκια. Τα πρότα πολλές βολές τάβαναμε στη Νεβρόπολη, το περσότερο στο Μεσενικολίτικο το μέρος, δηλαδή νοικιάζαμε ξεχινοπωριό, λιβάδι για το Χινόπωρο. Και τάφιναμε πίσω και τα κονάκια τράβαγαν τη στράτα τους. Αλλά και στην Καρυά τάφιναμε πολλές βολές, άμα έκανε καλοκαιρία, όσο να πιάσει χιόνι κι έρχονταν αργά στο λιβάδι το χειμωνιάτικο, όταν κόντευε να τα πάρει ο γέννος.

Ακόμα και τ’ άλλο έκαναν οι Σαρακατσιαναίοι. Άμα δεν τους κάλιαζε να νοικιάσουν ξεχινοπωριό, τα χασομέραγαν τα πρότα στη στράτα, όσο μπόρ(η)γαν περσότερο, κανιά βολά και τα κονάκια αντάμα , σταματώντας και βόσκοντας όθε εύρισκαν χορτάρι κι όσο τους άφηναν φυσικά κι οι δραγάτες, γιατί στην περιφέρεια του κάθε χωριού δεν είχαν δικαίωμα να κάτσουν περσότερο από εικοσιτέσσερις ώρες. Αυτό είχε καθιερωθεί απ’ τον καιρό ακόμα της επανάστασης του Εικοσιένα (θέσπισμα της 18/2/1825 του Βουλευτικού) κι η διάταξη αυτή επαναλήφθηκε και με το 601/4-2-1830 ψήφισμα του Καποδίστρια. (Δ. Ζωγράφου «Ιστορία Έλλην. Γεωργίας», έκδοση Α.Τ.Ε. Τόμος Γ' σελ. 55 και 117). Και πιθανόν νάταν καθιερωμένο κι απ’ τον καιρό της τουρκοκρατίας. Έδωναν και κάτι στους δραγάτες. Άμα όμως είχε το χωριό κι αυτό πρότα, έρχονταν οι ντόπιοι τσιοπαναραίοι και τους κυνήγαγαν. Κι ιδίως άμα στο χωριό ήταν κατοικημένοι ή ξεχείμαζαν στην περιφέρεια Σαρακατσιαναίοι, Αυτοί τάξεραν αυτά τα τερτίπια και δεν τους άφηναν.

Αλλά κι άλλα μεταχειρίζονταν οι Σαρακατσιαναίοι το Χινόπωρο για να κυλήσουν τον καιρό και να φυλάξουν το χειμωνιάτικο το λιβάδι τους. Προχώραγαν τα πρότα ως ένα σημείο, ας πούμε ως κοντά στα Φέρσαλα, κι ύστερα ματαγύρναγαν τ'κώλ(ου) πίσω βόσκοντας, από άλλη στράτα βέβαια. Πάαιναν ως ένα σημείο κι ύστερα ματαγύρναγαν κατά κει πούθελαν να παν, αλλά πάλι από άλλο δρομολόγιο ώστε να μην περάσουν απ’ τα ίδια χωριά και τους πάρουν χαμπέρι τι έκαναν.

Αλλά κι αν αναγκάζονταν κανιά βολά να ματαπεράσουν απ’ τον ίδιο τόπο, πάλι κάποια δικαιολογία θα νάβρισκαν, δήθεν τους γέλασαν και τόδωκαν σ' αλλουνούς το λιβάδι που πάαιναν και τώρα πάν σ' άλλο, κι άλλα τέτοια. Και τι δε μεταχειρίζονταν!

Το ξεχινοπωριό ήταν σκληρό για τους τσιοπαναραίους κι ήθελε κότσια. Ξεκομμένοι απ’ τα κονάκια τους, τους έτρωγε η ξεροφαϊά, η απλυσιά, η λέρα κι η ψείρα. Έκαναν κι έναν και δυό μήνες ανάλλαγοι. Μέχρι που ζύμωναν και ψωμί κανιά βολά οι ίδιοι απάνω σε τραγαζίκες, όπως έκαναν τα παληκάρια του Εικοσιένα με τις ζυμώτρες τους. Αυτά όμως γένονταν πολύ παλιά, όχι στις μέρες μου, και τα μολόγαγαν.

Πάντως δεν τα λογάριαζαν αυτά οι Βλάχοι, φτάνει να καλοπόρευαν τα πρότα τους, νάβρισκαν χορτάρι να βοσκήσουν, να ξεγερέψουν και να φυλάξουν το δικό τους το λιβάδι να τόχουν ατσίτιγο μόλις αρχινήσει ο γέννος.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.