Απ’ τη Νεβρόπολη έκαναμε κονάκι στο Προσηλάκι, μια τοποθεσία νοτιανατολικά του Βλάσδου, στην άκρη ακριβώς του κάμπου, σε κάτι χαμηλές χωματοπλαγιές. Εκεί ξεφορτώναμε και την Άνοιξη. Στο Βλάσδο περνώντας, στέκονταν λίγο τα κονάκια, με τ’ άλογα φορτωμένα. Το Βλάσδο ήταν κι αυτό , όπως το Νεχώρι, σκάλωμα, πέρασμα για τους Σαρακατσιαναίους. Από κει πέρναγαν στάνες και στάνες, τρανές και μικρές, αλλά και ξεκομμένες μαγκούλες, φαλκάρια.

Είχε μαγαζιά κι όλο και κάτι ψώνιζαν, είχαν και κουμπαριές εκεί, και που δεν είχαν άλλωστε κουμπαριές και γνωριμίες οι Σαρακατσιαναίοι! Και περνώντας Άνοιξη-Χινόπωρο, άφηναν ή έπαιρναν τις τέντες κι άλλα πράματα, κοντοκ(ου)βάλαγαν αλαφρώματα και τέτοια. Στεκόμασταν λοιπόν λίγο στο Βλάσδο, καθάριζαν οι άντρες κάναν λογαριασμό πούχαν, έπαιρναμε τα τεντόξυλα πούχαμε αφίκει την Άνοιξη. Εκεί είχαμε έναν κουμπάρο, τον Μοσκοβάκη, έτσι τον έλεγαμε εμείς, μα Μοσχοβίτης μου φαίνεται λέγονταν, είχε βαφτίσει κάποιο απ’ τα παιδιά της θειάς μου της Καλομοίρας. Είχε κι ένα ψευτομάγαζο. Κάποτε λοιπόν, θυμώμαι, περνώντας εκεί το Χινόπωρο, μας πήρε στο σπίτι της εμάς τα λιανοπαίδια η Μοσκοβάκαινα και μας φίλεψε ρετζέλια, είχαν αμπέλια κι έφκιαναν. Πρώτη βολά στη ζωή μας έτρωγαμε τέτοιο πράμα κι ήταν τόσο γλυκά και καλά, που ακόμα θυμάμαι τη γλύκα τους. Τόσο μας άρεσαν. Και πως να μη μας αρέσουν, που όλη τη ζωή μας δεν έτρωγαμε τα δόλια τίποτ’ άλλο από ψωμάκι κι αυτό το περσότερο μπομπότα, τυράκι, τραχανά, γάλα και ξυνόγαλο; Το κονάκι στο Προσηλάκι, που στεκόμασταν και κάνα δυό μέρες γιατί ήταν και το παζάρι στην Καρδίτσα, είχε κι άλλες χαρές. Πρώτα-πρώτα απ' κάτ' απ' του Βλάσδου ήταν πολλά αμπέλια, τρυγημένα εκείνη την εποχή, μα καθώς απαγορεύονταν η βοσκή μέσα, κράτ(η)γαν ακόμα απομεινάρια από σταφύλια, τα «μπορμπολόϊα», τα «κουτρίδια», όπως τάλεγαμε. Και μόλις ξεφορτώναμε, απολυώνταν γυναίκες και λιανοπαίδια στ’ αμπέλια να «μπουρμπουλουΐσουν». Κι έφερναν τρουβάδια και σακούλια και ποδιές το μπουρμπουλόϊ και τάτρωγαμε σα νάταν τα καλύτερα σταφύλια του κόσμου.

Ακόμα, από 'κει απ’ το Προσηλάκι, κοντοκουβαλώντας τ’ αλαφρώματα απ’ το Νεχώρι ή απ’ το Βλάσδο τα πάαιναν στο σταθμό, στο τραίνο, στην Καρδίτσα. Κι όπως γένονταν και το παζάρι τ’ αη-Δημητριού εκείνη την εποχή, παζαριάζονταν κιόλας κι έφερναν και κάνα καλό της πόλης, και προ παντός καλούδια.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.